Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Πριν από ένα χρόνο ακριβώς, στις 21 Σεπτεμβρίου του 2018, είχα ποστάρει στο φέιζμπο το παρακάτω:
«Κατεβαίνω με το τουτού την Οκταβίου Μερλιέ, κοιτάω αριστερά, βλέπω να μπαίνουν στην κατάληψη δύο προσφυγόπουλα κι η μάνα τους.
Πλατιά χαμόγελα, φουλ χαρά, χοροπηδάνε τα πιτσιρίκια. Στα χέρια τους κρατάνε μια αφισέτα με τα Χρυσάνθεμα του Βαν Γκογκ, πάνε να την κολλήσουμε στον τοίχο.
Πράγμα που αποδεικνύει για μία..
ακόμη φορά:
Χωρίς ψωμί, μπορεί και να τη βγάλεις. Χωρίς ομορφιά, δεν γίνεται φίλε ούτε μια μέρα»!
Έτσι ακριβώς έγινε, στην πιο ήσυχη, στην πιο ειρηνική, στην πιο χαρούμενη κατάληψη της Αθήνας. Και το ξέρω πολύ καλά γιατί πέρναγα από εκεί σχεδόν καθημερινά είτε για κατηφορίσω προς Εξάρχεια, είτε για να φωτογραφίσω γκραφίτι στα πέριξ, είτε γιατί πήγαινα για καφέ στην Ασκληπιού και είχα παρκάρει κάπου δίπλα. Μια κατάληψη υπόδειγμα, δίχως γραμμάριο ναρκωτικού, χωρίς σταγόνα από τσαμπουκάδες. Και τώρα χτισμένη η πόρτα της με τούβλα…
«Και είναι όλες οι καταλήψεις τόσο καλές, ρε φίλε;», ρωτάει ο συμμαθητής εκείνος, που συνήθιζε να σκάβει τη μύτη του όταν νόμιζε ότι δεν τον κοιτάει κανένας. Όχι ρε φίλε, δεν είναι τόσο καλές είναι η απάντηση κι εμείς δεν είμαστε τόσο άχρηστοι (ή τόσο βλαμμένοι…) για να μην καταλαβαίνουμε ότι σε μερικές εξ αυτών γινόταν το έλα να δεις. Η κατάληψη στην Αραχώβης, για παράδειγμα, είχε καταντήσει βόθρος το ξέρανε πολύ καλά αυτό όλα τα Εξάρχεια. Εξ ου και ουδείς έκλαψε όταν την πήρε ο διάολος. Άλλο αυτό όμως και άλλο η κατάληψη στην Οκταβίου Μερλιέ, που ήταν μια όαση ζωή και χαράς στο καταραμένο αστικό περιβάλλον. Υπάρχουν διαφορές και δουλειά της πολιτείας, της ευνομούμενης πολιτείας είναι να αφουγκράζεται αυτές τις διαφορές και να μην τσουβαλιάζει το σύμπαν. Ειδάλλως, φέρε και τη μπουλντόζα αγαπούλη να τα κάνουμε όλα ίσωμα…
Εν τω μεταξύ δεν διαμαρτύρεται μόνο ο ρεπόρτερ Ξανθάκης, διαμαρτύρονται και οι γονείς. Βλέπε την επιστολή από τους συλλόγους του 35ου και του 36ου Δημοτικού Σχολείου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο:
«Θέλουμε τους συμμαθητές μας πίσω».
Τα προσφυγάκια θέλουν για να μην σας κουράζω, πενηντατόσα παιδιά μόνο από την κατάληψη της Μερλιέ, χώρια τα υπόλοιπα από τις γειτονικές καταλήψεις. Με δικά τους λόγια:
Στην Ελλάδα του ελέους και της συμπόνιας και στην Ελλάδα της χολής και του μίσους.
Δική μας είναι η επιλογή σε ποια απ’ τις δύο θέλουμε να ανήκουμε.
Αλλά να μην νομίζουμε ότι στη θέση των σημερινών φτωχοδιάβολων δεν θα βρεθούμε ποτέ εμείς. Γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα και αλεξίσφαιρος δεν είναι ούτε ένας…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Πριν από ένα χρόνο ακριβώς, στις 21 Σεπτεμβρίου του 2018, είχα ποστάρει στο φέιζμπο το παρακάτω:
«Κατεβαίνω με το τουτού την Οκταβίου Μερλιέ, κοιτάω αριστερά, βλέπω να μπαίνουν στην κατάληψη δύο προσφυγόπουλα κι η μάνα τους.
Πλατιά χαμόγελα, φουλ χαρά, χοροπηδάνε τα πιτσιρίκια. Στα χέρια τους κρατάνε μια αφισέτα με τα Χρυσάνθεμα του Βαν Γκογκ, πάνε να την κολλήσουμε στον τοίχο.
Πράγμα που αποδεικνύει για μία..
ακόμη φορά:
Χωρίς ψωμί, μπορεί και να τη βγάλεις. Χωρίς ομορφιά, δεν γίνεται φίλε ούτε μια μέρα»!
Έτσι ακριβώς έγινε, στην πιο ήσυχη, στην πιο ειρηνική, στην πιο χαρούμενη κατάληψη της Αθήνας. Και το ξέρω πολύ καλά γιατί πέρναγα από εκεί σχεδόν καθημερινά είτε για κατηφορίσω προς Εξάρχεια, είτε για να φωτογραφίσω γκραφίτι στα πέριξ, είτε γιατί πήγαινα για καφέ στην Ασκληπιού και είχα παρκάρει κάπου δίπλα. Μια κατάληψη υπόδειγμα, δίχως γραμμάριο ναρκωτικού, χωρίς σταγόνα από τσαμπουκάδες. Και τώρα χτισμένη η πόρτα της με τούβλα…
«Και είναι όλες οι καταλήψεις τόσο καλές, ρε φίλε;», ρωτάει ο συμμαθητής εκείνος, που συνήθιζε να σκάβει τη μύτη του όταν νόμιζε ότι δεν τον κοιτάει κανένας. Όχι ρε φίλε, δεν είναι τόσο καλές είναι η απάντηση κι εμείς δεν είμαστε τόσο άχρηστοι (ή τόσο βλαμμένοι…) για να μην καταλαβαίνουμε ότι σε μερικές εξ αυτών γινόταν το έλα να δεις. Η κατάληψη στην Αραχώβης, για παράδειγμα, είχε καταντήσει βόθρος το ξέρανε πολύ καλά αυτό όλα τα Εξάρχεια. Εξ ου και ουδείς έκλαψε όταν την πήρε ο διάολος. Άλλο αυτό όμως και άλλο η κατάληψη στην Οκταβίου Μερλιέ, που ήταν μια όαση ζωή και χαράς στο καταραμένο αστικό περιβάλλον. Υπάρχουν διαφορές και δουλειά της πολιτείας, της ευνομούμενης πολιτείας είναι να αφουγκράζεται αυτές τις διαφορές και να μην τσουβαλιάζει το σύμπαν. Ειδάλλως, φέρε και τη μπουλντόζα αγαπούλη να τα κάνουμε όλα ίσωμα…
Εν τω μεταξύ δεν διαμαρτύρεται μόνο ο ρεπόρτερ Ξανθάκης, διαμαρτύρονται και οι γονείς. Βλέπε την επιστολή από τους συλλόγους του 35ου και του 36ου Δημοτικού Σχολείου, με τον χαρακτηριστικό τίτλο:
«Θέλουμε τους συμμαθητές μας πίσω».
Τα προσφυγάκια θέλουν για να μην σας κουράζω, πενηντατόσα παιδιά μόνο από την κατάληψη της Μερλιέ, χώρια τα υπόλοιπα από τις γειτονικές καταλήψεις. Με δικά τους λόγια:
«Η σχολική χρονιά έχει αρχίσει και τα παιδιά απομακρύνονται από τα σχολεία τους, χωρίς καμία ειδοποίηση, χωρίς καν να τους εξασφαλίζεται η εγγραφή και η μεταφορά τους σε άλλα σχολικά περιβάλλοντα.Και κάπως έτσι αγαπητοί αναγνώστες και αγαπητές αναγνώστριες, χωριζόμαστε ξανά σε δύο Ελλάδες:
Θέλουμε τους συμμαθητές των παιδιών μας πίσω. Γιατί είναι υποχρέωσή όλων μας να εξασφαλιστεί επιτέλους για αυτούς ένα ασφαλές περιβάλλον. Γιατί χάρη σε αυτούς πολλά από τα σχολεία του κέντρου έμειναν ανοιχτά. Γιατί δεν είναι δυνατόν πολιτικά παιχνίδια να παίζονται πάνω στις πλάτες παιδιών και κατατρεγμένων ανθρώπων».
Στην Ελλάδα του ελέους και της συμπόνιας και στην Ελλάδα της χολής και του μίσους.
Δική μας είναι η επιλογή σε ποια απ’ τις δύο θέλουμε να ανήκουμε.
Αλλά να μην νομίζουμε ότι στη θέση των σημερινών φτωχοδιάβολων δεν θα βρεθούμε ποτέ εμείς. Γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα και αλεξίσφαιρος δεν είναι ούτε ένας…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr