Δεν είναι η πρώτη φορά που ζητήματα του ποδοσφαίρου αποκτούν τόσο έντονο πολιτικό χρώμα. Ούτε βέβαια ξαφνιαστήκαμε που η αντιπαράθεση μεταξύ δύο μεγαλομετόχων ΠΑΕ πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις.
Το καινούργιο στοιχείο που ζούμε τις τελευταίες μέρες πίσω από τον ανταγωνισμό δύο πανίσχυρων αθλητικών ομίλων είναι ότι αυτή τη φορά συγκρούονται μέχρις εσχάτων δύο πραγματικοί ολιγάρχες, δύο..
επιχειρηματίες δηλαδή που η δραστηριότητά τους εκτείνεται πολύ πέραν του ποδοσφαίρου, με βλέψεις σε οικονομικά μονοπωλιακούς τομείς, αλλά και με απαιτήσεις οργανωμένης πολιτικής επιρροής.
Είχαμε συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες να εμφανίζεται ως κυρίαρχος στον χώρο του ποδοσφαίρου κάποιος μεγαλοεπιχειρηματίας, ο οποίος διεκδικούσε και πετύχαινε την ιδιαίτερη μεταχείριση που εξασφάλιζε τη μονοκρατορία του, κρατώντας βέβαια κάποια προσχήματα, αλλά κυρίως εξασφαλίζοντας τη συμπαράσταση ή τουλάχιστον την ανοχή της κυβέρνησης.
Αυτή τη φορά, βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο να έρχονται σε σύγκρουση δύο μεγαλοεπιχειρηματίες με όρους που δεν θυμίζουν ευρωπαϊκή χώρα, ενώ η κυβέρνηση εμφανίζεται αδύναμη να διαχειριστεί τη σύγκρουση επιβάλλοντας τη νομιμότητα.
Ο ένας ολιγάρχης κατηγορείται ότι παρακάμπτοντας τους κανόνες του παιχνιδιού αποκτά τον έλεγχο δεύτερης ομάδας, με τρόπο που μπορεί εύκολα να αποκαλυφθεί. Ο δεύτερος, υπόδικος για άλλα ζητήματα, φροντίζει να χρησιμοποιηθεί η επιρροή του στην κυβέρνηση, για να οριστούν στην αρμόδια επιτροπή τα πρόσωπα που θα επιβάλουν την ανώτερη ποινή στον παραβάτη και θα του εξασφαλίσουν την επικράτηση.
Αλλά ο πρώτος δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Απειλεί να ξεσηκώσει τη Βόρεια Ελλάδα για την αδικία. Και ο δεύτερος δεν μένει άπραγος: ετοιμάζει την αντεπίθεση της Νότιας Ελλάδας.
Απέναντι σε αυτή την ανοιχτή κρίση που η ίδια επέτρεψε να ξεσπάσει, η κυβέρνηση μοιάζει ανήμπορη. Η νομοθετική πρωτοβουλία που εξήγγειλε κινδυνεύει να μην ικανοποιήσει καμιά πλευρά, ενώ παραμένει έκθετη και στην κατηγορία ότι παραβιάζει το αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου.
Αυτό που παλιότερα ονομαζόταν «διαπλοκή» υπέκρυπτε ιδιαίτερες σχέσεις της πολιτικής με την οικονομική εξουσία. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι κάτι πολύ χειρότερο. Η οικονομική εξουσία έχει αυτονομηθεί και διεκδικεί να επιβάλει τον δικό της νόμο στην πολιτική εξουσία. Αυτός που κινδυνεύει δεν είναι ο ΠΑΟΚ ή ο Ολυμπιακός. Είναι η δημοκρατία.
EΦΣΥΝ / Αποψη
- ολο το ρεπορτάζ για το θέμα, στην Εφημερίδα των Συντακτών (29/01.2020) που κυκλοφορεί στα περίπτερα
Το καινούργιο στοιχείο που ζούμε τις τελευταίες μέρες πίσω από τον ανταγωνισμό δύο πανίσχυρων αθλητικών ομίλων είναι ότι αυτή τη φορά συγκρούονται μέχρις εσχάτων δύο πραγματικοί ολιγάρχες, δύο..
επιχειρηματίες δηλαδή που η δραστηριότητά τους εκτείνεται πολύ πέραν του ποδοσφαίρου, με βλέψεις σε οικονομικά μονοπωλιακούς τομείς, αλλά και με απαιτήσεις οργανωμένης πολιτικής επιρροής.
Είχαμε συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες να εμφανίζεται ως κυρίαρχος στον χώρο του ποδοσφαίρου κάποιος μεγαλοεπιχειρηματίας, ο οποίος διεκδικούσε και πετύχαινε την ιδιαίτερη μεταχείριση που εξασφάλιζε τη μονοκρατορία του, κρατώντας βέβαια κάποια προσχήματα, αλλά κυρίως εξασφαλίζοντας τη συμπαράσταση ή τουλάχιστον την ανοχή της κυβέρνησης.
Αυτή τη φορά, βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο να έρχονται σε σύγκρουση δύο μεγαλοεπιχειρηματίες με όρους που δεν θυμίζουν ευρωπαϊκή χώρα, ενώ η κυβέρνηση εμφανίζεται αδύναμη να διαχειριστεί τη σύγκρουση επιβάλλοντας τη νομιμότητα.
Ο ένας ολιγάρχης κατηγορείται ότι παρακάμπτοντας τους κανόνες του παιχνιδιού αποκτά τον έλεγχο δεύτερης ομάδας, με τρόπο που μπορεί εύκολα να αποκαλυφθεί. Ο δεύτερος, υπόδικος για άλλα ζητήματα, φροντίζει να χρησιμοποιηθεί η επιρροή του στην κυβέρνηση, για να οριστούν στην αρμόδια επιτροπή τα πρόσωπα που θα επιβάλουν την ανώτερη ποινή στον παραβάτη και θα του εξασφαλίσουν την επικράτηση.
Αλλά ο πρώτος δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Απειλεί να ξεσηκώσει τη Βόρεια Ελλάδα για την αδικία. Και ο δεύτερος δεν μένει άπραγος: ετοιμάζει την αντεπίθεση της Νότιας Ελλάδας.
Απέναντι σε αυτή την ανοιχτή κρίση που η ίδια επέτρεψε να ξεσπάσει, η κυβέρνηση μοιάζει ανήμπορη. Η νομοθετική πρωτοβουλία που εξήγγειλε κινδυνεύει να μην ικανοποιήσει καμιά πλευρά, ενώ παραμένει έκθετη και στην κατηγορία ότι παραβιάζει το αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου.
Αυτό που παλιότερα ονομαζόταν «διαπλοκή» υπέκρυπτε ιδιαίτερες σχέσεις της πολιτικής με την οικονομική εξουσία. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι κάτι πολύ χειρότερο. Η οικονομική εξουσία έχει αυτονομηθεί και διεκδικεί να επιβάλει τον δικό της νόμο στην πολιτική εξουσία. Αυτός που κινδυνεύει δεν είναι ο ΠΑΟΚ ή ο Ολυμπιακός. Είναι η δημοκρατία.
EΦΣΥΝ / Αποψη
- ολο το ρεπορτάζ για το θέμα, στην Εφημερίδα των Συντακτών (29/01.2020) που κυκλοφορεί στα περίπτερα