Το πρώιμο μελτέμι δροσίζει την αυλή μου στο Απεράθου της Νάξου. Θες μπουφάν για να κάτσεις. Η εσωτερική παγωνιά, ωστόσο, κάνει την ατμόσφαιρα αφόρητη. Κλείνομαι μέσα και σφαλίζω τα στόρια. Α, ρε Βαγγέλη! Δεν γίνεται να το πιστέψω. Κοιτάζω αμήχανα το λευκό χαρτί. Τι να γράψεις! Γαμ@ την πίστη μου, γαμώ, ρε Χλεμπόνι..
Τον γνώρισα δεκαεφτά χρονώ παιδί, όταν αρχές του '80 πρωτόσκασε ανάρχι στα Εξάρχεια, με τον καλπασμό του νεοφώτιστου ελευθεριακού κομμουνιστή και το χαλινό του παλιού προσκόπου. Γρήγορα πιάστηκε στο δόκανο της ΟΣΕ και έκτοτε η μοίρα του δέθηκε αναπόδραστα με τον Τροτσκισμό, συμμετείχε με πάθος στους ζόρικους και αδιέξοδους κοινωνικούς αγώνες της δεκαετίας. Αντί να τον λυγίζουν, τον δυνάμωναν οι δυσκολίες.
Ανέκαθεν οι τροτσκιστές υπακούουν σε ένα παράδοξο πρωτόκολλο. Μόλις γίνουν πολλοί τεμαχίζονται, λες από ένστικτο αυτοσυντήρησης. Ο Βάγγος ακολούθησε όλες τις διασπάσεις του χώρου. ΔΕΑ, Κόκκινο, Διχοτόμηση Κόκκινου, ώσπου αμόλησε κάβο στις αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Οι πρώην σύντροφοι των τροτσκιστικών ομάδων δεν μιλιούνται μεταξύ τους έπειτα από κάθε «χωρισμό», σχεδόν μισιούνται. Κι όμως! Πόσους απ' αυτούς δεν άκουσα στο τηλέφωνο να κλαίνε σαν μικρά παιδιά στο άκουσμα του απροσδόκητου θανάτου του Βαγγέλη. Το δάκρυ παγώνει στα τσίνορα των συναδέλφων και φίλων του. Δεν κυλάει. Είναι που αρνούμαστε να πιστέψουμε το αναπάντεχο. Είκοσι πέντε χρόνια τώρα συνυπήρξαμε με τον Χλέμπουρα -αυτό ήταν το μεγαλοπρεπές προσωνύμιό του- σε διπλανά γραφεία της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» και από το φθινόπωρο του '12 στην «Εφ.Συν.». Βιώσαμε μαζί εξαιρετικές καταστάσεις. Αγχος πάνω στο κλείσιμο, ιδρώτα κάτω από τις σελίδες, πειράγματα, γέλια. Απίθανες στιγμές που σηματοδοτούν κοινή πορεία ζωής. Ιδιόρρυθμος και ιδιοφυής, σου 'δειχνε αυτό που ήταν με την πρώτη ματιά. Ντόμπρα και σταράτα. Ζούσε στα όρια. Κι όμως άντεχε.
Η υπερβολή της υπερβολής είχε αναχθεί σε δεύτερη φύση του. Οι αυτοκαταστροφικές του καταχρήσεις. Ασυγκράτητος σε όλα του. Τελευταία εκπλήρωσε το παλιό του όνειρο να ανοίξει το καφενείο των νεανικών του χρόνων στην Καμπάνη. Αγ. Μελετίου και Αχαρνών, στη γειτονιά του. Το δούλευε με το χαρακτηριστικό πάθος του. Δεν πρέπει να κλείσει, για να μας τον θυμίζει. Εμείς στη σύνταξη ύλης και σ' όλη την «Εφ.Συν.» νιώθουμε σαν να κόπηκε ένα κομμάτι του σώματός μας, το κασέ των σελίδων της ψυχής μας. Κουράγιο στην κυρα-Βαγγελιώ τη μάνα του, στον Μήτσο, στη Σιμόν, στην Αντιγόνη και στους πολλούς στενούς φίλους του. Α, ρε Χλεμπούρι! Δεν χωνεύεται το μαντάτο σου! Αδυνατείς να το συνειδητοποιήσεις, σαν κακό όνειρο την ώρα που ξυπνάς.
Δημήτρης Νανούρης / ΕφΣυν
Τον γνώρισα δεκαεφτά χρονώ παιδί, όταν αρχές του '80 πρωτόσκασε ανάρχι στα Εξάρχεια, με τον καλπασμό του νεοφώτιστου ελευθεριακού κομμουνιστή και το χαλινό του παλιού προσκόπου. Γρήγορα πιάστηκε στο δόκανο της ΟΣΕ και έκτοτε η μοίρα του δέθηκε αναπόδραστα με τον Τροτσκισμό, συμμετείχε με πάθος στους ζόρικους και αδιέξοδους κοινωνικούς αγώνες της δεκαετίας. Αντί να τον λυγίζουν, τον δυνάμωναν οι δυσκολίες.
Ανέκαθεν οι τροτσκιστές υπακούουν σε ένα παράδοξο πρωτόκολλο. Μόλις γίνουν πολλοί τεμαχίζονται, λες από ένστικτο αυτοσυντήρησης. Ο Βάγγος ακολούθησε όλες τις διασπάσεις του χώρου. ΔΕΑ, Κόκκινο, Διχοτόμηση Κόκκινου, ώσπου αμόλησε κάβο στις αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Οι πρώην σύντροφοι των τροτσκιστικών ομάδων δεν μιλιούνται μεταξύ τους έπειτα από κάθε «χωρισμό», σχεδόν μισιούνται. Κι όμως! Πόσους απ' αυτούς δεν άκουσα στο τηλέφωνο να κλαίνε σαν μικρά παιδιά στο άκουσμα του απροσδόκητου θανάτου του Βαγγέλη. Το δάκρυ παγώνει στα τσίνορα των συναδέλφων και φίλων του. Δεν κυλάει. Είναι που αρνούμαστε να πιστέψουμε το αναπάντεχο. Είκοσι πέντε χρόνια τώρα συνυπήρξαμε με τον Χλέμπουρα -αυτό ήταν το μεγαλοπρεπές προσωνύμιό του- σε διπλανά γραφεία της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» και από το φθινόπωρο του '12 στην «Εφ.Συν.». Βιώσαμε μαζί εξαιρετικές καταστάσεις. Αγχος πάνω στο κλείσιμο, ιδρώτα κάτω από τις σελίδες, πειράγματα, γέλια. Απίθανες στιγμές που σηματοδοτούν κοινή πορεία ζωής. Ιδιόρρυθμος και ιδιοφυής, σου 'δειχνε αυτό που ήταν με την πρώτη ματιά. Ντόμπρα και σταράτα. Ζούσε στα όρια. Κι όμως άντεχε.
Η υπερβολή της υπερβολής είχε αναχθεί σε δεύτερη φύση του. Οι αυτοκαταστροφικές του καταχρήσεις. Ασυγκράτητος σε όλα του. Τελευταία εκπλήρωσε το παλιό του όνειρο να ανοίξει το καφενείο των νεανικών του χρόνων στην Καμπάνη. Αγ. Μελετίου και Αχαρνών, στη γειτονιά του. Το δούλευε με το χαρακτηριστικό πάθος του. Δεν πρέπει να κλείσει, για να μας τον θυμίζει. Εμείς στη σύνταξη ύλης και σ' όλη την «Εφ.Συν.» νιώθουμε σαν να κόπηκε ένα κομμάτι του σώματός μας, το κασέ των σελίδων της ψυχής μας. Κουράγιο στην κυρα-Βαγγελιώ τη μάνα του, στον Μήτσο, στη Σιμόν, στην Αντιγόνη και στους πολλούς στενούς φίλους του. Α, ρε Χλεμπούρι! Δεν χωνεύεται το μαντάτο σου! Αδυνατείς να το συνειδητοποιήσεις, σαν κακό όνειρο την ώρα που ξυπνάς.
Δημήτρης Νανούρης / ΕφΣυν