του Χρήστου Ξανθάκη
Δεν έχω απολυθεί ποτέ. Δεν μου έλαχε αυτή η μοίρα, για πολλούς και διάφορους λόγους. Ο πλέον σημαντικός εξ αυτών υποθέτω ότι ήταν η καλή μου η τύχη, μιας και δεν είμαι πια ο εργαζόμενος του αιώνα που κανείς δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτόν. Ίσως να ήμουν και προνοητικός και να το έσκαγα στην ώρα μου από δουλειές που δεν είχαν μέλλον και οσονούπω..
επρόκειτο να δούνε τα ραδίκια ανάποδα. Αλλά όχι και τόσο προνοητικός για να προβλέψω το τέλος της «Ελευθεροτυπίας». Δυο φορές πέθανε και τις δύο δεν πρόλαβα να φύγω…
Οπότε, μπορεί να μην έχω απολυθεί ποτέ αλλά καταλαβαίνω τον πόνο του απολυμένου. Καταλαβαίνω το δάκρυ του, καταλαβαίνω την απογοήτευσή του, καταλαβαίνω αυτή την καταραμένη αίσθηση ότι είσαι ο κύριος τίποτα, είσαι ο κύριος μηδέν. Γιατί η δουλειά είναι αλλοτρίωση αλλά η ανεργία είναι εξαχρείωση. Είναι εκεί που κάθεσαι απέναντι στον καθρέφτη και μιλάς μόνος σου ή μόνη σου και λες «γιατί έφτασα σε αυτό το σημείο και γιατί δεν αξίζω μία;». Ναι, έτσι αισθάνεσαι, ότι δεν αξίζεις μία.
Φυσικά υπάρχουν και μαλάκες που τους αξίζει να απολυθούν, αλλά πρώτον είναι αισχρή μειοψηφία και δεύτερον δεν θα μιλήσω σήμερα για τους μαλάκες. Σήμερα θα μιλήσω για τα ταλαίπωρα ανθρωπάκια στο μεροδούλι και στο μεροφάι, που περιμένουν να σκάσει το μεροκάματο για να φάνε ένα γαμημένο τοστ και να βρουν το εισιτήριο για το λεωφορείο. Αυτά τα ταλαίπωρα ανθρωπάκια που είναι πλέον γεμάτος ο τόπος μετά απ’ τα Μνημόνια και τα Καστελόριζα και την ανεργία κοντά στο είκοσι τοις εκατό. Μάλιστα, έπεσε η ανεργία δέκα μονάδες, αλλά έχει ακόμη δρόμο για να μην σε μασουλάει το αφεντικό όπως και όποτε γουστάρει. Γιατί έτσι γουστάρει…
Σε αυτόν τον κόσμο ζούμε, στον κόσμο των αφεντικών. Το ξέρουμε όλοι, το ξέρουμε όλες, φώναζε ο Μαρξ να τον αλλάξουμε τον κόσμο, βλέπαμε Σαρβάιβορ εμείς, σύρε από δω ρε Γερμαναρά, άσε μας να απολαύσουμε κορμιά και θάλασσες. Τόσο μας έκοβε, τόσο καταλαβαίναμε, τόσα απαιτούσαμε απ’ τις ζωές μας. Και βρεθήκαμε επί ξύλου κρεμάμενοι και βρεθήκαμε επί ξύλου κρεμάμενες, να παρακαλάμε για μια δουλειά που δεν θα μας προσβάλλει και πάρα πολύ. Για μια δουλειά που δεν θα μας ξεφτιλίζει και τόσο πολύ.
Και ήρθε ο Βρούτσης! Δέκα λεπτά πριν λήξει η συνεδρίαση, με τις τροπολογίες υπό μάλης, λες και ήταν τίποτις Μάνλιχερ του παλαιού καιρού. Ήρθε ο Βρούτσης να καταργήσει και τα τελευταία προσχήματα της αστικής δημοκρατίας, αυτής που τα δίνει όλα στον ματσωμένο, αυτής που δίνει τα πάντα στον φραγκάτο, αλλά κρατάει και πέντε ψίχουλα για τον κακομοίρη. Να τη βγάλει κι αυτός ως το επόμενο πρωί, να μην ψοφήσει σαν το σκυλί στο αμπέλι.
Ήρθε ο Βρούτσης και κατήργησε την αιτιολόγηση των απολύσεων και την δυνατότητα των εργαζομένων σε εργολάβους να διεκδικούν τα δεδουλευμένα τους από τις εταιρείες στις οποίες απασχολούνται. Την έκανε τη δουλειά του, τελευταία στιγμή, στο δεκάλεπτο επάνω, μπήκε και βγήκε σαν τον Σούπερμαν ένα πράγμα. Στον ΣΕΒ ακόμη χειροκροτάνε, πιαστήκανε τα χέρια τους απ’ τον ενθουσιασμό. Κι εμείς μουδιασμένοι και αμήχανοι παρακολουθούμε την ταινία τρόμου…
Διότι περί ταινίας τρόμου πρόκειται και όλοι οι βρικόλακες εγκατέλειψαν την Κόλαση για να μας κάνουν παρέα. Και η αστική δημοκρατία η δόλια, αναρωτιέται από πού της ήρθε ο σφάλιαρος και πώς έσπασαν τα γυαλιά της. Στην Ελλάδα του 2019, που δεν δίνει δεκάρα αν κάποιος τη βγάζει ή ψοφολογάει. Στην Ελλάδα του 2019, που βαδίζει ολοταχώς προς τον Μεσαίωνα!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Δεν έχω απολυθεί ποτέ. Δεν μου έλαχε αυτή η μοίρα, για πολλούς και διάφορους λόγους. Ο πλέον σημαντικός εξ αυτών υποθέτω ότι ήταν η καλή μου η τύχη, μιας και δεν είμαι πια ο εργαζόμενος του αιώνα που κανείς δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτόν. Ίσως να ήμουν και προνοητικός και να το έσκαγα στην ώρα μου από δουλειές που δεν είχαν μέλλον και οσονούπω..
επρόκειτο να δούνε τα ραδίκια ανάποδα. Αλλά όχι και τόσο προνοητικός για να προβλέψω το τέλος της «Ελευθεροτυπίας». Δυο φορές πέθανε και τις δύο δεν πρόλαβα να φύγω…
Οπότε, μπορεί να μην έχω απολυθεί ποτέ αλλά καταλαβαίνω τον πόνο του απολυμένου. Καταλαβαίνω το δάκρυ του, καταλαβαίνω την απογοήτευσή του, καταλαβαίνω αυτή την καταραμένη αίσθηση ότι είσαι ο κύριος τίποτα, είσαι ο κύριος μηδέν. Γιατί η δουλειά είναι αλλοτρίωση αλλά η ανεργία είναι εξαχρείωση. Είναι εκεί που κάθεσαι απέναντι στον καθρέφτη και μιλάς μόνος σου ή μόνη σου και λες «γιατί έφτασα σε αυτό το σημείο και γιατί δεν αξίζω μία;». Ναι, έτσι αισθάνεσαι, ότι δεν αξίζεις μία.
Φυσικά υπάρχουν και μαλάκες που τους αξίζει να απολυθούν, αλλά πρώτον είναι αισχρή μειοψηφία και δεύτερον δεν θα μιλήσω σήμερα για τους μαλάκες. Σήμερα θα μιλήσω για τα ταλαίπωρα ανθρωπάκια στο μεροδούλι και στο μεροφάι, που περιμένουν να σκάσει το μεροκάματο για να φάνε ένα γαμημένο τοστ και να βρουν το εισιτήριο για το λεωφορείο. Αυτά τα ταλαίπωρα ανθρωπάκια που είναι πλέον γεμάτος ο τόπος μετά απ’ τα Μνημόνια και τα Καστελόριζα και την ανεργία κοντά στο είκοσι τοις εκατό. Μάλιστα, έπεσε η ανεργία δέκα μονάδες, αλλά έχει ακόμη δρόμο για να μην σε μασουλάει το αφεντικό όπως και όποτε γουστάρει. Γιατί έτσι γουστάρει…
Σε αυτόν τον κόσμο ζούμε, στον κόσμο των αφεντικών. Το ξέρουμε όλοι, το ξέρουμε όλες, φώναζε ο Μαρξ να τον αλλάξουμε τον κόσμο, βλέπαμε Σαρβάιβορ εμείς, σύρε από δω ρε Γερμαναρά, άσε μας να απολαύσουμε κορμιά και θάλασσες. Τόσο μας έκοβε, τόσο καταλαβαίναμε, τόσα απαιτούσαμε απ’ τις ζωές μας. Και βρεθήκαμε επί ξύλου κρεμάμενοι και βρεθήκαμε επί ξύλου κρεμάμενες, να παρακαλάμε για μια δουλειά που δεν θα μας προσβάλλει και πάρα πολύ. Για μια δουλειά που δεν θα μας ξεφτιλίζει και τόσο πολύ.
Και ήρθε ο Βρούτσης! Δέκα λεπτά πριν λήξει η συνεδρίαση, με τις τροπολογίες υπό μάλης, λες και ήταν τίποτις Μάνλιχερ του παλαιού καιρού. Ήρθε ο Βρούτσης να καταργήσει και τα τελευταία προσχήματα της αστικής δημοκρατίας, αυτής που τα δίνει όλα στον ματσωμένο, αυτής που δίνει τα πάντα στον φραγκάτο, αλλά κρατάει και πέντε ψίχουλα για τον κακομοίρη. Να τη βγάλει κι αυτός ως το επόμενο πρωί, να μην ψοφήσει σαν το σκυλί στο αμπέλι.
Ήρθε ο Βρούτσης και κατήργησε την αιτιολόγηση των απολύσεων και την δυνατότητα των εργαζομένων σε εργολάβους να διεκδικούν τα δεδουλευμένα τους από τις εταιρείες στις οποίες απασχολούνται. Την έκανε τη δουλειά του, τελευταία στιγμή, στο δεκάλεπτο επάνω, μπήκε και βγήκε σαν τον Σούπερμαν ένα πράγμα. Στον ΣΕΒ ακόμη χειροκροτάνε, πιαστήκανε τα χέρια τους απ’ τον ενθουσιασμό. Κι εμείς μουδιασμένοι και αμήχανοι παρακολουθούμε την ταινία τρόμου…
Διότι περί ταινίας τρόμου πρόκειται και όλοι οι βρικόλακες εγκατέλειψαν την Κόλαση για να μας κάνουν παρέα. Και η αστική δημοκρατία η δόλια, αναρωτιέται από πού της ήρθε ο σφάλιαρος και πώς έσπασαν τα γυαλιά της. Στην Ελλάδα του 2019, που δεν δίνει δεκάρα αν κάποιος τη βγάζει ή ψοφολογάει. Στην Ελλάδα του 2019, που βαδίζει ολοταχώς προς τον Μεσαίωνα!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr