Όταν, σπάνια πια, βλέπω εικόνες σαν κι αυτή σκέφτομαι ότι οι
«λαθραναγνώστες» που τους λέγανε παλιά με πίκρα και μια εσάνς κακίας οι
περιπτεράδες είναι ίσως περισσότεροι από τους κανονικούς αναγνώστες, πελάτες,
των εφημερίδων.
Και δεν είναι μόνο η εποχή που έχει φέρει τα πάντα στην
οθόνη του κινητού μας, είναι οι ίδιες οι εφημερίδες που έδιωξαν τους αναγνώστες
τους και δεν έκαναν..
κάτι για να φέρουν νέους «πελάτες».
Οπαδική συμπεριφορά,
οίηση – αυτή η μάστιγα – αγοραία αισθητική είναι κάποιες από τις αιτίες της κρίσης
της έντυπης δημοσιογραφίας. (και όχι μόνο της έντυπης για να είμαστε σωστοί!)
Σκέφτομαι πόσα λεφτά δίναμε τη βδομάδα, οι φίλοι μου κι εγώ, για περιοδικά και εφημερίδες και με πιάνει τρόμος. Κι εγώ που είχα την πετριά να γίνω δημοσιογράφος και ο άλλοι. Θέλαμε να διαβάζουμε, να μαθαίνουμε, να λύνουμε απορίες, να φτιάχνουμε το «αρχείο» της μνήμης μας.
Κι εγώ, σπάνια αγοράζω, μην νομίζεις ότι κάνω κήρυγμα. Ο καθένας που έχει σταματήσει να αγοράζει εφημερίδα έχει τους λόγους του.
Ως δημοσιογράφος, στεναχωριέμαι αλλά όπως καταλαβαίνω τους δικούς μου λόγους, έτσι μπορώ να καταλάβω ότι σπάνια οι εφημερίδες έχουν να προσφέρουν κάτι που δεν το ξέρεις ήδη. Ακόμη και για τα πιο απλά θέματα έχεις μαλλιοτραβηχτεί στο facebook την προηγούμενη μέρα, οπότε τι να σου πει η τυπωμένη είδηση;
Οι εκδότες-οπαδοί γαλουχούν αναγνώστες οπαδούς αλλά όχι σκεπτόμενους που θα κάνουν και τα έντυπα καλύτερα.
Εμείς οι δημοσιογράφοι πάλι, νομίζουμε ότι ο κόσμος γυρίζει γύρω από τις αφεντιές μας και ξεχάσαμε τον πολίτη. Νομίσαμε, κάποιοι από εμάς, ότι επειδή κινούμαστε στους χώρους της εξουσίας γίναμε και κομμάτι της. Ο ρόλος όμως του δημοσιογράφου είναι να ψάχνει για τον πολίτη. Να είναι με το μέρος του. Κι εκεί όχι άκριτα, όχι με χαϊδολόγημα. Ενήλικες όλοι όσοι «παίζουμε» το παιχνίδι κι έχουμε ευθύνες.
Ένα φεγγάρι παρέδιδα μαθήματα σε σπουδαστές δημοσιογραφίας που προφανώς δεν ενημερώνονται από τις εφημερίδες. Αυτά τα παιδιά των 18 20 ετών ποια εφημερίδα έχει ύλη για να τα προσελκύσει. Και τι έχουν κάνει οι εφημερίδες για να ανανεώσουν το κοινό τους;
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν διαβάζουν καν τα ίδια τα ενημερωτικά site αλλά βλέπουν «τι παίζει» στο facebook.
Την εικόνα με τους «λαθραναγνώστες» στο ψιλικατζίδικο-πολυκατάστημα μινιατούρα στην οδό Κωλέττη και Μπενάκη στα Εξάρχεια ενώ όταν την είδα προσπέρασα, λίγα βήματα μετά είπα να γυρίσω πίσω και να την αποτυπώσω.
Είναι μια σύγχρονη και συγχρόνως vintage εικόνα της πόλης!
Είναι κάποιες μέρες που την έχω στη συλλογή και την κοιτάζω και σκέφτομαι ότι η ενημέρωση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε σε ό,τι ο καθένας θεωρεί σάπιο και υπεύθυνο για την κατάντια της.
Για κάποιους είναι πολύ βαρύ ότι έχουν την ίδια επαγγελματική ιδιότητα, «δημοσιογράφος», με τον Χίο, τον Μπογδάνο, και λοιπά…
Οι «παρενέργειες» της κρίσης του τύπου είναι ορατές στην κοινωνία, και στη δημοσιογραφία και θέλει πολύ δουλειά με εντιμότητα για να μη ντρέπεται κανείς να δηλώνει το επάγγελμά του. Παλιά ήταν σχεδόν τιμή, μετά έγινε κομπορρημοσύνη, και σήμερα είναι το «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» που περιβάλλει το επάγγελμα.Τέλος πάντων. Από την άλλη, και πάντα τηρουμένης της δημοσιογραφικής υπερβολής, ας υπάρχουν κακές εφημερίδες, ας υπάρχουν πολλές εφημερίδες, γιατί διαφορετικά η δημοκρατία θα ήταν ακόμη πιο ανάπηρη από ό,τι είναι σήμερα για τον πολίτη.
Έτσι η πρώτη σκέψη ήταν αυτή που σου είπα παραπάνω: αυτοί που χαζεύουν τα πρωτοσέλιδα στο ψιλικατζίδικο ή στο περίπτερο είναι λιγότεροι από αυτούς που αγοράζουν τελικά ένα φύλλο (οκ, με την δέουσα δημοσιογραφική υπερβολή, αλλά καταλαβαινόμαστε νομίζω…).
Γιάννης Καφάτος / viewtag
κάτι για να φέρουν νέους «πελάτες».
Σκέφτομαι πόσα λεφτά δίναμε τη βδομάδα, οι φίλοι μου κι εγώ, για περιοδικά και εφημερίδες και με πιάνει τρόμος. Κι εγώ που είχα την πετριά να γίνω δημοσιογράφος και ο άλλοι. Θέλαμε να διαβάζουμε, να μαθαίνουμε, να λύνουμε απορίες, να φτιάχνουμε το «αρχείο» της μνήμης μας.
Κι εγώ, σπάνια αγοράζω, μην νομίζεις ότι κάνω κήρυγμα. Ο καθένας που έχει σταματήσει να αγοράζει εφημερίδα έχει τους λόγους του.
Ως δημοσιογράφος, στεναχωριέμαι αλλά όπως καταλαβαίνω τους δικούς μου λόγους, έτσι μπορώ να καταλάβω ότι σπάνια οι εφημερίδες έχουν να προσφέρουν κάτι που δεν το ξέρεις ήδη. Ακόμη και για τα πιο απλά θέματα έχεις μαλλιοτραβηχτεί στο facebook την προηγούμενη μέρα, οπότε τι να σου πει η τυπωμένη είδηση;
Οι εκδότες-οπαδοί γαλουχούν αναγνώστες οπαδούς αλλά όχι σκεπτόμενους που θα κάνουν και τα έντυπα καλύτερα.
Εμείς οι δημοσιογράφοι πάλι, νομίζουμε ότι ο κόσμος γυρίζει γύρω από τις αφεντιές μας και ξεχάσαμε τον πολίτη. Νομίσαμε, κάποιοι από εμάς, ότι επειδή κινούμαστε στους χώρους της εξουσίας γίναμε και κομμάτι της. Ο ρόλος όμως του δημοσιογράφου είναι να ψάχνει για τον πολίτη. Να είναι με το μέρος του. Κι εκεί όχι άκριτα, όχι με χαϊδολόγημα. Ενήλικες όλοι όσοι «παίζουμε» το παιχνίδι κι έχουμε ευθύνες.
Ένα φεγγάρι παρέδιδα μαθήματα σε σπουδαστές δημοσιογραφίας που προφανώς δεν ενημερώνονται από τις εφημερίδες. Αυτά τα παιδιά των 18 20 ετών ποια εφημερίδα έχει ύλη για να τα προσελκύσει. Και τι έχουν κάνει οι εφημερίδες για να ανανεώσουν το κοινό τους;
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν διαβάζουν καν τα ίδια τα ενημερωτικά site αλλά βλέπουν «τι παίζει» στο facebook.
Την εικόνα με τους «λαθραναγνώστες» στο ψιλικατζίδικο-πολυκατάστημα μινιατούρα στην οδό Κωλέττη και Μπενάκη στα Εξάρχεια ενώ όταν την είδα προσπέρασα, λίγα βήματα μετά είπα να γυρίσω πίσω και να την αποτυπώσω.
Είναι μια σύγχρονη και συγχρόνως vintage εικόνα της πόλης!
Είναι κάποιες μέρες που την έχω στη συλλογή και την κοιτάζω και σκέφτομαι ότι η ενημέρωση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε σε ό,τι ο καθένας θεωρεί σάπιο και υπεύθυνο για την κατάντια της.
Για κάποιους είναι πολύ βαρύ ότι έχουν την ίδια επαγγελματική ιδιότητα, «δημοσιογράφος», με τον Χίο, τον Μπογδάνο, και λοιπά…
Οι «παρενέργειες» της κρίσης του τύπου είναι ορατές στην κοινωνία, και στη δημοσιογραφία και θέλει πολύ δουλειά με εντιμότητα για να μη ντρέπεται κανείς να δηλώνει το επάγγελμά του. Παλιά ήταν σχεδόν τιμή, μετά έγινε κομπορρημοσύνη, και σήμερα είναι το «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» που περιβάλλει το επάγγελμα.Τέλος πάντων. Από την άλλη, και πάντα τηρουμένης της δημοσιογραφικής υπερβολής, ας υπάρχουν κακές εφημερίδες, ας υπάρχουν πολλές εφημερίδες, γιατί διαφορετικά η δημοκρατία θα ήταν ακόμη πιο ανάπηρη από ό,τι είναι σήμερα για τον πολίτη.
Έτσι η πρώτη σκέψη ήταν αυτή που σου είπα παραπάνω: αυτοί που χαζεύουν τα πρωτοσέλιδα στο ψιλικατζίδικο ή στο περίπτερο είναι λιγότεροι από αυτούς που αγοράζουν τελικά ένα φύλλο (οκ, με την δέουσα δημοσιογραφική υπερβολή, αλλά καταλαβαινόμαστε νομίζω…).
Γιάννης Καφάτος / viewtag