Τον Τάκη Χατζή τον γνώρισα όταν ήταν διευθυντής ενημέρωσης στην ΕΡΤ. Δουλειά μου ήτανε να τον μάθω, έγραφα τότε στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» για θέματα media κι έπρεπε να έχω επαφές μ’ όλη την πιάτσα. Γνωριστήκαμε λοιπόν, τα είπαμε, τα μιλήσαμε, ανταλλάξαμε απόψεις και πληροφορίες, εκτίμησα τη δουλειά του, εκτίμησε τη δουλειά μου, ως εκεί..
Ύστερα ήρθαν άλλες εποχές, ο Τάκης πήγε στην τηλεόραση κι εγώ πήγα στον κουβά. Η κάποτε κραταιά «Ελευθεροτυπία» έκλεισε όχι μία αλλά δύο φορές κι έτσι το Δεκέμβριο του 2014 βρέθηκα ντιπ χωρίς δουλειά που λέμε και στο χωριό μου το Τρίκαλο. Κι όπως ψαχνόμουνα να δω τι θα κάνω, σκέφτομαι «δεν παίρνω και τον Χατζή ένα τηλέφωνο». Γνώριζα ότι είχε ανοίξει το Newpost, ότι το διατηρούσε σε καλό επίπεδο, ότι πλήρωνε στην ώρα του, που πας Καραμήτρο, εκεί θα πας!
Τέλος πάντων τον πήρα τηλέφωνο με όλο το θάρρος που του είχα, του είπα αυτά κι αυτά, μου είπε «πέρνα όποτε θες και γράφε ό,τι θες». Μάζεψα κι εγώ τα ποδαράκια μου, πήγα στον Παναγιωτόπουλο που ήταν και τότε και τώρα διευθυντής, συνεννοηθήκαμε, άρχισα να γράφω θέματα media πάλι και τίποτα λαϊφσταϊλιές να το αλαφρύνουμε κάπως το κλίμα γιατί ήτανε το Newpost αυστηρά πολιτικό και ήθελε και λίγο παπαζωτό. Και κατόπιν, αποκάλυψη!
Ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη για όσα ακολούθησαν, μιας και τον Γενάρη του 2015 σκάσανε μύτη κατά δεκάδες (μην πω εκατοντάδες) οι ξένοι ανταποκριτές για τις εκλογές και ψάχνανε για βοηθητικό προσωπικό και τρέξαμε όλοι και όλες και γαζώναμε την Αθήνα και τα κόμματα και ξύπνησε ξανά μέσα μου το μικρόβιο της πολιτικής που είχα φροντίσει να το κοιμίσω για καμιά τριανταριά χρόνια. Από τότε που αγανάκτησα με τη μεταμόρφωση του ΚΚΕ Εσωτερικού σε ΕΑΡ και είπα «συρέτε γαμηθείτε, εγώ δεν ξανασχολούμαι»…
Δεν ξανασχολήθηκα, όντως, ώσπου με την τρεχάλα και το τρίψιμο της προεκλογικής περιόδου, αναστήθηκαν τα φαντάσματα μέσα μου. Και μου πιάσανε την κουβέντα και μου είπανε «ήρθε η ώρα». Και η ώρα είχε έρθει κι εγώ ήμουν έτοιμος. Οπότε τα ξανάπαμε με τον Χατζή, του είπανε «θέλω να γράφω και κάνα πολιτικό θέμα», μου είπε «γράψε ρε βλάκα και μη με ζαλίζεις» και το δέσαμε. Κι από τότε σας ταλαιπωρώ καθημερινά με τις ιστορίες μου από το μετερίζι (ωραία λέξη, δημοσιογραφική!) του Newpost.
Και θα μπορούσα να το κλείσω εδώ το θέμα, αλλά θέλω να προσθέσω και κάτι ακόμη. Δεν είναι τα μισθά που με κρατάνε στο Newpost τόσα χρόνια, δεν είναι το καλό κλίμα και οι ακόμη πιο καλοί συνάδελφοι, δεν είναι καν που έχω τσουρνέψει πονηρά μια θέση πάρκινγκ και βρίσκω αμέσως ν’ αφήσω το αμάξι. Είναι που με αφήνουν να γράφω ό,τι θέλω όπως το θέλω!
Όπως «Ελευθεροτυπία» ένα πράγμα, όπως στο τρελάδικο του Τεγόπουλου, όπως στο πιο γαμάτο μαγαζί που οικοδομήθηκε ποτέ στα χρονικά του ελληνικού Τύπου. Ε λοιπόν, και στο Χατζέικο τα ίδια ρε φίλε:
«Βάλε την υπογραφή σου, για να αναλάβεις τις συνέπειες των γραπτών σου και προχώρα».
Συγγνώμη, αλλά καλύτερο δεν έχω και αν δεν ήμουν κωλοπαιδαράς δημοσιογράφος θα μπορούσα να γράψω ότι συγκινούμαι κιόλας. Αλλά είναι χοντρή η πέτσα και γι’ αυτό θα κλείσω απλώς ματάκι και θα πω «και του χρόνου, πάντα τέτοια». Με την αγάπη μου!