της Ελενας Ακρίτα
Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες μάς ενώνει μια κοινή πεποίθηση πως μια πρωτοχρονιά μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Μια τεράστια απόσταση χωρίζει το δώδεκα παρά ένα λεπτό με το δώδεκα και ένα λεπτό της παραμονής. Η ζωή μας θα γίνει καλύτερη με ένα τακ του ρολογιού. Ο νέος χρόνος θα μάς φέρει ό,τι μάς στέρησαν οι υπόλοιποι. Όλα θα αλλάξουν μαγικά σε μια στιγμή, με το ραβδάκι της νεραΐδας και την ομπρέλα της Μέρι Πόππινς. Όλα από.. μόνα τους, γιατί εμείς πια δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε. Είμαστε πολύ κουρασμένοι για να τ’ αλλάξουμε. Διαλυθήκαμε τι δεν καταλαβαίνεις; Κλείσε την πόρτα κι άσε με να κοιμηθώ μια στάλα. Δεν βγαίνει αλλιώς.
Προσωπικά, η δεκαετία που πέρασε μού έκανε το πιο ακριβό δώρο: μ’ έμαθε να λέω ‘όχι’. Χρόνια και χρόνια μού πήρε για να αρθρώσω αυτή τη δισύλλαβη λέξη. Ό-χι. Ευχαριστώ αλλά ό-χι. Όχι άλλοι τοξικοί άνθρωποι γύρω μου. Όχι γιατί είναι λέει συγγενείς και το αίμα νερό (δεν;) γίνεται, γείτονες που δεν γουστάρουμε, συνάδελφοι από την κόλαση, φίλοι που δεν έχουμε πια τίποτα να πούμε. ‘Όχι σε όσους έχουν μια σκατούλα στη θέση της καρδιάς που δεν χωράει τίποτα εκτός από την πάρτη τους. Μπροστά του να πεθαίνεις, χέρι δεν θα απλώσει. Χέστηκε.
Δεν μεγαλώσαμε με το ‘όχι’ στην κωλότσεπη. Δεν περιλαμβανόταν στη λίστα με τα ‘must’ που μάς γαλούχησε. ‘Δεν μπορείς να πεις όχι, τι θα πει ο κόσμος;’ ‘Δεν μπορείς ν’ αρνηθείς διότι ζεις μέσα απ’ τους άλλους’. Μέσα από τους άλλους. Τους ξένους. Αυτούς που δεκαράκι τσακιστό δε δίνουνε για σένα. Μόνο να σε θάβουν πισώπλατα ξέρουν - κι εσύ τούς χρωστάς τί ακριβώς; Ζεις τη ζωή που αυτοί εγκρίνουν – για ποιο λόγο ακριβώς; Αυτοί θα σου διαλέξουν τους φίλους, τους έρωτες, τα ρούχα που φοράς, τον τρόπο που φέρεσαι, τον τρόπο που αγαπάς, τον τρόπο που απορρίπτεις, τον τρόπο πού ζεις και τον τρόπο που πεθαίνεις;
Όχι. «Δεν ξέρω τι να σάς πω πάντως ‘όχι’» έγραφε ο υπέροχος Φρέντυ (Γερμανός). Αυτό μ’ έμαθε η δεκαετία που πέρασε. Και μού το έμαθε δύσκολα, αργά, ένα βήμα μπρος δυο πίσω. Είχα βλέπεις κάβα τις ενοχές, τις αναστολές, τα ψέματα τα ‘κατά συνθήκην’.
‘Δυστυχώς αρρώστησα και δεν θα έρθω’.
‘Τι κρίμα, θα λείπω΄.
‘Να βρεθούμε για καφέ’.
‘Χαθήκαμε’. Λες και δεν ‘χανόμαστε’ για κάποιο λόγο: με όσους γουστάρουμε, γιατί δεν χανόμαστε δηλαδή;
Όχι. Ναι λέμε όχι.
Όχι στους ‘άμα τους θέλετε να τους πάρετε σπίτι σας’. ‘Οχι στους ‘την σκότωσε γιατί την αγαπούσε’. Όχι στους ‘δεν μ’ ενοχλούν οι γκει αρκεί να μην προκαλούν’. Όχι στους ‘κοίτα τη δουλειά σου μη μπλέξεις’. Όχι στους ‘δικό μου είναι το παιδί/γατί/σκυλί ό,τι θέλω το κάνω’, όχι στους ‘την βίασε γιατί ντυνόταν προκλητικά’.
Και γενικώς για να μην το κουράζουμε. Λέμε όχι στους θύτες και στους βασανιστές, όχι στους φασίστες και τους ρατσιστές, όχι τους ομοφοβικούς και στους σκατόψυχους, όχι στους καριόληδες πάσης φύσεως. Όχι σε όλους όσοι εκδικητικά δηλητηριάζουν τις ζωές των άλλων, μόνο και μόνο γιατί δεν έχουν δική τους ζωή.
Αυτή είναι η δική μου ευχή για την καινούργια δεκαετία: να μάθουμε να λέμε ‘όχι’ εκεί όπου το αξιακό μας σύστημα το επιτάσσει. Εκεί όπου η καρδιά μάς οδηγεί. Και να γίνει αυτό το ‘όχι’ μας ένα μεγάλο κατακόκκινο μπαλόνι που θα πετάξει ψηλά. Χωρίς ποτέ να χαθεί από τα μάτια μας.
Γιατί μπορούμε. Γιατί γινόμαστε όλο και πιο πολλοί. Και πάνω απ’ όλα γιατί έχουμε ο ένας τον άλλον.
- το κείμενο της Ελενας Ακρίτα είναι από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (04.01.209)
Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες μάς ενώνει μια κοινή πεποίθηση πως μια πρωτοχρονιά μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Μια τεράστια απόσταση χωρίζει το δώδεκα παρά ένα λεπτό με το δώδεκα και ένα λεπτό της παραμονής. Η ζωή μας θα γίνει καλύτερη με ένα τακ του ρολογιού. Ο νέος χρόνος θα μάς φέρει ό,τι μάς στέρησαν οι υπόλοιποι. Όλα θα αλλάξουν μαγικά σε μια στιγμή, με το ραβδάκι της νεραΐδας και την ομπρέλα της Μέρι Πόππινς. Όλα από.. μόνα τους, γιατί εμείς πια δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε. Είμαστε πολύ κουρασμένοι για να τ’ αλλάξουμε. Διαλυθήκαμε τι δεν καταλαβαίνεις; Κλείσε την πόρτα κι άσε με να κοιμηθώ μια στάλα. Δεν βγαίνει αλλιώς.
Προσωπικά, η δεκαετία που πέρασε μού έκανε το πιο ακριβό δώρο: μ’ έμαθε να λέω ‘όχι’. Χρόνια και χρόνια μού πήρε για να αρθρώσω αυτή τη δισύλλαβη λέξη. Ό-χι. Ευχαριστώ αλλά ό-χι. Όχι άλλοι τοξικοί άνθρωποι γύρω μου. Όχι γιατί είναι λέει συγγενείς και το αίμα νερό (δεν;) γίνεται, γείτονες που δεν γουστάρουμε, συνάδελφοι από την κόλαση, φίλοι που δεν έχουμε πια τίποτα να πούμε. ‘Όχι σε όσους έχουν μια σκατούλα στη θέση της καρδιάς που δεν χωράει τίποτα εκτός από την πάρτη τους. Μπροστά του να πεθαίνεις, χέρι δεν θα απλώσει. Χέστηκε.
Δεν μεγαλώσαμε με το ‘όχι’ στην κωλότσεπη. Δεν περιλαμβανόταν στη λίστα με τα ‘must’ που μάς γαλούχησε. ‘Δεν μπορείς να πεις όχι, τι θα πει ο κόσμος;’ ‘Δεν μπορείς ν’ αρνηθείς διότι ζεις μέσα απ’ τους άλλους’. Μέσα από τους άλλους. Τους ξένους. Αυτούς που δεκαράκι τσακιστό δε δίνουνε για σένα. Μόνο να σε θάβουν πισώπλατα ξέρουν - κι εσύ τούς χρωστάς τί ακριβώς; Ζεις τη ζωή που αυτοί εγκρίνουν – για ποιο λόγο ακριβώς; Αυτοί θα σου διαλέξουν τους φίλους, τους έρωτες, τα ρούχα που φοράς, τον τρόπο που φέρεσαι, τον τρόπο που αγαπάς, τον τρόπο που απορρίπτεις, τον τρόπο πού ζεις και τον τρόπο που πεθαίνεις;
Όχι. «Δεν ξέρω τι να σάς πω πάντως ‘όχι’» έγραφε ο υπέροχος Φρέντυ (Γερμανός). Αυτό μ’ έμαθε η δεκαετία που πέρασε. Και μού το έμαθε δύσκολα, αργά, ένα βήμα μπρος δυο πίσω. Είχα βλέπεις κάβα τις ενοχές, τις αναστολές, τα ψέματα τα ‘κατά συνθήκην’.
‘Δυστυχώς αρρώστησα και δεν θα έρθω’.
‘Τι κρίμα, θα λείπω΄.
‘Να βρεθούμε για καφέ’.
‘Χαθήκαμε’. Λες και δεν ‘χανόμαστε’ για κάποιο λόγο: με όσους γουστάρουμε, γιατί δεν χανόμαστε δηλαδή;
Όχι. Ναι λέμε όχι.
Όχι στους ‘άμα τους θέλετε να τους πάρετε σπίτι σας’. ‘Οχι στους ‘την σκότωσε γιατί την αγαπούσε’. Όχι στους ‘δεν μ’ ενοχλούν οι γκει αρκεί να μην προκαλούν’. Όχι στους ‘κοίτα τη δουλειά σου μη μπλέξεις’. Όχι στους ‘δικό μου είναι το παιδί/γατί/σκυλί ό,τι θέλω το κάνω’, όχι στους ‘την βίασε γιατί ντυνόταν προκλητικά’.
Και γενικώς για να μην το κουράζουμε. Λέμε όχι στους θύτες και στους βασανιστές, όχι στους φασίστες και τους ρατσιστές, όχι τους ομοφοβικούς και στους σκατόψυχους, όχι στους καριόληδες πάσης φύσεως. Όχι σε όλους όσοι εκδικητικά δηλητηριάζουν τις ζωές των άλλων, μόνο και μόνο γιατί δεν έχουν δική τους ζωή.
Αυτή είναι η δική μου ευχή για την καινούργια δεκαετία: να μάθουμε να λέμε ‘όχι’ εκεί όπου το αξιακό μας σύστημα το επιτάσσει. Εκεί όπου η καρδιά μάς οδηγεί. Και να γίνει αυτό το ‘όχι’ μας ένα μεγάλο κατακόκκινο μπαλόνι που θα πετάξει ψηλά. Χωρίς ποτέ να χαθεί από τα μάτια μας.
Γιατί μπορούμε. Γιατί γινόμαστε όλο και πιο πολλοί. Και πάνω απ’ όλα γιατί έχουμε ο ένας τον άλλον.
- το κείμενο της Ελενας Ακρίτα είναι από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (04.01.209)