Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Το άδηλο και το άσυλο

Μια πολιτική ερμηνεία της απόφασης για κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου

 Γράφει η Ευγενία Τραγάκη*

Τις προσεχείς ημέρες, «εν μέσω θέρους», αναμένουμε –όπως έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός- την κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου για την κατάργηση του Πανεπιστημιακού ασύλου από την Υπουργό Παιδείας Ν. Κεραμέως. Είναι ενδεικτικό της «νέας τάξης πραγμάτων» το γεγονός ότι ο κύριος Μητσοτάκης δήλωσε πως θα αποτελέσει ένα από τα πρώτα νομοσχέδια που θα κατατεθούν προς ψήφιση, θέλοντας να υπογραμμίσει την..
πρωτεύουσα σημασία που προσδίδει η κυβέρνησή του στο μέτρο αυτό.
Ήδη, καταγράφονται έντονες αντιδράσεις για τις εξαγγελίες αυτές από τον πανεπιστημιακό κόσμο, πανεπιστημιακούς δασκάλους, φοιτητικούς συλλόγους, παρατάξεις και πρωτοβουλίες, καθώς και από έγκριτους συνταγματολόγους. Παράλληλα, έχει προγραμματιστεί από φοιτητικές συλλογικότητες και παρατάξεις συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τις 23 Ιουλίου.

Σε προηγούμενο δημοσίευμα [1] έχω υποστηρίξει ότι το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί εγγύηση της συνταγματικά προστατευόμενης ακαδημαϊκής ελευθερίας και συμβολίζει την ιδέα της ελεύθερης σκέψης, έκφρασης και απρόσκοπτης επιστημονικής έρευνας. Πέρα και πάνω, όμως, από αυτά, συμβολίζει τον αγώνα της ελληνικής νεολαίας και του ελληνικού λαού κατά της αυθαιρεσίας και της τυραννίας και είναι άρρηκτα συνυφασμένο με σημαντικές ιστορικές στιγμές, τόσο του φοιτητικού κινήματος όσο και του ελληνικού λαού. Το άσυλο έχει καταγραφεί στο ελληνικό συλλογικό ασυνείδητο ως ο ιερός συμβολικός «τόπος» προστασίας της ελευθερίας και της επιστημονικής γνώσης. Και όπως επισημαίνει ο Γ.Σωτηρέλης καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών « με απλά λόγια, το πανεπιστημιακό άσυλο σημαίνει, ως προς την ακαδημαϊκή ελευθερία, ό,τι περίπου και το άσυλο κατοικίας ως προς το δικαίωμα του ιδιωτικού βίου»[2].

Ωστόσο, θα ήταν μονομερές και μεροληπτικό, να μην τονίσουμε τη διαστρέβλωση και τον εκφυλισμό της έννοιας του ακαδημαϊκού ασύλου, που παρατηρείται σε ορισμένα εκ των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, όπου εμφανίζονται φαινόμενα παραβατικότητας και εγκληματικότητας. Τίθεται, όμως, εδώ ένα βασικό ερώτημα: αν, δηλ. καταργείς αβασάνιστα έναν δημοκρατικό θεσμό, αναγνωρισμένο ως αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής πανεπιστημιακής παράδοσης από την ίδρυση της, επειδή πάσχει και παρουσιάζει αδυναμίες, ή φροντίζεις να τον εξυγιάνεις και να του δώσεις τη χαμένη του πνοή.
Η απάντηση, βέβαια, για μας είναι σαφής υπέρ της διατήρησης και προάσπισης του ακαδημαϊκού ασύλου, μόνο που κάτι τέτοιο θα απαιτούσε καταρχάς δημοκρατικό διάλογο με όλες τις πλευρές, συστηματική διαβούλευση, διάθεση συνεννόησης και σύνθεσης των αντιθέτων και κυρίως τόλμη και όραμα. Θα χρειαζόταν, επίσης, συγκεκριμένο και επεξεργασμένο σχεδιασμό, με επιχειρήματα και νομικά ερείσματα, πράγμα που, ως φαίνεται, δεν υφίσταται στη δεδομένη περίπτωση.

Επιχειρώντας μια πολιτική ερμηνεία της επικείμενης απόφασης, δεν είναι δυνατό να μην επισημανθεί η επιλογή της κυβέρνησης για «άρον-άρον» ψήφιση της κατάργησης του ασύλου, χωρίς φυσικά καμία δημόσια διαβούλευση ή επαρκή –έστω- δημόσιο διάλογο, με τους φοιτητές σε διακοπές και τη λειτουργία των σχολών να βαίνει σε ολοκλήρωση. Εκτιμώ, δε ότι μέχρι την ψήφιση –αν τελικά γίνει- του νόμου, θα έχουν κλείσει εντελώς οι πανεπιστημιακές σχολές λόγω θέρους. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι μια τόσο βεβιασμένη κίνηση ήταν προαποφασισμένη και προμελετημένη από καιρό και αποσκοπεί στην αποτροπή των αντιδράσεων της ακαδημαϊκής κοινότητας και του φοιτητικού κινήματος. Με κλειστές τις σχολές και τους φοιτητές μακριά από τους πανεπιστημιακούς χώρους, εκτιμάται από τους κρατούντες ότι δεν θα υπάρχει η δυνατότητα για ανασύνταξη και οργάνωση του φοιτητικού κινήματος και οι όποιες αντιδράσεις θα είναι χαλαρές και άνευρες.

Μια τέτοια προσέγγιση, του τύπου «να τους πιάσουμε στον ύπνο», δεν περιποιεί τιμή σε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, ούτε βέβαια δείχνει την εμπιστοσύνη της στις δημοκρατικές διαδικασίες του διαλόγου και της έκφρασης διαφορετικής άποψης. Αντίθετα, η κυβέρνηση παρουσιάζεται περιδεής μπροστά στις ενδεχόμενες αντιδράσεις του πανεπιστημιακού κόσμου, που –ας μην κρυβόμαστε- θα ήταν σφοδρές και δυναμικές, αν βέβαια όλα γίνονταν σε μια πιο κατάλληλη χρονική συγκυρία.

Προσπαθώντας να υπερασπιστεί την κυβερνητική γραμμή, η ίδια η Υπουργός Παιδείας σε όλες τις ως τώρα δημόσιες τοποθετήσεις της, επισήμανε γενικά και αόριστα ότι η κατάργηση του ασύλου έχει «μεγάλη απήχηση». Είναι γεγονός ότι τόσο το τριμελές προεδρείο της Συνόδου των Πρυτάνεων όσο και η ηγεσία της ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών ΠΟΣΔΕΠ, στην πρώτη τους συνάντηση με την Υπουργό έδωσαν τη συγκατάθεσή τους με «ένα διπλωματικό ‘ναι’», αναγνωρίζοντας «τις στρεβλώσεις που υπάρχουν γύρω από την έννοια περί προστασίας του ασύλου» [3].

Φαίνεται ότι τόσο οι Πρυτάνεις, όσο και το συνδικαλιστικό όργανο των μελών ΔΕΠ, παραγνωρίζουν ή αποσιωπούν τις δικές τους ευθύνες στην τήρηση του ακαδημαϊκού ασύλου και ως νέοι Πιλάτοι «νίπτουν τας χείρας τους» μπροστά στο δισεπίλυτο πρόβλημα. Μάλιστα η ΠΟΣΔΕΠ σε παλιότερη ανακοίνωσή της (31-10-2018) επεσήμαινε ότι «τα φαινόμενα ανομίας που βρίσκονται σε έξαρση τις τελευταίες μέρες, οφείλονται αποκλειστικά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης από την πολιτεία και τα συντεταγμένα όργανα της, να εφαρμόσουν το νόμο». Βέβαια, για έλλειψη βούλησης στην εφαρμογή του νόμου θα μπορούσαν να κατηγορηθούν και οι ίδιες οι Πρυτανικές Αρχές, καθώς ο νόμος περί ασύλου του 2017 (ν. 4485/2017, άρθρο 3 § 2) ορίζει ότι «επέμβαση δημόσιας δύναμης σε χώρους των ΑΕΙ επιτρέπεται αυτεπαγγέλτως σε περιπτώσεις κακουργημάτων, καθώς και εγκλημάτων κατά της ζωής και ύστερα από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση».

Ποια, όμως, η πολιτική σκοπιμότητα πίσω από την απόφαση της κυβέρνησης «να τελειώνει» δια παντός με το ακαδημαϊκό άσυλο;

Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ο ρόλος των φίλα προσκείμενων στη Νέα Δημοκρατία ΜΜΕ, όπου τονιζόταν με κάθε ευκαιρία η ανομία και η ασυδοσία που επικρατούσε εντός των Πανεπιστημίων. Οι αναφορές περιλάμβαναν συλλήβδην όλα τα ελληνικά Πανεπιστήμια, ενώ είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα έκτροπα που προβάλλονταν αφορούσαν ορισμένα κεντρικά πανεπιστήμια. Είναι παλιά γκεμπελική τακτική να παρουσιάζεται το μερικό ως καθολικό και ταυτόχρονα να υπερτονίζονται τα αρνητικά έναντι των αποσιωπημένων θετικών. Παράλληλα, να χρησιμοποιείται κατά κόρον η λογική «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», παραβλέποντας σημαντικές παραμέτρους του θεσμού του ασύλου. Μέσα στην ομοβροντία των γαλάζιων ΜΜΕ και την μονόπλευρη προβολή του θέματος, καλλιεργήθηκε στην κοινή γνώμη η ιδέα ότι άσυλο σημαίνει «άνδρο της ανομίας». 

Ας μην διαφύγει της προσοχής μας ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήρθε στην εξουσία «χαϊδεύοντας αυτιά», ευαγγελιζόμενη –μεταξύ άλλων- την αποκατάσταση «του νόμου και της τάξης» και τάζοντας ξεκάθαρα στους ψηφοφόρους την κατάργηση του ασύλου. Σε μια κοινή γνώμη, γαλουχημένη στο φόβο και το δέος, οι εξαγγελίες αυτές βρήκαν μεγάλη, όντως, απήχηση, για να θυμηθούμε και την κυρία Κεραμέως. Όχι, βέβαια, και στους νέους 18-24 χρονών -μεγάλο μέρος των οποίων ανήκουν στη φοιτητική κοινότητα ή συσχετίζονται με αυτήν-, ηλικιακή ομάδα που δεν ανέδειξε τη ΝΔ ως πρώτο κόμμα. 

Διαφαίνεται, επομένως, στην επικείμενη θεσμοθέτηση της κατάργησης του ασύλου μια επικοινωνιακή τακτική για επηρεασμό του εκλογικού σώματος προεκλογικά, καθώς και μια χειραγώγηση της κοινής γνώμης με κεντρικό σύνθημα το «νόμος και τάξη».
Δεν αποκλείεται, ωστόσο, η κυβερνητική επιλογή για πρόταξη της κατάργησης του ασύλου, σαν να ήταν το σοβαρότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, να υποκρύπτει το μήνυμα ότι η κυβέρνηση «δεν αστειεύεται» και θα εφαρμόσει απαρέγκλιτα την κρατική επιβολή στις αντιδράσεις υπέρ του ασύλου, αλλά και σε κάθε μελλοντική αντίδραση στα αντιλαϊκά μέτρα που αναμένονται.

  1. Ε. Τραγάκη, «Περί ασύλου και άλλων δαιμονίων» 20-7-2019, Πηγή: http://www.zoornalistas.com/2019/07/blog-post_875.html
  2. Γ. Σωτηρέλης, «Ανέφικτη και απρόσφορη η "κατάργηση" του ασύλου», 16-7-2019, Πηγή: https://slpress.gr/koinonia/anefikti-kai-aprosfori-i-quot-katargisi-quot-toy-asyloy/?fbclid=IwAR0-YHuPRNWaVGYPKm1IuQ8wzoGvnAumG2T-KYBJ3CGFrfo7KE5_qtW794U
  3. Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12-7-2019

*Η Ευγενία Τραγάκη είναι Ψυχολόγος στο Υπουργείο Παιδείας, Γ. Γραμματέας του Συλλόγου Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού Ειδικής Αγωγής (ΣΕΕΠΕΑ) Αττικής