Το Σάββατο το βράδυ όταν χτύπησαν τα alert των site, είπα στη Χριστίνα ότι «πέθανε ο Θάνος» και αυτή άρχισε να κλαίει.
Ξέρω πολλούς ακόμα ανθρώπους που έκλαψαν όταν έμαθαν τα στενάχωρα νέα και ακόμα περισσότερους που άκουσαν ξανά τα τραγούδια του. Το Σάββατο το βράδυ ήταν πολλά τα σπίτια από τα οποία ακουγόταν η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Για όλους αυτούς (και ήταν χιλιάδες), δεν είχε χαθεί γενικά ένας «μεγάλος συνθέτης», αλλά ένας..
δικός τους άνθρωπος. Γιατί ο Θάνος δεν έγραψε μόνο πολλά (πάρα πολλά) πολύ (πάρα πολύ) ωραία τραγούδια, αλλά τραγούδια που έγιναν μέρος της ζωής μας, με τον τρόπο που τα όνειρα συνοδεύουν την καθημερινή ζωή, ενώ ταυτοχρόνως βρίσκονται σε σύγκρουση μαζί της.
Λογιοσύνη κι επιτυχία
Η δημοσιογράφος Ναταλί Χατζηαντωνίου έγραψε στο Facebook ότι «το πιο συγκλονιστικό αντίο είναι όλα αυτά τα σπίτια που πέρασαν τη χθεσινή βραδιά και θα την περάσουν κι απόψε ακούοντας τα τραγούδια του». Κι έχει δίκιο. Έτσι κι αλλιώς είναι πολύ δύσκολο (και γι’ αυτό σπάνιο) ένας καλλιτέχνης να κάνει επιτυχία και να μείνει στην πρώτη γραμμή για δεκαετίες. Είναι ακόμα πιο δύσκολο (και γι’ αυτό πιο σπάνιο) να ταυτίζονται με το έργο του όχι μία, αλλά (τουλάχιστον) τρεις γενιές ανθρώπων.
Αλλά είναι πραγματικά πολύ λίγες οι περιπτώσεις καλλιτεχνών οι οποίοι παρ’ όλο που το έργο τους ήταν περίπλοκο και ορισμένες φορές «δύσκολο», εντούτοις, κατάφεραν να κάνουν τεράστια επιτυχία. Αυτή είναι περίπτωση του Θάνου Μικρούτσικου. Προφανώς είχε γράψει τραγούδια που ήταν ευθύς εξαρχής φτιαγμένα για να παιχτούν πολύ στο ραδιόφωνο και να κάνουν το μεγάλο σουξέ. Αλλά ο κύριος όγκος του έργου του για τον οποίο θα τον θυμόμαστε, φέρει το αποτύπωμα της λογιοσύνης, της σοβαρής μουσικής παιδείας, της βαθιάς καλλιέργειας. Στα βιογραφικά του συνήθως γίνεται αναφορά στην Καντάτα για τη Μακρόνησο με τις προφανείς επιρροές από την ατονικότητα και το μουσικό μοντερνισμό του 20ου αιώνα. Ξεχνάμε όμως ότι, όταν κυκλοφόρησε, ο Σταυρός του Νότου αποτέλεσε τομή για τα καλλιτεχνικά πράγματα. Ο Καββαδίας θεωρούταν «ποιητής των ναυτικών», ενώ οι κριτικοί αρχικά έθαψαν το έργο. Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής μουσικής και ο Καββαδίας από τα 10.000 αντίτυπα που είχε πουλήσει έως τότε, πήγε στα 400.000. Όπως αναφέρει η Αφροδίτη Τζιαντζή στην Εφημερίδα των Συντακτών: «Ο Μικρούτσικος δεν ακολούθησε το κυρίαρχο γούστο των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης: σφυρηλάτησε τις μουσικές (και ποιητικές) προτιμήσεις αν όχι όλης της νεολαίας, τουλάχιστον του πιο ανήσυχου κομματιού της». Η παρατήρηση της Τζιατζή μας θυμίζει την κλασική ατάκα του Μαρσέλ Προυστ ότι το «αριστούργημα δημιουργεί την ευαισθησία που είναι αναγκαία για να γίνει κατανοητό».
Γιάννης Αλμπάνης / cnn.gr
Ξέρω πολλούς ακόμα ανθρώπους που έκλαψαν όταν έμαθαν τα στενάχωρα νέα και ακόμα περισσότερους που άκουσαν ξανά τα τραγούδια του. Το Σάββατο το βράδυ ήταν πολλά τα σπίτια από τα οποία ακουγόταν η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Για όλους αυτούς (και ήταν χιλιάδες), δεν είχε χαθεί γενικά ένας «μεγάλος συνθέτης», αλλά ένας..
δικός τους άνθρωπος. Γιατί ο Θάνος δεν έγραψε μόνο πολλά (πάρα πολλά) πολύ (πάρα πολύ) ωραία τραγούδια, αλλά τραγούδια που έγιναν μέρος της ζωής μας, με τον τρόπο που τα όνειρα συνοδεύουν την καθημερινή ζωή, ενώ ταυτοχρόνως βρίσκονται σε σύγκρουση μαζί της.
Λογιοσύνη κι επιτυχία
Η δημοσιογράφος Ναταλί Χατζηαντωνίου έγραψε στο Facebook ότι «το πιο συγκλονιστικό αντίο είναι όλα αυτά τα σπίτια που πέρασαν τη χθεσινή βραδιά και θα την περάσουν κι απόψε ακούοντας τα τραγούδια του». Κι έχει δίκιο. Έτσι κι αλλιώς είναι πολύ δύσκολο (και γι’ αυτό σπάνιο) ένας καλλιτέχνης να κάνει επιτυχία και να μείνει στην πρώτη γραμμή για δεκαετίες. Είναι ακόμα πιο δύσκολο (και γι’ αυτό πιο σπάνιο) να ταυτίζονται με το έργο του όχι μία, αλλά (τουλάχιστον) τρεις γενιές ανθρώπων.
Αλλά είναι πραγματικά πολύ λίγες οι περιπτώσεις καλλιτεχνών οι οποίοι παρ’ όλο που το έργο τους ήταν περίπλοκο και ορισμένες φορές «δύσκολο», εντούτοις, κατάφεραν να κάνουν τεράστια επιτυχία. Αυτή είναι περίπτωση του Θάνου Μικρούτσικου. Προφανώς είχε γράψει τραγούδια που ήταν ευθύς εξαρχής φτιαγμένα για να παιχτούν πολύ στο ραδιόφωνο και να κάνουν το μεγάλο σουξέ. Αλλά ο κύριος όγκος του έργου του για τον οποίο θα τον θυμόμαστε, φέρει το αποτύπωμα της λογιοσύνης, της σοβαρής μουσικής παιδείας, της βαθιάς καλλιέργειας. Στα βιογραφικά του συνήθως γίνεται αναφορά στην Καντάτα για τη Μακρόνησο με τις προφανείς επιρροές από την ατονικότητα και το μουσικό μοντερνισμό του 20ου αιώνα. Ξεχνάμε όμως ότι, όταν κυκλοφόρησε, ο Σταυρός του Νότου αποτέλεσε τομή για τα καλλιτεχνικά πράγματα. Ο Καββαδίας θεωρούταν «ποιητής των ναυτικών», ενώ οι κριτικοί αρχικά έθαψαν το έργο. Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής μουσικής και ο Καββαδίας από τα 10.000 αντίτυπα που είχε πουλήσει έως τότε, πήγε στα 400.000. Όπως αναφέρει η Αφροδίτη Τζιαντζή στην Εφημερίδα των Συντακτών: «Ο Μικρούτσικος δεν ακολούθησε το κυρίαρχο γούστο των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης: σφυρηλάτησε τις μουσικές (και ποιητικές) προτιμήσεις αν όχι όλης της νεολαίας, τουλάχιστον του πιο ανήσυχου κομματιού της». Η παρατήρηση της Τζιατζή μας θυμίζει την κλασική ατάκα του Μαρσέλ Προυστ ότι το «αριστούργημα δημιουργεί την ευαισθησία που είναι αναγκαία για να γίνει κατανοητό».
Γιάννης Αλμπάνης / cnn.gr