Τις προάλλες είχα τη χαρά να δεχτώ πρόσκληση από έναν εξαιρετικό φίλο να συναντηθούμε. Σπουδαίος συγγραφέας και δημοσιογράφος, μ’ αυτή τη σειρά νομίζω – αν και δεν είμαι σίγουρος πώς αυτοπροσδιορίζεται ο ίδιος. Παλιά καραβάνα. Για να γίνει όσο γίνεται σαφέστερο αυτό, αρκεί να πω ότι το πρώτο βιβλίο του που διάβασα ήταν το μακρινό 1972, όταν ήμουν στα 14. Βρεθήκαμε Τρίτη μεσημέρι..
στο καφέ του Ιανού. Είχε κιόλας διαβάσει το «1983», πράγμα που δεν έχω προλάβει να κάνω με το δικό του -επίσης πρόσφατο- βιβλίο.
στο καφέ του Ιανού. Είχε κιόλας διαβάσει το «1983», πράγμα που δεν έχω προλάβει να κάνω με το δικό του -επίσης πρόσφατο- βιβλίο.
Περιορίστηκε σε λίγα αλλά ουσιαστικά καλά λόγια, κι αμέσως μετά έσπευσε να μου κάνει μερικές μάλλον αυστηρές παρατηρήσεις (αν και με καθόλου αυστηρό τρόπο). Αυτό περιμένεις από τους πραγματικούς φίλους, όχι μόνο καλά λόγια. Ιδίως αν είναι μάστορες του επαγγέλματος.
Ελλείψει άλλων εμπεριστατωμένων κριτικών, σπεύδω να μοιραστώ μαζί σας τις παρατηρήσεις του. Άλλωστε, η ύπαρξη τη ομάδας αυτής δεν έχει νόημα αν προορίζεται να εβλογάμε τα γένια μας – εν προκειμένου τα δικά μου, που είναι και κάπως αραιά.
- Η πρώτη παρατήρησή του έχει να κάνει με την έκταση του μυθιστορήματος. Δεν είναι ο πρώτος που το λέει, άλλωστε η διαφορά μεγέθους σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα βιβλία μου μιλάει από μόνη της. «Μοιάζει να σε παρασύρει η γοητεία που σου ασκεί το ίδιο σου το γραπτό – οι λέξεις. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό, κρύβει όμως και μια παγίδα. Θα μπορούσε το βιβλίο να είναι λίγο πιο μαζεμένο».
- Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την παράλληλη δραστηριότητα του πρωταγωνιστή στην προσπάθειά του να πιάσει δουλειά και να κατοχυρώσει τη θέση του στην εφημερίδα, για την οποία θα ήθελε να διαβάσει περισσότερα.
- Πολύ περισσότερο με προβλημάτισε η επόμενη παρατήρηση, που αναφέρεται στη συνεχή δυσκολία του πρωταγωνιστή να συνδυάσει τις υποχρεώσεις του στην κατάληψη με αυτές του ρεπορτάζ, και τα αντίστοιχα διλήμματα που προκύπτουν συνεχώς ως προς τις εκάστοτε προτεραιότητές του – χώρια οι φοβίες ή οι ενοχές του ότι ενδεχομένως παραμελεί τον ένα τομέα έναντι του άλλου. Οι ενοχές αφορούν κυρίως την απουσία του από την κατάληψη και οι φοβίες τις τυχόν συνέπειες από την παραμέληση της δουλειάς στην εφημερίδα. Κατά την άποψη του συνομιλητή μου, επέδειξα μια ευκολία στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκα το θέμα, η επιλογή δηλαδή να «επιτρέψω» στον πρωταγωνιστή να τα συνδυάσει και τα δύο χωρίς πολλές αβαρίες. Θα προτιμούσε το δίλημμα να οδηγηθεί μέχρι τις έσχατες συνέπειές του, ν’ αναγκαστεί να θυσιάσει το ένα από τα δύο για χάρη του άλλου, να βρεθεί σε δύσκολη θέση, να επιλέξει και να πονέσει.
- Αντίστοιχου ύφους μου φάνηκε και η ένστασή του ότι θα ήθελε το ερωτικό στοιχείο να έχει μεγαλύτερη ένταση. «Λογοτεχνία κάνουμε, είναι σημαντικός ο έρωτας, έχει πάθος, λαχτάρα και πόνο. Συνήθως πονάμε, βέβαια».
Το όνομά του είναι Μήτσος Κασόλας, και το πιο αγαπημένο μου από τα βιβλία του είναι «Η άλλη Αμερική». Ναι, εκείνο ακριβώς που διάβασα για πρώτη φορά στα δεκατέσσερά μου.
Xριστόφορος Κάσδαγλης (από το fb της ομάδας 1983 - μυθιστόρημα)