Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Ανέφικτη και απρόσφορη η "κατάργηση" του ασύλου

Γράφει ο Γιώργος Σωτηρέλης*
«Σύμφωνα με παλιά ευρωπαϊκή παράδοση, η τήρηση της τάξης και της ασφάλειας στο σύνολο των χώρων των προορισμένων για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας των Α.Ε.Ι. ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη των αρχών που διοικούν το
ίδρυμα. Το πανεπιστημιακό άσυλο, προστατεύοντας όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, διδάσκοντες και διδασκομένους, και γενικά όσους βρίσκονται εκεί με την δημοκρατικά εκφρασμένη συναίνεση των αρμόδιων ακαδημαϊκών οργάνων, συνέχεται άρρηκτα τόσο με την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας όσο και με την "πλήρη αυτοδιοίκηση" των ΑΕΙ και συνεπώς εμπεριέχεται ουσιαστικά στην κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας που ενεργείται με το άρθρο 16 του Συντάγματος». Αριστόβουλος Μάνεσης, "Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη", τ. Ι, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1980, σ. 702-703.
Να καταργηθεί ή να μην καταργηθεί το άσυλο; Το ζήτημα αυτό, που ανήχθη από την σημερινή κυβέρνηση σε μείζονα προτεραιότητα, είναι πράγματι σοβαρό και έχει ποικίλες προεκτάσεις. Ωστόσο, οι σχετικές εξαγγελίες βρίθουν από ψευδεπίγραφα και λεονταρισμούς και σε κάθε περίπτωση ερείδονται σε εντελώς λανθασμένη βάση. Ας δούμε το γιατί:
Τόσο –και ιδίως– η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση αντιμετωπίζουν το άσυλο αποκλειστικά και μόνο υπό το πρίσμα της πολιτικής σκοπιμότητας. Η μεν κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε μια συστηματική και εμμονική δαιμονοποίηση και συκοφάντηση του ασύλου, φορτώνοντας σε αυτό όλα τα προβλήματα που κατατρύχουν το Πανεπιστήμιο, η δε αξιωματική αντιπολίτευση οχυρώνεται με πάθος πίσω από τις –ατυχείς– σχετικές νομοθετικές ρυθμίζεις της, εθελοτυφλώντας και πετώντας την μπάλα στην εξέδρα.
Ωστόσο, καμία από τις δύο πλευρές δεν προσεγγίζει το άσυλο στην σωστή του διάσταση, τόσο επί της ουσίας όσο και επί της διαδικασίας. Το ζήτημα της κατάργησης του ασύλου είναι προεχόντως συνταγματικό και όχι πολιτικό. Κατά συνέπειαν, πριν συζητήσουμε για το αν πρέπει να καταργηθεί το άσυλο πρέπει να εξετάσουμε πρώτον τι είναι πράγματι αυτό το άσυλο και δεύτερον αν μπορεί όντως να καταργηθεί. Ειδικότερα:

Α. Το άσυλο ως συνταγματική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας

Όπως προκύπτει σαφώς από την θεμελίωση του κορυφαίου Έλληνα συνταγματολόγου αείμνηστου Αριστόβουλου Μάνεση, που τέθηκε ως προμετωπίδα στο ανά χείρας κείμενο, το πανεπιστημιακό άσυλο δεν είναι μια απλή νομοθετική ρύθμιση αλλά ένας συνταγματικός θεσμός, συνυφασμένος με το «πλήρως αυτοδιοίκητο» του Πανεπιστημίου, που ισχύει, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, σε όλες τις δημοκρατικές χώρες και συνδέεται στενά με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Πανεπιστημίου.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για συνταγματική εγγύηση, που απορρέει από το άρθρο 16 του Συντάγματος και προστατεύει έναν συγκεκριμένο ακαδημαϊκό χώρο, όχι σαν «ταμπού» αλλά ως βιόσφαιρα ορισμένων δικαιωμάτων που συνδέονται άρρηκτα με αυτόν. Ως εκ τούτου αποβλέπει αποκλειστικά και μόνον στην διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, δηλαδή της ελευθερίας διδασκαλίας, και των συναφών ελευθεριών της έρευνας και της επιστήμης, όπως εξειδικεύονται στον χώρο του Πανεπιστημίου. Δεν είναι δηλαδή ένα εν γένει «άσυλο ιδεών», όπως εσφαλμένα το αποκαλούν οι περισσότεροι, διότι η ελευθερία της διάδοσης των ιδεών προστατεύεται πλήρως από το Σύνταγμα για όλους και δεν έχει ανάγκη ιδιαίτερης αντιμετώπισης εντός του Πανεπιστημίου.
Για να το πούμε απλά, το πανεπιστημιακό άσυλο σημαίνει, ως προς την ακαδημαϊκή ελευθερία, ό,τι περίπου και το άσυλο κατοικίας ως προς το δικαίωμα του ιδιωτικού βίου. Δηλαδή ότι κανείς, εκτός από τα υποκείμενα της ακαδημαϊκής ελευθερίας (διδάσκοντες και φοιτητές), δεν δικαιούται να εισέρχεται και πολύ περισσότερο να παραμένει εντός των (περίκλειστων) χώρων του Πανεπιστημίου, χωρίς πρόσκληση από τους συλλογικούς φορείς των διδασκόντων και των φοιτητών αλλά και χωρίς άδεια από τις αυτοδιοικητικές του αρχές.

Β. Το άσυλο σαν πρόσχημα για την επικράτηση δυναμικών μειοψηφιών

Το άσυλο ισχύει «έναντι οποιουδήποτε» (με βάση και την συνταγματικά πλέον κατοχυρωμένη αρχή της τριτενέργειας). Άρα και απέναντι στις ποικίλες ιδιωτικές εξουσίες που εισβάλλουν συχνά στον χώρο των Πανεπιστημίων, χωρίς την άδεια των αυτοδιοικητικών αρχών τους –αλλά και χωρίς πρόσκληση των φορέων της ακαδημαϊκής κοινότητας– και παραβιάζουν βάναυσα τα προεκτεθέντα δικαιώματα, με βανδαλισμούς, άσκηση ιδεολογικής τρομοκρατίας, αποκλεισμούς γραφείων διδασκόντων και άλλα θλιβερά παρόμοια.
Στην περίπτωση αυτή λοιπόν δεν φταίει το άσυλο, αφού έχει ήδη παραβιασθεί, αλλά η ατολμία και η έλλειψη δημοκρατικής ευθύνης των πανεπιστημιακών αρχών, οι οποίες οφείλουν να ζητούν από τις δυνάμεις της τάξης όχι την άρση του ασύλου αλλά την άρση της παραβίασης του ασύλου από τις ως άνω δυναμικές μειοψηφίες (τους λεγόμενους «μπαχαλάκηδες») αλλά και από διαφόρους μικροεγκληματίες, που εκμεταλλεύονται την κατάσταση με ποικίλες παραβατικές συμπεριφορές. Όσο δε για τις περιπτώσεις σοβαρής εγκληματικότητας, μια τέτοια άδεια δεν χρειάζεται καν, διότι κατά την ισχύουσα νομοθεσία η αστυνομία μπορεί να παρέμβει όταν «διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής».

Γ. Το άσυλο δεν μπορεί να καταργηθεί

Με δεδομένη, λοιπόν, την συνταγματική του κατοχύρωση, το άσυλο δεν μπορεί να καταργηθεί. Θα συνεχίσει να ισχύει ακόμη και αν δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, όπως συνέβη άλλωστε με τον προηγούμενο «νόμο Διαμαντοπούλου» (έναν νόμο συντηρητικό, προβληματικό και πολλαπλά υπερτιμημένο, για τον οποίο το επιχείρημα ότι ψηφίσθηκε με ευρεία πλειοψηφία παραβλέπει το ότι και η κάκιστη ισχύουσα συνταγματική ρύθμιση για την ευθύνη υπουργών έλαβε επίσης ευρεία –και ακόμα μεγαλύτερη– πλειοψηφία…).
Ας αναλογισθούμε λοιπόν τι άλλαξε με εκείνον τον νόμο, επί της ουσίας, σε σχέση με την προγενέστερη κατάσταση. Η απάντηση είναι προφανής: απολύτως τίποτε. Ούτε οι πρυτάνεις άρχισαν να παίρνουν σχετικές πρωτοβουλίες για να προκαλέσουν επέμβαση της αστυνομίας, είτε λόγω ευθυνοφοβίας είτε φοβούμενοι τυχόν θλιβερές συνέπειες εντός του Πανεπιστημίου, αλλά ούτε και οι εισαγγελικές αρχές έδειξαν καμία διάθεση να διατάξουν μια τέτοια επέμβαση, με αποτέλεσμα να μην προκύψει βελτίωση της κατάστασης ούτε καν για αυτόφωρα κακουργήματα.
Στη συνέχεια βέβαια ήρθε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η νομοθετική πολιτική της οποίας για το Πανεπιστήμιο υπήρξε γενικά άκρως προβληματική και εν πολλοίς πελατειακή. Στο συγκεκριμένο δε ζήτημα, οι εκλεκτικές συγγένειες με τους πάσης φύσεως «μπαχαλάκηδες» τον οδήγησε στο να χαϊδεύει διαρκώς τα αυτιά του κατ’ευφημισμόν «ώριμου» φοιτητικού κινήματος» και να ανέχεται τις αντιδημοκρατικές πρακτικές των διάφορων «γκροπούσκουλων», που εκφράζουν μεν μικρό μέρος των φοιτητών πλην όμως επιμένουν να επιβάλλον τις απόψεις τους με κάθε μέσο.
Στο πλαίσιο αυτής της νοοτροπίας, η αντιμετώπιση του ασύλου ήταν η χειρότερη δυνατή: επανέφερε, ως προς την αρμοδιότητα πρόσκλησης της αστυνομίας, το βραδυκίνητο και προβληματικό σχήμα του πρυτανικού συμβουλίου, αντί του πρύτανη τον οποίο ορθά είχε ορίσει αποκλειστικά υπεύθυνο, για να διασφαλίσει αμεσότητα και ευελιξία, ο «νόμος Γιαννάκου» (ένας πράγματι ένα ισορροπημένος και προσεκτικός νόμος, που θα μπορούσε, γενικώς, με ορισμένες τροποποιήσεις, να αποτελέσει μια καλή βάση συζήτησης).
Από την μια λοιπόν η κακή νομοθετική ρύθμιση του ασύλου και από την άλλη η συγκεκριμένη «ανεκτικότητα» του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε φαινόμενα ανομίας και εξουσιαστικής βίας στο Πανεπιστήμιο (συχνά μάλιστα στο όνομα αντιεξουσιαστικών αρχών…) οδήγησαν σε εμφανή χειροτέρευση της κατάστασης, την οποία τώρα επικαλείται η κυβέρνηση για να επιβάλει, στην πραγματικότητα, μια ευθεία καταστρατήγηση του Συντάγματος. Διότι περί αυτού πρόκειται όταν επιχειρεί απροκάλυπτα να ταυτίσει το «πλήρως αυτοδιοικούμενο» κατά το Σύνταγμα Πανεπιστήμιο –με τις πολλές και προφανείς θεσμικές ιδιαιτερότητες και εγγυήσεις του– με οποιαδήποτε άλλη δημόσια υπηρεσία…

Δ. Η νομοθετική ρύθμιση δεν πρέπει να εξαλειφθεί αλλά να αλλάξει

Ακόμη όμως και αν ξεχάσουμε προς στιγμήν το Σύνταγμα, όπως κάνει δυστυχώς ο πρωθυπουργός αλλά και η νέα υπουργός παιδείας –παρότι νομικός…– το μεγάλο ερώτημα είναι το ακόλουθο: μπορεί η εξαγγελλόμενη κατάργηση του ασύλου να απαλλάξει τα ΑΕΙ από τα προαναφερθέντα προβλήματά τους;
Η θέση μου και αυτό το επίπεδο είναι απολύτως αρνητική. Πρώτον, διότι η σχετική –σχηματική, απλουστευτική και εν τέλει παραπλανητική– επιχειρηματολογία θυμίζει το γνωστό: «πονάει πόδι, κόβει κεφάλι». Δεύτερον, διότι ανάλογα φαινόμενα με αυτά που συμβαίνουν στο Πανεπιστήμιο παρατηρούνται, εδώ και δεκαετίες, και σε χώρους που δεν προστατεύονται από το άσυλο.
Αρκεί να θυμηθούμε τα επανειλημμένα κρούσματα βανδαλισμών και σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης καθώς και σε πλείστα όσα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια –με αποκορύφωμα αυτό που συνέβη κατά τα «δεκεμβριανά» του 2008, με πλήρη απουσία της αστυνομίας– αλλά και τις ουκ ολίγες περιπτώσεις βίαιης αποβολής συναδέλφων από εξωπανεπιστημιακές αίθουσες, και πάλι με πλήρη απουσία της αστυνομίας.
Τρίτον δε, και σπουδαιότερον, διότι η κατάργηση του ασύλου είναι μια εύκολη υπεκφυγή για να αποφευχθεί το μείζον. Το πώς δηλαδή θα επιτευχθεί μια ισορροπία στον ευαίσθητο χώρο του Πανεπιστημίου, με επίκεντρο την δημοκρατική ευθύνη των πρυτάνεων, κατά τα ανωτέρω, αλλά και με συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις που θα αντιμετωπίζουν το άσυλο στην πραγματική του διάσταση: ως συνταγματική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, που πρέπει να εξειδικευθεί προσεκτικά, και όχι σαν άλλοθι για την άσκηση εξουσιαστικής βίας, είτε από τους πολεμίους του είτε από τους δήθεν υπερμάχους αλλά στην πραγματικότητα υπονομευτές του…
Η καλύτερη δε λύση, προς αυτήν την κατεύθυνση, αντί των διάφορων ανέφικτων, απρόσφορων και εν τέλει ανεύθυνων εξαγγελιών, θα ήταν να ιδρυθεί ένα ειδικό και κατάλληλα εκπαιδευμένο σώμα φύλαξης των Πανεπιστημίων, που θα τεθεί στη διάθεση των Πρυτάνεων για να διασφαλίσει την εφαρμογή του (πραγματικού) πανεπιστημιακού ασύλου erga omnes.
Να διασφαλίσει, δηλαδή, ότι στον χώρο των Πανεπιστημίων θα κινούνται μόνον αυτοί που ανήκουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα –ή προσκαλούνται από αυτήν– χωρίς να καταλείπεται κανένα περιθώριο, σε οποιονδήποτε, είτε να αναπτύσσει παραβατικές συμπεριφορές, εκμεταλλευόμενος ένα δήθεν «άβατο», είτε να επιβάλλει έναν ιδιότυπο «αριστερό μακαρθισμό», αποκλείοντας δογματικά και αυθαίρετα μη αρεστές επιστημονικές θέσεις, θεωρητικές απόψεις και ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές προσεγγίσεις…

- το κείμενο του Γιώργου Σωτηρέλη είναι από το σάιτ slpress.gr