Γράφει ο Γιάννης Τριάντης
Στην αρχή νόμισα ότι με κοιτούσαν χαιρέκακα, όταν στήθηκα μπροστά τους μετά τις διακοπές και πάλευα να βρώ τις πρώτες λέξεις. Αργότερα διαπίστωσα ότι το γκρίζο χρώμα τους ταίριαζε σε κάτι πολυκατοικίες του ΄70, που πάντοτε με απωθούσαν, βουβές και μουτρωμένες μες στην πολυκοσμία.
Ετσι τα πλήκτρα. Αμίλητα και ράθυμα να φιλοξενήσουν την αμηχανία μου μπροστά στον..
τρόμο της λευκής οθόνης. Αναψα τσιγάρο στα κρυφά, έταξα κερί στους αγίους της έμπνευσης και πήρα φόρα όταν διάβασα κάπου την αφόρητη κοινοτοπία να προτρέπει- να εντέλλεται, να λές- «τα κεφάλια μέσα».
Ε, όχι! Τα κεφάλια έξω, κι ας πέρασε στην ιστορία κι αυτό το καλοκαίρι των τζιτζικιών, της υπέροχης ζέστης και της αρμύρας. Εξω! Στην θάλασσα του καθεμέρα και της συκοφαντημένης ρουτίνας, που αν καταλαβαίναμε την αξία της στο φρενάρισμα του χρόνου, θα την προσκυνούσαμε σαν θεά του δωδεκάθεου ή σαν Παναγιά της ύστερης πίστης.
Ε, ναι! Τα κεφάλια έξω. Όχι γιατί συνεχίζεται ο Αύγουστος σαν σχεδία που θα πλέει φωτεινή και μέσα στον Σεπτέμβριο, μέχρι ν΄αρχίσουν οι βροχούλες και να διπλώσει τα πανιά της, αλλά γιατί μας περιμένουν τα γεώδη του Φθινοπώρου, τα σχέδια που καταστρώναμε στα μπαλκόνια του θέρους και τα βιβλία που αφήσαμε στη μέση, καθώς μας είχαν πάρει τα μυαλά τα κύματα και οι σειρήνες της νυκτός στα νησιά.
Στην άκρη, λοιπόν, η τρομώδης επιταγή που θέλει τα κεφάλια μέσα. Στην άκρη! Ευθυτενείς και ήρεμοι μπροστά στον Σεπτέμβριο, κι ας μας περιμένουν χρέη, οκτάωρα, σκοτούρες και δυναστικές υποχρεώσεις. Αυτά τα αντιμετωπίζεις, δεν τα προσπερνάς φοβισμένος. Επιστρατεύεις σθένος και όση στωϊκότητα κατέλιπαν τα χρόνια, και βγαίνεις έτοιμος για μάχες στις επίφοβες κοιλάδες του ζόρικης καθημερινότητας.
Αυτά ψιθύριζα, κι είδα τα πλήκτρα να ημερεύουν διευκολύνοντας τις λέξεις να βηματίζουν στην αλέα της οθόνης. Και το μόνο που ζήτησαν-προτού αρχίσουν τα πολιτικά τύμπανα και οι εγερτήριες τρομπέτες- ήταν να γράψω κάτι για τα βιβλία του θέρους. Ανταποκρίθηκα ασμένως:
- «Μια Οδύσσεια- Ενας πατέρας, Ενας γιός, Ένα έπος», του Ντάνιελ Μέντελσον (εκδ. Πατάκη). Εξοχο!
- «Βροχή», του Σώμερσετ Μωμ (εκδ. Αγρα). Απογοήτευση…
- «Η γιορτή της ασημαντότητας», του Μίλαν Κούντερα (Εκδ. Εστία). Άλλη μια απογοήτευση, δυστυχώς.
- «Σκοτεινά παραμύθια», του Ντύλαν Τόμας (εκδ. Ροές). Ενδιαφέρον, παρ΄ότι ανήκει στα νεανικά έργα του σπουδαίου Ουαλού.
…Πήγα να συνεχίσω, αλλά μού έγνεψαν «φτάνει» τα πλήκτρα. «Για πρώτη μέρα καλά είναι», μου είπαν και απέκτησαν πάλι το γνωστό γκρίζο χρώμα τους.
Καλώς σας βρήκα!
- το κείμενο του Γιάννη Τριάντη είναι από το newpost
Στην αρχή νόμισα ότι με κοιτούσαν χαιρέκακα, όταν στήθηκα μπροστά τους μετά τις διακοπές και πάλευα να βρώ τις πρώτες λέξεις. Αργότερα διαπίστωσα ότι το γκρίζο χρώμα τους ταίριαζε σε κάτι πολυκατοικίες του ΄70, που πάντοτε με απωθούσαν, βουβές και μουτρωμένες μες στην πολυκοσμία.
Ετσι τα πλήκτρα. Αμίλητα και ράθυμα να φιλοξενήσουν την αμηχανία μου μπροστά στον..
τρόμο της λευκής οθόνης. Αναψα τσιγάρο στα κρυφά, έταξα κερί στους αγίους της έμπνευσης και πήρα φόρα όταν διάβασα κάπου την αφόρητη κοινοτοπία να προτρέπει- να εντέλλεται, να λές- «τα κεφάλια μέσα».
Ε, όχι! Τα κεφάλια έξω, κι ας πέρασε στην ιστορία κι αυτό το καλοκαίρι των τζιτζικιών, της υπέροχης ζέστης και της αρμύρας. Εξω! Στην θάλασσα του καθεμέρα και της συκοφαντημένης ρουτίνας, που αν καταλαβαίναμε την αξία της στο φρενάρισμα του χρόνου, θα την προσκυνούσαμε σαν θεά του δωδεκάθεου ή σαν Παναγιά της ύστερης πίστης.
Ε, ναι! Τα κεφάλια έξω. Όχι γιατί συνεχίζεται ο Αύγουστος σαν σχεδία που θα πλέει φωτεινή και μέσα στον Σεπτέμβριο, μέχρι ν΄αρχίσουν οι βροχούλες και να διπλώσει τα πανιά της, αλλά γιατί μας περιμένουν τα γεώδη του Φθινοπώρου, τα σχέδια που καταστρώναμε στα μπαλκόνια του θέρους και τα βιβλία που αφήσαμε στη μέση, καθώς μας είχαν πάρει τα μυαλά τα κύματα και οι σειρήνες της νυκτός στα νησιά.
Στην άκρη, λοιπόν, η τρομώδης επιταγή που θέλει τα κεφάλια μέσα. Στην άκρη! Ευθυτενείς και ήρεμοι μπροστά στον Σεπτέμβριο, κι ας μας περιμένουν χρέη, οκτάωρα, σκοτούρες και δυναστικές υποχρεώσεις. Αυτά τα αντιμετωπίζεις, δεν τα προσπερνάς φοβισμένος. Επιστρατεύεις σθένος και όση στωϊκότητα κατέλιπαν τα χρόνια, και βγαίνεις έτοιμος για μάχες στις επίφοβες κοιλάδες του ζόρικης καθημερινότητας.
Αυτά ψιθύριζα, κι είδα τα πλήκτρα να ημερεύουν διευκολύνοντας τις λέξεις να βηματίζουν στην αλέα της οθόνης. Και το μόνο που ζήτησαν-προτού αρχίσουν τα πολιτικά τύμπανα και οι εγερτήριες τρομπέτες- ήταν να γράψω κάτι για τα βιβλία του θέρους. Ανταποκρίθηκα ασμένως:
- «Μια Οδύσσεια- Ενας πατέρας, Ενας γιός, Ένα έπος», του Ντάνιελ Μέντελσον (εκδ. Πατάκη). Εξοχο!
- «Βροχή», του Σώμερσετ Μωμ (εκδ. Αγρα). Απογοήτευση…
- «Η γιορτή της ασημαντότητας», του Μίλαν Κούντερα (Εκδ. Εστία). Άλλη μια απογοήτευση, δυστυχώς.
- «Σκοτεινά παραμύθια», του Ντύλαν Τόμας (εκδ. Ροές). Ενδιαφέρον, παρ΄ότι ανήκει στα νεανικά έργα του σπουδαίου Ουαλού.
…Πήγα να συνεχίσω, αλλά μού έγνεψαν «φτάνει» τα πλήκτρα. «Για πρώτη μέρα καλά είναι», μου είπαν και απέκτησαν πάλι το γνωστό γκρίζο χρώμα τους.
Καλώς σας βρήκα!
- το κείμενο του Γιάννη Τριάντη είναι από το newpost