(και δυο-τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτή)
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Τώρα τις προάλλες που πήγα να δω τα «Παράσιτα», ανηφόρισα τη Βουλιαγμένης. Απογευματινή προβολή, ήλιο είχε ακόμη, λέω «δεν στρίβω μία να δω τι γίνεται στο μαγαζί;». Έκοψα λοιπόν δεξιά στη Μίνωος και είδα τα συνεργεία. Τους εργάτες με τα πολύχρωμα καπελάκια, μην τους πέσουν στα κεφάλια τα γυαλιά. Τα γυαλιά και τα σίδερα από το κάποτε..
περήφανο κτίριο της «Ελευθεροτυπίας».
Από τον πρώτο όροφο του λογιστήριου, τον δεύτερο όροφο του ημερήσιου φύλλου, τον τρίτο όροφο του κυριακάτικου, τον τέταρτο όροφο του εμπορικού και των ειδικών εκδόσεων. Τον έκτο όροφο των συνελεύσεων. Όπου στις 22 Δεκεμβρίου του 2011, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε διήμερες κυλιόμενες απεργίες…
Ξαναβγήκε, βεβαία, το φύλλο, το θυμόμαστε, στις αρχές του 2013, αλλά δεν είχε πνοή πια, δεν είχε ανάσα. Τζάμπα ο κόπος, τζάμπα η αγωνία, τζάμπα ο καυγάς. Τον Νοέμβριο του 2014, είπαμε αντίο στην Μίνωος. Οριστικό αντίο πλέον, μπήκαν οι εργάτες στο κτίριο, είναι γεμάτη μπάζα η αυλή. Δεν ξέρω τώρα που σας τα γράφω αν έχουν κατέβει και τα σήματα, τα νέον που γράφανε «Ελευθεροτυπία», εγώ από εκεί δεν ξαναπερνάω, είναι βαρύ το φορτίο για τις πλάτες μου.
Υποθέτω ότι μία απ’ αυτές τις μέρες θα κληθούμε να εισπράξουμε το ποσοστό μας από την πώληση του κτιρίου. Οκτακόσιοι τόσοι οι εργαζόμενοι, δέκα μύρια το τίμημα, κάντε τη διαίρεση. Κάποιοι και κάποιες θα πάρουν πιο πολλά, ανάλογα με τα μισθά και τις απολαβές και τα χαϊρια του καθενός, δεν είναι για να γκρινιάζεις τώρα. Κάποιοι και κάποιες θα πάρουν λιγότερα. Τρύπες θα βουλώσουν, εκατό ευρώ εδώ, διακόσια παραπέρα, κάνα χιλιάρικο για το αμάξι ή το παιδί. Θα συναντηθούμε στην Ευελπίδων για τις επιταγές…
Υποθέτω επίσης ότι εκεί που θα ξαναβρεθούμε θα ξαναζωντανέψουν τα σενάρια για το ποιος μας έκλεισε και ποιος έφταιγε και ποιος έπαιζε παιχνίδια πίσω από τις πλάτες μας. Σχεδόν δέκα χρόνια πέρασαν, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές δεν είναι πια μαζί, κάποιοι υποφέρουν και είναι στα τελευταία τους, κάποιοι αγωνίζονται να κρατηθούν στον αφρό, ποιος κρατάει λογαριασμό; Είναι γεμάτη μπάζα η αυλή στη Μίνωος, δεν ξέρω αν σας το είπα.
Οπότε φτάσαμε στο 2020, στο μνημόσυνο του κάποτε κραταιού συγκροτήματος Τεγόπουλου. Στην ανάμνηση του επίγειου παράδεισου για τα ελληνικά media, του επίγειου τρελάδικου και του επίγειου θηριοτροφείου. Ωραίο ήταν το ταξίδι, για μερικούς κράτησε πολύ για κάποιους άλλους κράτησε λίγο, ωραίο κι ας μην είχε Ιθάκη στο τέρμα του. Δεν είχε καν ένα «συγγνώμη» ή ένα «κρίμα»…
Ας έχει τουλάχιστον ένα «αντίο» και μια υπόκλιση σε όλο αυτό το ανεπανάληπτο τουρλουμπούκι που κάποτε πρόσφερε ζωή και φως σε όλο το τοπίο της ενημέρωσης εν Ελλάδι. Με τις αμαρτίες του, τα σφάλματά του, τα ντιλερίκια του αν προτιμάτε. Κανείς δεν είναι αθώος αφότου βγει απ’ την κοιλιά της μάνας του και αθώοι δεν ήμασταν ούτε εμείς. Αλλά είχαμε πλάκα, είχαμε σθένος, είχαμε ψυχή και μερικές φορές είχαμε και το κεφάλι ψηλά γιατί κάναμε τη δουλειά μας καλύτερα απ’ όλους. Με τον δικό μας τρόπο, τον ανάποδο…
In loving memory
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Τώρα τις προάλλες που πήγα να δω τα «Παράσιτα», ανηφόρισα τη Βουλιαγμένης. Απογευματινή προβολή, ήλιο είχε ακόμη, λέω «δεν στρίβω μία να δω τι γίνεται στο μαγαζί;». Έκοψα λοιπόν δεξιά στη Μίνωος και είδα τα συνεργεία. Τους εργάτες με τα πολύχρωμα καπελάκια, μην τους πέσουν στα κεφάλια τα γυαλιά. Τα γυαλιά και τα σίδερα από το κάποτε..
περήφανο κτίριο της «Ελευθεροτυπίας».
Από τον πρώτο όροφο του λογιστήριου, τον δεύτερο όροφο του ημερήσιου φύλλου, τον τρίτο όροφο του κυριακάτικου, τον τέταρτο όροφο του εμπορικού και των ειδικών εκδόσεων. Τον έκτο όροφο των συνελεύσεων. Όπου στις 22 Δεκεμβρίου του 2011, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε διήμερες κυλιόμενες απεργίες…
Ξαναβγήκε, βεβαία, το φύλλο, το θυμόμαστε, στις αρχές του 2013, αλλά δεν είχε πνοή πια, δεν είχε ανάσα. Τζάμπα ο κόπος, τζάμπα η αγωνία, τζάμπα ο καυγάς. Τον Νοέμβριο του 2014, είπαμε αντίο στην Μίνωος. Οριστικό αντίο πλέον, μπήκαν οι εργάτες στο κτίριο, είναι γεμάτη μπάζα η αυλή. Δεν ξέρω τώρα που σας τα γράφω αν έχουν κατέβει και τα σήματα, τα νέον που γράφανε «Ελευθεροτυπία», εγώ από εκεί δεν ξαναπερνάω, είναι βαρύ το φορτίο για τις πλάτες μου.
Υποθέτω ότι μία απ’ αυτές τις μέρες θα κληθούμε να εισπράξουμε το ποσοστό μας από την πώληση του κτιρίου. Οκτακόσιοι τόσοι οι εργαζόμενοι, δέκα μύρια το τίμημα, κάντε τη διαίρεση. Κάποιοι και κάποιες θα πάρουν πιο πολλά, ανάλογα με τα μισθά και τις απολαβές και τα χαϊρια του καθενός, δεν είναι για να γκρινιάζεις τώρα. Κάποιοι και κάποιες θα πάρουν λιγότερα. Τρύπες θα βουλώσουν, εκατό ευρώ εδώ, διακόσια παραπέρα, κάνα χιλιάρικο για το αμάξι ή το παιδί. Θα συναντηθούμε στην Ευελπίδων για τις επιταγές…
Υποθέτω επίσης ότι εκεί που θα ξαναβρεθούμε θα ξαναζωντανέψουν τα σενάρια για το ποιος μας έκλεισε και ποιος έφταιγε και ποιος έπαιζε παιχνίδια πίσω από τις πλάτες μας. Σχεδόν δέκα χρόνια πέρασαν, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές δεν είναι πια μαζί, κάποιοι υποφέρουν και είναι στα τελευταία τους, κάποιοι αγωνίζονται να κρατηθούν στον αφρό, ποιος κρατάει λογαριασμό; Είναι γεμάτη μπάζα η αυλή στη Μίνωος, δεν ξέρω αν σας το είπα.
Οπότε φτάσαμε στο 2020, στο μνημόσυνο του κάποτε κραταιού συγκροτήματος Τεγόπουλου. Στην ανάμνηση του επίγειου παράδεισου για τα ελληνικά media, του επίγειου τρελάδικου και του επίγειου θηριοτροφείου. Ωραίο ήταν το ταξίδι, για μερικούς κράτησε πολύ για κάποιους άλλους κράτησε λίγο, ωραίο κι ας μην είχε Ιθάκη στο τέρμα του. Δεν είχε καν ένα «συγγνώμη» ή ένα «κρίμα»…
Ας έχει τουλάχιστον ένα «αντίο» και μια υπόκλιση σε όλο αυτό το ανεπανάληπτο τουρλουμπούκι που κάποτε πρόσφερε ζωή και φως σε όλο το τοπίο της ενημέρωσης εν Ελλάδι. Με τις αμαρτίες του, τα σφάλματά του, τα ντιλερίκια του αν προτιμάτε. Κανείς δεν είναι αθώος αφότου βγει απ’ την κοιλιά της μάνας του και αθώοι δεν ήμασταν ούτε εμείς. Αλλά είχαμε πλάκα, είχαμε σθένος, είχαμε ψυχή και μερικές φορές είχαμε και το κεφάλι ψηλά γιατί κάναμε τη δουλειά μας καλύτερα απ’ όλους. Με τον δικό μας τρόπο, τον ανάποδο…
In loving memory
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr