Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τους καπνιστές και τη φούμα
Δεν καπνίζω.
Μια φορά το επιχείρησα, πριν από σχεδόν σαράντα χρόνια, το καλοκαίρι του ’83. Πήγα στην Ίο τότε με καλό παρεάκι, φουμάρανε όλοι, λέω να το δοκιμάσω κι εγώ. Μου είχαν περισσέψει μάλιστα και κάτι φράγκα από το χαρτζιλίκι το φοιτητικό και ξηλώθηκα, πήρα Camel άφιλτρα που κοστίζανε μια..
περιουσία. Και πούλαγα και μούρη στις τουρίστριες που με βλέπανε να ανάβω κι ερχότανε στρέιτ θρου για τράκα!
Αλλά δεν μ’ άρεσε. Πίκρα στο λαιμό, ξέρα στα χείλια, μπίχλα στα πνευμόνια, άσε που μου ανεβοκατέβαζε το διάφραγμα στο λαρύγγι και ήταν σαν μου ‘βγαινε το μέσα έξω κάθε τριάντα δευτερόλεπτα. Εντάξει, εντυπωσιακό το καμελάκι και η χειρονομία να το κρατάς στο χέρι και η ρουφηξιά μαγκιλίκι ατελείωτο και να φυσάς τον καπνό ασίκικα σαν μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, μυθολογία πρώτης τάξεως.
Προσωπικώς, όπως διευκρίνισα και πιο πάνω, το κάπνισμα δεν το πάω. Ούτε την καπνίλα την αντέχω. Αλλά έχω την εντύπωση ότι της αστυνόμευσης προηγείται η κατανόηση και του προστίμου προηγείται η επιείκεια. Με δυο λόγια, πολύ προτιμότερο θα ήταν να προχωρούσε σταδιακά η εφαρμογή του μέτρου, με πρόβλεψη για καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος που θα απευθύνονταν αποκλειστικά και μόνο στους καπνιστές. Έστω χώρους σχετικώς απομονωμένους, που θα εξυπηρετούσαν τη φούμα δίχως να ενοχλούνται σφόδρα οι άκαπνοι. Και δίχως παρεμβάσεις των αστυνομικών δυνάμεων ή τηλεφωνήματα σε νουμεράκια για καρφώματα. Συγχωρέστε με, αλλά τις στολές θέλω να τις βλέπω εκεί που συντελούνται τα πραγματικά εγκλήματα κι όχι πάνω απ’ τη μπριζόλα ή τη βότκα. Όσο για το ρουφιανιλίκι δεν με συγκινεί διόλου. Και δεν το μπέρδεψα ποτέ με την καταγγελία, που είναι άλλο πράμα και άλλο δράμα. Τελεία.
Αλλά έχουμε να κάνουμε με εκδίκηση, αν δεν κάνω λάθος. Όπως οι καπνιστές επί σειρά δεκαετιών κάνανε ό,τι γουστάρανε και δεν δίνανε λογαριασμό σε κανέναν, έτσι και οι αντικαπνιστές ψάχνονται τώρα να πάρουν το αίμα τους πίσω. Οχυρωμένοι πίσω από έρευνες και μελέτες ιατρικές, αποφάσισαν να επιβάλλουν μια δικτατορία του υγιεινού τρόπου ζωής, που τα θέλει όλα εκατό μηδέν. Ακόμη και στις στάσεις των λεωφορείων απαιτούν να απαγορευτεί το κάπνισμα, όπως διάβασα σε άρθρο της «ΕφΣυν» το περασμένο Σάββατο. Κι αύριο, γιατί όχι, να απαγορευθεί και στα πεζοδρόμια και μεθαύριο και στα χωράφια και αντιμεθαύριο και στα σπίτια μέσα. Κι αφού τελειώσουμε με τον καπνό, να πάρουν σειρά όλες οι πρόστυχες απολαύσεις. Πόσες σοκολάτες είπαμε ότι φάγατε σήμερα κύριε Ξανθάκη;
Χρήστος Ξανθάκης / newpost
Δεν καπνίζω.
Μια φορά το επιχείρησα, πριν από σχεδόν σαράντα χρόνια, το καλοκαίρι του ’83. Πήγα στην Ίο τότε με καλό παρεάκι, φουμάρανε όλοι, λέω να το δοκιμάσω κι εγώ. Μου είχαν περισσέψει μάλιστα και κάτι φράγκα από το χαρτζιλίκι το φοιτητικό και ξηλώθηκα, πήρα Camel άφιλτρα που κοστίζανε μια..
περιουσία. Και πούλαγα και μούρη στις τουρίστριες που με βλέπανε να ανάβω κι ερχότανε στρέιτ θρου για τράκα!
Αλλά δεν μ’ άρεσε. Πίκρα στο λαιμό, ξέρα στα χείλια, μπίχλα στα πνευμόνια, άσε που μου ανεβοκατέβαζε το διάφραγμα στο λαρύγγι και ήταν σαν μου ‘βγαινε το μέσα έξω κάθε τριάντα δευτερόλεπτα. Εντάξει, εντυπωσιακό το καμελάκι και η χειρονομία να το κρατάς στο χέρι και η ρουφηξιά μαγκιλίκι ατελείωτο και να φυσάς τον καπνό ασίκικα σαν μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, μυθολογία πρώτης τάξεως.
Το πήρα απόφαση λοιπόν ότι δεν ήταν για μένα
το συγκεκριμένο δηλητήριο και ψάχτηκα να βρω κάτι άλλο να καταλαγιάζω τα
πάθη μου εκείνες τις μαύρες ώρες που η κοινή λογική πάει έναν μακρινό ή
κοντινό περίπατο. Διάλεξα τις ζάχαρες, τις σοκολάτες, τα γλυκά πάσης
φύσεως και τις πάστες κάθε είδους, αλλά αυτό είναι άλλο στόρι και δεν θα
το συζητήσουμε σήμερα εδώ. Άλλωστε οι εξετάσεις μου δείχνουν ότι ακόμη
καλά κρατάω!
Εκείνο που θα συζητήσουμε είναι ο αντικαπνιστικός ο νόμος, που
ενέσκηψε στις κεφάλες μας με αστυνόμευση, με πρόστιμα, με ρουφιανικό
τετραψήφιο νούμερο, με όλα κομπλέ. Και εδώ και μερικές ημέρες αποτελεί
κομβικό θέμα στις συζητήσεις ανά την επικράτεια, μιας και τόσο οι
καπνιστές όσο και οι αντικαπνιστές έχουν λάβει θέσεις μάχης κι έχουν
σκάψει χαρακώματα…Προσωπικώς, όπως διευκρίνισα και πιο πάνω, το κάπνισμα δεν το πάω. Ούτε την καπνίλα την αντέχω. Αλλά έχω την εντύπωση ότι της αστυνόμευσης προηγείται η κατανόηση και του προστίμου προηγείται η επιείκεια. Με δυο λόγια, πολύ προτιμότερο θα ήταν να προχωρούσε σταδιακά η εφαρμογή του μέτρου, με πρόβλεψη για καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος που θα απευθύνονταν αποκλειστικά και μόνο στους καπνιστές. Έστω χώρους σχετικώς απομονωμένους, που θα εξυπηρετούσαν τη φούμα δίχως να ενοχλούνται σφόδρα οι άκαπνοι. Και δίχως παρεμβάσεις των αστυνομικών δυνάμεων ή τηλεφωνήματα σε νουμεράκια για καρφώματα. Συγχωρέστε με, αλλά τις στολές θέλω να τις βλέπω εκεί που συντελούνται τα πραγματικά εγκλήματα κι όχι πάνω απ’ τη μπριζόλα ή τη βότκα. Όσο για το ρουφιανιλίκι δεν με συγκινεί διόλου. Και δεν το μπέρδεψα ποτέ με την καταγγελία, που είναι άλλο πράμα και άλλο δράμα. Τελεία.
Αλλά έχουμε να κάνουμε με εκδίκηση, αν δεν κάνω λάθος. Όπως οι καπνιστές επί σειρά δεκαετιών κάνανε ό,τι γουστάρανε και δεν δίνανε λογαριασμό σε κανέναν, έτσι και οι αντικαπνιστές ψάχνονται τώρα να πάρουν το αίμα τους πίσω. Οχυρωμένοι πίσω από έρευνες και μελέτες ιατρικές, αποφάσισαν να επιβάλλουν μια δικτατορία του υγιεινού τρόπου ζωής, που τα θέλει όλα εκατό μηδέν. Ακόμη και στις στάσεις των λεωφορείων απαιτούν να απαγορευτεί το κάπνισμα, όπως διάβασα σε άρθρο της «ΕφΣυν» το περασμένο Σάββατο. Κι αύριο, γιατί όχι, να απαγορευθεί και στα πεζοδρόμια και μεθαύριο και στα χωράφια και αντιμεθαύριο και στα σπίτια μέσα. Κι αφού τελειώσουμε με τον καπνό, να πάρουν σειρά όλες οι πρόστυχες απολαύσεις. Πόσες σοκολάτες είπαμε ότι φάγατε σήμερα κύριε Ξανθάκη;
Χρήστος Ξανθάκης / newpost