του Αντώνη Λιάκου
Στο νομοσχέδιο για το «επιτελικό κράτος», που κατατέθηκε, προβλέπεται η σύσταση επιτροπής με τη συμβολική ονομασία «Ελλάδα 2021», για την προετοιμασία της χώρας εν όψει των εορτασμών των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Η επιτροπή θα υπάγεται κατευθείαν στον Πρωθυπουργό που βλέπει την επέτειο ως «ευκαιρία να επανασυστήσουμε τη νέα Ελλάδα στον κόσμο. Την Ελλάδα της δημιουργίας, την Ελλάδα της εξωστρέφειας».
Αναμενόμενο ως εδώ. Καμιά κυβέρνηση δεν θα’χανε παρόμοια..
ευκαιρία να καρφιτσώσει την πολιτική της πάνω στην εθνική αφήγηση. Γι’ αυτό αναλαμβάνει μια επιτροπή υπό το άγρυπνο μάτι του Πρωθυπουργού τη «μελέτη και υποβολή προτάσεων για την ανάδειξη των αξιών του Ελληνικού Έθνους, του πολιτισμού και της ιστορίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα». Ακούγεται παρωχημένος αυτός ο λόγος, αν και φοβάμαι ότι θα βρεθούν ιστορικοί, πολιτικοί επιστήμονες, νομικοί και φιλόσοφοι, όσοι φιλοδοξούν ρόλο εθνικού ταγού ή γκουρού, που θα σπεύσουν να υποδείξουν τις αξίες αυτές σε πνεύμα νέας εθνικής συναίνεσης.
Όμως το τρίτο σημείο στα καθήκοντα της επιτροπής, «η ανάπτυξη του εθνικού αφηγήματος της Ελλάδας με σκοπό την δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας και των φορέων του ελληνικού κράτους», είναι πράγματι ανησυχητικό.
Το 1932 ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ συγκρότησε μια επιτροπή από «πρόσωπα εγνωσμένου κύρους από τον χώρο της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών και της επιστήμης» που την ονόμασε Επιτροπή για τη Μελέτη της Τουρκικής Ιστορίας. Καρπός των εργασιών της επιτροπής αυτής ήταν το βιβλίο Türk Tarihinin Ana Hatlari (Οι βασικές γραμμές της Τουρκικής Ιστορίας). Στη συνέχεια συγκάλεσε δασκάλους, καθηγητές, δημοσιογράφους και διανοούμενους από όλη την Τουρκία όπου παρουσίασε το καινούργιο αφήγημα της Τουρκίας με σκοπό την δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας και των φορέων του τουρκικού κράτους. Δημιούργησε δηλαδή και επέβαλε ένα κρατικό δόγμα ιστορίας υπό την άγρυπνη επιτήρησή του.
Ο Κεμάλ επανέλαβε αυτό που λίγο πολύ έκαναν όλα τα κράτη στις αρχές της συγκρότησης τους, δηλαδή να κατασκευάσει και να επιβάλει μια αντίληψη εθνικής ιστορίας. Αλλά ο τρόπος που το έκανε, δηλαδή η επιβολή ενός κεντρικά σχεδιασμένου δόγματος, ανταποκρινόταν σε μια εποχή αποθέωσης του κρατισμού, που η κρατική επιβολή ιδεολογίας ήταν κάτι κοινό, και επομένως δεν παραξένευε, και στην σταλινική Ρωσία, και στην φασιστική Ιταλία και Γερμανία, αλλά και σε μικρότερες χώρες με αυταρχικά καθεστώτα. Αλλά στην Ελλάδα του 2019, έχουμε ανάγκη από «την δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας» επιβεβλημένη από το κράτος;
Δεν έχει σημασία με τι υλικά θα κατασκευαστεί αυτή η ενιαία εικόνα, και επομένως δεν εξαρτάται από το ποιοι θα συμμετάσχουν σε αυτή την επιτροπή. Δεν έχει σημασία αν θα υιοθετηθεί μια ηρωϊκή ή εκσυγχρονιστική εκδοχή. Σημασία έχει η κανονικοποίηση και η επιβολή ενός κανόνα ιστορίας για την Επανάσταση του 1821, και την ελληνική ιστορία. Θα είναι πολύ μεγάλη οπισθοδρόμηση για την Ελλάδα.
Η επέτειος των 200 χρόνων της Επανάστασης θα είναι ένας πόλεμος ερμηνειών και σημασιών όχι μόνο για την επανάσταση αλλά και για την νεοελληνική ιστορία. Όπως ήταν και για τη Γαλλία τα 200 χρόνια από την επανάστασή της, το 1989. Τί ονομάζουμε «επανάσταση» και ποιο περιεχόμενο της δίνουμε, πώς την τοποθετούμε στην ιστορική ροή, τι εννοούμε μιλώντας για το γεγονός αυτό, πώς αντιλαμβανόμαστε δυο αιώνες ελληνικής ιστορίας, για όλα αυτά δεν υπάρχει ομοφωνία, και ευτυχώς, αλλά ένας πλούτος συζήτησης. Στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί μια ρωμαλέα ιστορική κοινότητα πολυφωνική και πολυπρισματική. Γι αυτό το λόγο το πεδίο της συζήτησης πρέπει να είναι ανοιχτό, πολυφωνικό και ανεξάρτητο από το κράτος.
Κυρίως όμως ως ιστορικοί πρέπει να πάρουμε εμείς την πρωτοβουλία μιας δημόσιας συζήτησης για την Επανάσταση αλλά και για τα διακόσια χρόνια ελληνικής ιστορίας. Με ένα διαρκές φόρουμ συζήτησης. Πρωτίστως όμως πρέπει να απαιτήσουμε τη διαγραφή του άρθρου 113 του νόμου για το επιτελικό κράτος. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο άρθρο, απειλεί την ελευθερία της ιστορικής έρευνας και συζήτησης, δείχνει ένα μείγμα άγνοιας και αλαζονείας. Θα δυσφημίσει τη χώρα διεθνώς. Η ταυτότητα μιας χώρας δεν είναι εμπορικό σήμα.
* Ο Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής νεώτερης ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το κείμενό του είναι από την προσωπική του σελίδα στο facebook
Στο νομοσχέδιο για το «επιτελικό κράτος», που κατατέθηκε, προβλέπεται η σύσταση επιτροπής με τη συμβολική ονομασία «Ελλάδα 2021», για την προετοιμασία της χώρας εν όψει των εορτασμών των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Η επιτροπή θα υπάγεται κατευθείαν στον Πρωθυπουργό που βλέπει την επέτειο ως «ευκαιρία να επανασυστήσουμε τη νέα Ελλάδα στον κόσμο. Την Ελλάδα της δημιουργίας, την Ελλάδα της εξωστρέφειας».
Αναμενόμενο ως εδώ. Καμιά κυβέρνηση δεν θα’χανε παρόμοια..
ευκαιρία να καρφιτσώσει την πολιτική της πάνω στην εθνική αφήγηση. Γι’ αυτό αναλαμβάνει μια επιτροπή υπό το άγρυπνο μάτι του Πρωθυπουργού τη «μελέτη και υποβολή προτάσεων για την ανάδειξη των αξιών του Ελληνικού Έθνους, του πολιτισμού και της ιστορίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα». Ακούγεται παρωχημένος αυτός ο λόγος, αν και φοβάμαι ότι θα βρεθούν ιστορικοί, πολιτικοί επιστήμονες, νομικοί και φιλόσοφοι, όσοι φιλοδοξούν ρόλο εθνικού ταγού ή γκουρού, που θα σπεύσουν να υποδείξουν τις αξίες αυτές σε πνεύμα νέας εθνικής συναίνεσης.
Όμως το τρίτο σημείο στα καθήκοντα της επιτροπής, «η ανάπτυξη του εθνικού αφηγήματος της Ελλάδας με σκοπό την δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας και των φορέων του ελληνικού κράτους», είναι πράγματι ανησυχητικό.
Το 1932 ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ συγκρότησε μια επιτροπή από «πρόσωπα εγνωσμένου κύρους από τον χώρο της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών και της επιστήμης» που την ονόμασε Επιτροπή για τη Μελέτη της Τουρκικής Ιστορίας. Καρπός των εργασιών της επιτροπής αυτής ήταν το βιβλίο Türk Tarihinin Ana Hatlari (Οι βασικές γραμμές της Τουρκικής Ιστορίας). Στη συνέχεια συγκάλεσε δασκάλους, καθηγητές, δημοσιογράφους και διανοούμενους από όλη την Τουρκία όπου παρουσίασε το καινούργιο αφήγημα της Τουρκίας με σκοπό την δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας και των φορέων του τουρκικού κράτους. Δημιούργησε δηλαδή και επέβαλε ένα κρατικό δόγμα ιστορίας υπό την άγρυπνη επιτήρησή του.
Ο Κεμάλ επανέλαβε αυτό που λίγο πολύ έκαναν όλα τα κράτη στις αρχές της συγκρότησης τους, δηλαδή να κατασκευάσει και να επιβάλει μια αντίληψη εθνικής ιστορίας. Αλλά ο τρόπος που το έκανε, δηλαδή η επιβολή ενός κεντρικά σχεδιασμένου δόγματος, ανταποκρινόταν σε μια εποχή αποθέωσης του κρατισμού, που η κρατική επιβολή ιδεολογίας ήταν κάτι κοινό, και επομένως δεν παραξένευε, και στην σταλινική Ρωσία, και στην φασιστική Ιταλία και Γερμανία, αλλά και σε μικρότερες χώρες με αυταρχικά καθεστώτα. Αλλά στην Ελλάδα του 2019, έχουμε ανάγκη από «την δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας» επιβεβλημένη από το κράτος;
Δεν έχει σημασία με τι υλικά θα κατασκευαστεί αυτή η ενιαία εικόνα, και επομένως δεν εξαρτάται από το ποιοι θα συμμετάσχουν σε αυτή την επιτροπή. Δεν έχει σημασία αν θα υιοθετηθεί μια ηρωϊκή ή εκσυγχρονιστική εκδοχή. Σημασία έχει η κανονικοποίηση και η επιβολή ενός κανόνα ιστορίας για την Επανάσταση του 1821, και την ελληνική ιστορία. Θα είναι πολύ μεγάλη οπισθοδρόμηση για την Ελλάδα.
Η επέτειος των 200 χρόνων της Επανάστασης θα είναι ένας πόλεμος ερμηνειών και σημασιών όχι μόνο για την επανάσταση αλλά και για την νεοελληνική ιστορία. Όπως ήταν και για τη Γαλλία τα 200 χρόνια από την επανάστασή της, το 1989. Τί ονομάζουμε «επανάσταση» και ποιο περιεχόμενο της δίνουμε, πώς την τοποθετούμε στην ιστορική ροή, τι εννοούμε μιλώντας για το γεγονός αυτό, πώς αντιλαμβανόμαστε δυο αιώνες ελληνικής ιστορίας, για όλα αυτά δεν υπάρχει ομοφωνία, και ευτυχώς, αλλά ένας πλούτος συζήτησης. Στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί μια ρωμαλέα ιστορική κοινότητα πολυφωνική και πολυπρισματική. Γι αυτό το λόγο το πεδίο της συζήτησης πρέπει να είναι ανοιχτό, πολυφωνικό και ανεξάρτητο από το κράτος.
Αν θέλουμε να περιγράψουμε το ρόλο που θα έπρεπε να έχει το κράτος θα ήταν να ενθαρρύνει και να υποστηρίξει τις ιστορικές έρευνες (οι οποίες κατά κανόνα θέτουν καινούργια ερωτήματα) και τη διάχυση των αποτελεσμάτων τους στην κοινωνία, τις πρωτοβουλίες δημόσιας ιστορίας. Δεν είναι δουλειά του να επιβάλει ούτε κοινές αξίες, ούτε πολύ περισσότερο «ενιαίο αφήγημα» του έθνους.Και επειδή η επανάσταση του 1821 ήταν ένα παγκόσμιο γεγονός, δεν φτάνει να το λέμε εμείς, αλλά να προσελκύσουμε στη μελέτη της επανάστασης ιστορικούς ερευνητές από έναν ευρύτερο κύκλο χωρών που θα αναλάβουν να δείξουν πώς το γεγονός αυτό συνυφάνθηκε με την δική τους ιστορία.
Κυρίως όμως ως ιστορικοί πρέπει να πάρουμε εμείς την πρωτοβουλία μιας δημόσιας συζήτησης για την Επανάσταση αλλά και για τα διακόσια χρόνια ελληνικής ιστορίας. Με ένα διαρκές φόρουμ συζήτησης. Πρωτίστως όμως πρέπει να απαιτήσουμε τη διαγραφή του άρθρου 113 του νόμου για το επιτελικό κράτος. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο άρθρο, απειλεί την ελευθερία της ιστορικής έρευνας και συζήτησης, δείχνει ένα μείγμα άγνοιας και αλαζονείας. Θα δυσφημίσει τη χώρα διεθνώς. Η ταυτότητα μιας χώρας δεν είναι εμπορικό σήμα.
* Ο Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής νεώτερης ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το κείμενό του είναι από την προσωπική του σελίδα στο facebook