Γράφει ο Τάσος Παππάς
Η Αριστερά, όταν δεν φλυαρεί ασυστόλως επί παντός του επιστητού (ερήμην των μαζών), όταν δεν πελαγοδρομεί αναζητώντας τις διαφορές ανάμεσα στη στρατηγική και την τακτική, στο όραμα και στην καθημερινή πράξη, όταν δεν παρασύρεται στη λαθολογία, όταν δεν μπλέκει σε εμφυλίους -ποια συνιστώσα της κατέχει την επαναστατική αλήθεια, ποια δικαιούται να επικαλείται..
τους μεγάλους θεωρητικούς της-, μπορεί και τις ήττες της να ξεπερνά με δημιουργική αυτοκριτική (χωρίς την κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων) και τις προϋποθέσεις για την επανάκαμψή της σε πρωταγωνιστικό ρόλο να οικοδομεί.
Στον ΣΥΡΙΖΑ έχει ξεκινήσει η συζήτηση. Εχουν ειπωθεί πολλά και για τις αιτίες της μείωσης της επιρροής του κόμματος στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές, εθνικές) και για τους κινδύνους που καραδοκούν και απειλούν να σύρουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε επιλογές που θα ακυρώνουν τις αρχές του και θα υπονομεύουν την ταυτότητά του. Κάποιοι δεν απέφυγαν τον πειρασμό να χρεώσουν τις ήττες στους πολίτες, οι οποίοι παρασύρθηκαν από την προπαγάνδα των αντιπάλων και δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
Πρόκειται για μια κλασική και εν πολλοίς ανακλαστική αντίδραση που έχει στοιχεία αλαζονείας. Την είδαμε αρκετές φορές στο παρελθόν στις περιπτώσεις που οι ηγετικοί πυρήνες των κομμάτων της Αριστεράς, για να αποφύγουν να αναγνωρίσουν τα λάθη τους που αναγκαστικά θα συνεπάγονταν την ανατροπή τους, έριχναν την ευθύνη για τα κακά αποτελέσματα στο χαμηλό επίπεδο των εργαζομένων. Για να το πούμε αλλιώς: «Η γραμμή ήταν σωστή, αλλά ο κόσμος δεν ανταποκρίθηκε». Και η ζωή συνεχιζόταν, χωρίς να αλλάξει τίποτε ουσιαστικό στο κόμμα, στην ηγεσία, στις σχέσεις με τους πολίτες. Μέχρι που έφτανε η στιγμή της σύγκρουσης και της διάσπασης και η Αριστερά έμπαινε σε έναν ατελείωτο κύκλο εσωστρέφειας.
Ευτυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ παρόμοιες απόψεις είναι μειοψηφικές. Σε ό,τι αφορά τους κινδύνους που διατρέχει ο ΣΥΡΙΖΑ αν δεν διαβάσει σωστά τα εκλογικά αποτελέσματα, πολλά στελέχη του αναφέρονται στον εκπασοκισμό, στο να μη γίνουν δηλαδή ΠΑΣΟΚ. Ο γραμματέας της Κ.Ε., Πάνος Σκουρλέτης, δήλωσε ότι «πρέπει να ενσωματώσουμε τη λαϊκότητα του παλαιού ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι τον λαϊκισμό του». Παρόμοιους φόβους έχουν καταθέσει και άλλοι παράγοντες του κόμματος. Σαν να τους έχει γίνει έμμονη ιδέα και προσπαθούν να την ξορκίσουν.
Μα, το πρόβλημα με το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν τόσο ο λαϊκισμός του όσο η προσχώρησή του στο σύστημα, η ανάδειξή του στη θέση του ακίνδυνου δεύτερου πόλου του συναινετικού δικομματισμού. Αν αυτό θέλει να αποφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να αναμετρηθεί με το παρελθόν του, την κυβερνητική πρακτική του και τα φαινόμενα αλαζονείας που εμφανίστηκαν στην τελευταία φάση της διακυβέρνησής του.
Το τολμά ο Γιάννης Δραγασάκης στη συνέντευξή του στην «Εφ.Συν.» (31-8/1-9-2019): «Η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως αποδείχθηκε είναι βέβαια αναγκαία, αλλά δεν είναι και επαρκής προϋπόθεση για την άσκηση αριστερής πολιτικής... Η αριστερή βούληση προσέκρουσε πολλές φορές όχι μόνο σε εξωτερικούς παράγοντες, αλλά και σε δικά μας υποκειμενικά ελλείμματα... Ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν διεξάγεται μόνο μεταξύ κομμάτων, αλλά και μεταξύ ευρύτερων συνασπισμών, αστερισμών και παρατάξεων. Αυτή η ιδέα ήταν δική μας. Ομως δεν την αξιοποιήσαμε, την εγκαταλείψαμε... Η Ν.Δ δεν ήταν μόνη. Πέρα από τα ΜΜΕ, πέρα από οικονομικά μέσα, διέθετε έναν αστερισμό φίλιων δυνάμεων, «ειδικά ρυμουλκά» για δύσκολα κοινά, εστίες γνώσης και μελετών και πολλές μετωπικές οργανώσεις».
Και η φράση που ακολουθεί περιγράφει την κατάσταση ευφορίας που επικρατούσε στο πολιτικό προσωπικό του ΣΥΡΙΖΑ μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018: «Φαίνεται πως είναι κανόνας της πολιτικής: κερδίσαμε όταν μας υποτίμησαν, χάσαμε όταν τους υποτιμήσαμε».
- το κείμενο του Τ. Παππα είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών (04.9.2019)
Η Αριστερά, όταν δεν φλυαρεί ασυστόλως επί παντός του επιστητού (ερήμην των μαζών), όταν δεν πελαγοδρομεί αναζητώντας τις διαφορές ανάμεσα στη στρατηγική και την τακτική, στο όραμα και στην καθημερινή πράξη, όταν δεν παρασύρεται στη λαθολογία, όταν δεν μπλέκει σε εμφυλίους -ποια συνιστώσα της κατέχει την επαναστατική αλήθεια, ποια δικαιούται να επικαλείται..
τους μεγάλους θεωρητικούς της-, μπορεί και τις ήττες της να ξεπερνά με δημιουργική αυτοκριτική (χωρίς την κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων) και τις προϋποθέσεις για την επανάκαμψή της σε πρωταγωνιστικό ρόλο να οικοδομεί.
Στον ΣΥΡΙΖΑ έχει ξεκινήσει η συζήτηση. Εχουν ειπωθεί πολλά και για τις αιτίες της μείωσης της επιρροής του κόμματος στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές, εθνικές) και για τους κινδύνους που καραδοκούν και απειλούν να σύρουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε επιλογές που θα ακυρώνουν τις αρχές του και θα υπονομεύουν την ταυτότητά του. Κάποιοι δεν απέφυγαν τον πειρασμό να χρεώσουν τις ήττες στους πολίτες, οι οποίοι παρασύρθηκαν από την προπαγάνδα των αντιπάλων και δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
Πρόκειται για μια κλασική και εν πολλοίς ανακλαστική αντίδραση που έχει στοιχεία αλαζονείας. Την είδαμε αρκετές φορές στο παρελθόν στις περιπτώσεις που οι ηγετικοί πυρήνες των κομμάτων της Αριστεράς, για να αποφύγουν να αναγνωρίσουν τα λάθη τους που αναγκαστικά θα συνεπάγονταν την ανατροπή τους, έριχναν την ευθύνη για τα κακά αποτελέσματα στο χαμηλό επίπεδο των εργαζομένων. Για να το πούμε αλλιώς: «Η γραμμή ήταν σωστή, αλλά ο κόσμος δεν ανταποκρίθηκε». Και η ζωή συνεχιζόταν, χωρίς να αλλάξει τίποτε ουσιαστικό στο κόμμα, στην ηγεσία, στις σχέσεις με τους πολίτες. Μέχρι που έφτανε η στιγμή της σύγκρουσης και της διάσπασης και η Αριστερά έμπαινε σε έναν ατελείωτο κύκλο εσωστρέφειας.
Ευτυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ παρόμοιες απόψεις είναι μειοψηφικές. Σε ό,τι αφορά τους κινδύνους που διατρέχει ο ΣΥΡΙΖΑ αν δεν διαβάσει σωστά τα εκλογικά αποτελέσματα, πολλά στελέχη του αναφέρονται στον εκπασοκισμό, στο να μη γίνουν δηλαδή ΠΑΣΟΚ. Ο γραμματέας της Κ.Ε., Πάνος Σκουρλέτης, δήλωσε ότι «πρέπει να ενσωματώσουμε τη λαϊκότητα του παλαιού ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι τον λαϊκισμό του». Παρόμοιους φόβους έχουν καταθέσει και άλλοι παράγοντες του κόμματος. Σαν να τους έχει γίνει έμμονη ιδέα και προσπαθούν να την ξορκίσουν.
Μα, το πρόβλημα με το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν τόσο ο λαϊκισμός του όσο η προσχώρησή του στο σύστημα, η ανάδειξή του στη θέση του ακίνδυνου δεύτερου πόλου του συναινετικού δικομματισμού. Αν αυτό θέλει να αποφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να αναμετρηθεί με το παρελθόν του, την κυβερνητική πρακτική του και τα φαινόμενα αλαζονείας που εμφανίστηκαν στην τελευταία φάση της διακυβέρνησής του.
Το τολμά ο Γιάννης Δραγασάκης στη συνέντευξή του στην «Εφ.Συν.» (31-8/1-9-2019): «Η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως αποδείχθηκε είναι βέβαια αναγκαία, αλλά δεν είναι και επαρκής προϋπόθεση για την άσκηση αριστερής πολιτικής... Η αριστερή βούληση προσέκρουσε πολλές φορές όχι μόνο σε εξωτερικούς παράγοντες, αλλά και σε δικά μας υποκειμενικά ελλείμματα... Ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν διεξάγεται μόνο μεταξύ κομμάτων, αλλά και μεταξύ ευρύτερων συνασπισμών, αστερισμών και παρατάξεων. Αυτή η ιδέα ήταν δική μας. Ομως δεν την αξιοποιήσαμε, την εγκαταλείψαμε... Η Ν.Δ δεν ήταν μόνη. Πέρα από τα ΜΜΕ, πέρα από οικονομικά μέσα, διέθετε έναν αστερισμό φίλιων δυνάμεων, «ειδικά ρυμουλκά» για δύσκολα κοινά, εστίες γνώσης και μελετών και πολλές μετωπικές οργανώσεις».
Και η φράση που ακολουθεί περιγράφει την κατάσταση ευφορίας που επικρατούσε στο πολιτικό προσωπικό του ΣΥΡΙΖΑ μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018: «Φαίνεται πως είναι κανόνας της πολιτικής: κερδίσαμε όταν μας υποτίμησαν, χάσαμε όταν τους υποτιμήσαμε».
- το κείμενο του Τ. Παππα είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών (04.9.2019)