Οπως λέει ο ελληνιστής Ζακ Γκαγιάρ, «ο Παρθενώνας... διακηρύσσει εσαεί, με την αρμονία των κιόνων του, ότι το λειτουργικό υποστήριγμα μπορεί να γίνει και εκφραστής του Ωραίου». Πρόκειται δηλαδή για μια θεωρητική σύλληψη που εκπροσωπεί μια πρωτότυπη σύνθεση της λειτουργικότητας (αρχιτεκτονική δομή) με την αισθητική απόλαυση (έκφραση του «κάλλους»)..
Αυτό άλλωστε είναι που το καθιστά «κλασικό». Εντάσσεται σε μια ιδιαιτερότητα της δυτικής πολιτισμικής παράδοσης, την οποία ο κριτικός Τέχνης των New York Times, Τζον Τζάκσον, είχε αποκαλέσει «αναγκαιότητα των ερειπίων» (necessity for ruins). Δηλαδή, μια αίσθηση ότι γύρω από τα ερείπια του παρελθόντος κατασκευάζουμε και συνθέτουμε σπαράγματα μνήμης, προκειμένου να διαφοροποιηθούμε από άλλους πολιτισμούς.
Φυσικά, η προσέγγιση αυτή στην Ελλάδα έγινε ιστορικά πηγή όχι μόνο μιας αρχαιοπληξίας και προγονολατρείας, αλλά και βάση ενός εθνικισμού με πολιτισμικό πρόσημο. Παράλληλα τροφοδότησε τον κυρίαρχο εδώ και δύο αιώνες ευρωκεντρισμό και διεκδικήθηκε ακόμα και από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (φασισμός – ναζισμός) του εικοστού αιώνα. Σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως της ιδεολογικής χρήσης των «ερειπίων», αυτά διατηρούν μια αυτοτελή ιστορική, πολιτισμική και καλλιτεχνική αξία και στο πλαίσιο αυτό ο Παρθενώνας (ο ναός ο αφιερωμένος στην Παρθένο Παλλάδα) κατέχει ξεχωριστή και εμβληματική θέση.
Η αφαίρεση και η φυγάδευση μέρους των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Ελγιν τον 19ο αιώνα εκπροσωπεί μια κορυφαία στιγμή του αποικιακού πνεύματος το οποίο κυριαρχούσε την εποχή εκείνη και οδήγησε σε μαζική λεηλασία σημαντικού μέρους της πολιτισμικής κληρονομιάς πολλών λαών ανά τον κόσμο.
Λίγο-πολύ τα γεγονότα είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Σ’ αυτό που πρέπει να σταθούμε είναι η αβάσταχτη ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν κάποιοι –αδαείς κατά τ’ άλλα– πολιτικοί θέματα πολιτισμού, διπλωματίας και διεθνών σχέσεων σαν επικοινωνιακές φωτοβολίδες χάριν εντυπωσιασμού.
Η φιέστα για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821 φαίνεται ότι θα αποτελέσει ένα πεδίο για αλλεπάλληλες γκάφες της κυβέρνησης της Ν.Δ. Μετά τον διορισμό της Γιάννας Αγγελοπούλου (βασίλισσας μιας μεταλλαγμένης κιτς πλουτοκρατίας) στη θέση της επικεφαλής της επιτροπής διοργάνωσης των εκδηλώσεων, ήρθαν οι δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για «δανεισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Το τελευταίο απάντησε με αυθάδεια ότι πρέπει πρώτα η χώρα μας να το αναγνωρίσει ως νόμιμο ιδιοκτήτη των Μαρμάρων. Δηλαδή φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί ο νοικοκύρης. Αποικιοκρατική έπαρση και εκβιαστικά διλήμματα!
Καλό θα ήταν η σχέση με την παράδοσή μας και με τις υψηλότερες κατακτήσεις της να αποτελεί λόγο αναστοχασμού για το σήμερα και το αύριο της χώρας και όχι ευκαιρία για κινήσεις εντυπωσιασμού που καταλήγουν μπούμερανγκ. Φυσικά, δεν μπορώ να πω ότι με εκπλήσσει η νέα γκάφα Μητσοτάκη. Ο αντιπρόεδρός του, Αδωνις – Σπυρίδων Γεωργιάδης, τηλεπωλητής έργων αρχαίων συγγραφέων, είναι τυπικό δείγμα πολιτικού που συνδυάζει (και απολαμβάνει) όλα τα αμαρτήματα που περιγράψαμε παραπάνω: αρχαιοπληξία, προγονολατρεία και εθνικισμό με πολιτισμικό πρόσημο, ο οποίος καταλήγει σε ρατσισμό.
Η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στη βάση τους είναι πλέον ένα ώριμο πολιτικό αίτημα και ως τέτοιο θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε, κινητοποιώντας και τη διεθνή κοινή γνώμη. Κάθε άλλη προσέγγιση –ευκαιριακού και καιροσκοπικού χαρακτήρα– εκφράζει απλώς άγνοια και επαρχιωτισμό και μόνο κακό κάνει στον τελικό σκοπό.
Τάσος Τσακίρογλου / EφΣυν
Αυτό άλλωστε είναι που το καθιστά «κλασικό». Εντάσσεται σε μια ιδιαιτερότητα της δυτικής πολιτισμικής παράδοσης, την οποία ο κριτικός Τέχνης των New York Times, Τζον Τζάκσον, είχε αποκαλέσει «αναγκαιότητα των ερειπίων» (necessity for ruins). Δηλαδή, μια αίσθηση ότι γύρω από τα ερείπια του παρελθόντος κατασκευάζουμε και συνθέτουμε σπαράγματα μνήμης, προκειμένου να διαφοροποιηθούμε από άλλους πολιτισμούς.
Φυσικά, η προσέγγιση αυτή στην Ελλάδα έγινε ιστορικά πηγή όχι μόνο μιας αρχαιοπληξίας και προγονολατρείας, αλλά και βάση ενός εθνικισμού με πολιτισμικό πρόσημο. Παράλληλα τροφοδότησε τον κυρίαρχο εδώ και δύο αιώνες ευρωκεντρισμό και διεκδικήθηκε ακόμα και από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (φασισμός – ναζισμός) του εικοστού αιώνα. Σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως της ιδεολογικής χρήσης των «ερειπίων», αυτά διατηρούν μια αυτοτελή ιστορική, πολιτισμική και καλλιτεχνική αξία και στο πλαίσιο αυτό ο Παρθενώνας (ο ναός ο αφιερωμένος στην Παρθένο Παλλάδα) κατέχει ξεχωριστή και εμβληματική θέση.
Η αφαίρεση και η φυγάδευση μέρους των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Ελγιν τον 19ο αιώνα εκπροσωπεί μια κορυφαία στιγμή του αποικιακού πνεύματος το οποίο κυριαρχούσε την εποχή εκείνη και οδήγησε σε μαζική λεηλασία σημαντικού μέρους της πολιτισμικής κληρονομιάς πολλών λαών ανά τον κόσμο.
Λίγο-πολύ τα γεγονότα είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Σ’ αυτό που πρέπει να σταθούμε είναι η αβάσταχτη ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν κάποιοι –αδαείς κατά τ’ άλλα– πολιτικοί θέματα πολιτισμού, διπλωματίας και διεθνών σχέσεων σαν επικοινωνιακές φωτοβολίδες χάριν εντυπωσιασμού.
Η φιέστα για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821 φαίνεται ότι θα αποτελέσει ένα πεδίο για αλλεπάλληλες γκάφες της κυβέρνησης της Ν.Δ. Μετά τον διορισμό της Γιάννας Αγγελοπούλου (βασίλισσας μιας μεταλλαγμένης κιτς πλουτοκρατίας) στη θέση της επικεφαλής της επιτροπής διοργάνωσης των εκδηλώσεων, ήρθαν οι δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για «δανεισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Το τελευταίο απάντησε με αυθάδεια ότι πρέπει πρώτα η χώρα μας να το αναγνωρίσει ως νόμιμο ιδιοκτήτη των Μαρμάρων. Δηλαδή φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί ο νοικοκύρης. Αποικιοκρατική έπαρση και εκβιαστικά διλήμματα!
Καλό θα ήταν η σχέση με την παράδοσή μας και με τις υψηλότερες κατακτήσεις της να αποτελεί λόγο αναστοχασμού για το σήμερα και το αύριο της χώρας και όχι ευκαιρία για κινήσεις εντυπωσιασμού που καταλήγουν μπούμερανγκ. Φυσικά, δεν μπορώ να πω ότι με εκπλήσσει η νέα γκάφα Μητσοτάκη. Ο αντιπρόεδρός του, Αδωνις – Σπυρίδων Γεωργιάδης, τηλεπωλητής έργων αρχαίων συγγραφέων, είναι τυπικό δείγμα πολιτικού που συνδυάζει (και απολαμβάνει) όλα τα αμαρτήματα που περιγράψαμε παραπάνω: αρχαιοπληξία, προγονολατρεία και εθνικισμό με πολιτισμικό πρόσημο, ο οποίος καταλήγει σε ρατσισμό.
Η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στη βάση τους είναι πλέον ένα ώριμο πολιτικό αίτημα και ως τέτοιο θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε, κινητοποιώντας και τη διεθνή κοινή γνώμη. Κάθε άλλη προσέγγιση –ευκαιριακού και καιροσκοπικού χαρακτήρα– εκφράζει απλώς άγνοια και επαρχιωτισμό και μόνο κακό κάνει στον τελικό σκοπό.
Τάσος Τσακίρογλου / EφΣυν