Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Αξιοποιώντας την ελληνική κληρονομιά

του Νίκου Μαραντζίδη*

Την ημέρα άφιξής μου στο Πανεπιστήμιο της Κεράλα, ο πρόεδρος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης διοργάνωσε συνάντηση γνωριμίας μου με τους καθηγητές του τμήματος. Ενας εξ αυτών, αναφερόμενος στο αντικείμενό του την πολιτική θεωρία, είπε απευθυνόμενος σε εμένα: «Από εσάς ξεκίνησαν αυτά»,..
επεξηγώντας στη συνέχεια αυτό που έγινε αμέσως αντιληπτό στους παρισταμένους, δηλαδή πως η κλασική Ελλάδα είναι η μήτρα της σύγχρονης πολιτικής σκέψης.
Αργότερα, στο μάθημα, αφού συστήθηκα και παρουσίασα το πανεπιστήμιο προέλευσής μου, μερικοί φοιτητές με ρώτησαν: «Είστε από εκεί που γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος;». Ως γνωστόν, ο Αλέξανδρος εκστράτευσε το 327-326 π.Χ. στην Ινδία. Το κατόρθωμά του να φτάσει εκεί υπήρξε αδιάκοπο αντικείμενο ενδιαφέροντος για γενιές Ευρωπαίων ιστορικών. Ακριβώς αυτή η κληρονομιά αποτυπώθηκε στην ερώτηση των Ινδών φοιτητών μου.
Η αρχική μου αντίδραση ήταν να χαμογελάσω. Ποιος ακούει τους «μακεδονομάχους» αν το μάθουν, σκέφτηκα. Μετά, αφού αποφάσισα να απαλλαγώ από τον ελληνοκεντρικό επαρχιωτισμό μου που με ώθησε να σκεφτώ με όρους εγχώριων αντιδικιών, απάντησα καταφατικά, αναγνωρίζοντας στην ερώτηση των φοιτητών κάτι περισσότερο από περιέργεια.
Ολοι όσοι έχουν επαφές στο εξωτερικό μπορούν να αφηγηθούν ανάλογες ιστορίες. Η πιο εντυπωσιακή δική μου ήταν, πριν από χρόνια, όταν γνώρισα έναν νεαρό δημοσιογράφο από την Αϊτή ο οποίος λεγόταν Δημοσθένης. Αυτός μου αποκάλυψε πως ο φιλόλογος πατέρας του λάτρευε τόσο πολύ την κλασική Αθήνα που έδωσε στα παιδιά του ελληνικά ονόματα.
Η σύγχρονη Ελλάδα απολαμβάνει το προνόμιο να φέρει ένα brand name που μεγεθύνει τη σημασία της στο κόσμο. Η κληρονομιά της κλασικής Ελλάδας ασκεί γοητεία ειδικά στους πιο μορφωμένους πληθυσμούς του πλανήτη, πράγμα που δίνει ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο γεγονός.
Ενας επιπλέον παράγοντας ενισχύει την εικόνα μας: ο μεγάλος αριθμός Ελλήνων επιστημόνων παγκοσμίως. Αν συγκρίνουμε την Ελλάδα με παρεμφερείς σε πληθυσμό και βιοτικό επίπεδο χώρες (Τσεχία, Πορτογαλία), θα διαπιστώσουμε πως η διεθνής παρουσία των Ελλήνων επιστημόνων σε πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα είναι εντυπωσιακά μεγαλύτερη.
Αυτό το διπλό και απολύτως σχετιζόμενο πλεονέκτημα της πνευματικής κληρονομιάς και του παγκόσμιου επιστημονικού κεφαλαίου οφείλουμε να το αξιοποιήσουμε. Θεωρούμενοι οι «φυσικοί κληρονόμοι» ενός πολιτισμού, θεμέλιο του ευρωπαϊκού και δυτικού πνεύματος, χρειάζεται, αν θέλουμε να επωφεληθούμε ως χώρα, να επενδύσουμε στην εκπαίδευση με κοσμοπολίτικη εξωστρέφεια, χωρίς συμπλέγματα και επαρχιώτικη νοοτροπία.
Τα πανεπιστήμιά μας έχουν τη δυνατότητα αυτή. Φερ’ ειπείν, η πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου Αθηνών να ιδρύσει αγγλόγλωσσο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στο αντικείμενο της Ιστορίας-Αρχαιολογίας ή η συνεργασία του Μετσόβιου Πολυτεχνείου με το Πανεπιστήμιο Columbia συνιστούν τέτοια βήματα.
Θέλουμε, όμως, τολμηρότερα βήματα. Χρειαζόμαστε περισσότερες συνέργειες με ξένα πανεπιστήμια στην κατεύθυνση κοινών προγραμμάτων σπουδών. Εχουμε ανάγκη από περισσότερα αγγλόγλωσσα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα και μαθήματα που να προσελκύουν ξένους και Ελληνες φοιτητές.
Εχει σημασία να μη δούμε αυτές τις κινήσεις απλώς ως πηγές εσόδων για τα πανεπιστήμια και τους Ελληνες καθηγητές (αυτό θα ήταν καταστροφικό), αλλά ως πύλες περαιτέρω διεθνοποίησης των ιδρυμάτων και των φοιτητών μας. Θα ήταν ιδανικό αν, σε μερικά χρόνια, το 25% των φοιτητών μας προερχόταν από άλλες χώρες και κάθε Ελληνας φοιτητής διδασκόταν τουλάχιστον το 25% των μαθημάτων του στα αγγλικά. Θα ήταν θαυμάσιο, επίσης, αν οι Ελληνες καθηγητές δίδασκαν το 25% των μαθημάτων τους στα αγγλικά (ας ξεβολευτούμε λίγο, δεν θα πάθουμε τίποτα), όπως επίσης αν επισκέπτες καθηγητές του εξωτερικού κάλυπταν τμήμα του προγράμματος σπουδών. Δεν χρειάζεται φαντασία, ας δούμε τι κάνουν αλλού: το Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα φερ’ ειπείν (που είναι το καλύτερο στην Τσεχία και στις παγκόσμιες λίστες κατάταξης είναι ψηλότερα από όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια) στηρίζει ένα μέρος του προγράμματος σπουδών του στους ξένους επισκέπτες καθηγητές, με μικρό κόστος μάλιστα. 
Είναι όμως απαραίτητο, οι μαθητές μας τελειώνοντας το σχολείο να διαβάζουν αγγλικά. Ως εκ τούτου, το σχολείο οφείλει να αναβαθμίσει τη διδασκαλία της παραπάνω γλώσσας. Πρέπει επίσης να θεσπιστούν προγράμματα τύπου Διεθνούς Απολυτηρίου (Ι.Β.) στη δημόσια εκπαίδευση, ανάμεσα στα άλλα και για να πάψουν αυτά να αποτελούν προνόμιο μιας ελίτ των ιδιωτικών σχολείων, που επικαλείται την αριστεία απλώς για να αυτοκολακεύεται.
Σήμερα, που φθίνουμε πληθυσμιακά ως χώρα και δεν αποτελούμε άξιο λόγου οικονομικό παράδειγμα διεθνώς, έχουμε τη δυνατότητα να ενισχύσουμε τη θέση μας στον κόσμο αξιοποιώντας το δυνατό μας χαρτί, την κληρονομιά της κλασικής Ελλάδας. Για να γίνει, όμως, αυτό πρέπει να πάψουμε να σκεφτόμαστε ελληνοκεντρικά.
Δείχνει αντιφατικό αλλά δεν είναι, αν και φοβούμαι πως οι «μακεδονομάχοι» μας και μερικοί εσχάτως νεοσυντηρητικοί δημοσιολογούντες, θα δυσκολευτούν να το κατανοήσουν.

* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κεράλα (Ινδία) - το κείμενό του είναι από την εφημερίδα Καθημερινή 06.10.2019)