Όταν ο δολοφόνος του Παύλου Φύσσα μας φτύνει στα μούτρα
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Η Μάγδα Φύσσα δεν πήγε. Η μάνα του Παύλου δεν πήγε χθες στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Δεν άντεχε ν’ ακούσει από τα χείλη του κατηγορούμενου Ρουπακιά, πως δολοφόνησε το γιο της. Τις μαχαιριές. Τον πρόεδρο του..
δικαστηρίου να τον ρωτάει για τις μαχαιριές.
Στην καρδιά του παιδιού της, στην δική της την καρδιά.
Να ρωτάει ο πρόεδρος:
«Όταν σκοπός του δεν είναι να σκοτώσει, επιλέγει μέρη του σώματος που δεν είναι βασικά για τη ζωή του και άπαξ τον μαχαιρώσει μία φορά, τον αποδυναμώνει και ολοκληρώνει τον σκοπό του. Με τη μία μαχαιριά λογικά ο οποιοσδήποτε αποδυναμώνεται. Η συνέχεια γιατί;»
Και να απαντάει ο Ρουπακιάς:
«Σας είπα, εγώ ποτέ δεν έχω μπλέξει με την αστυνομία ποτέ, εκείνη την ώρα το μόνο που θες είναι να φύγεις από τα χέρια ενός ανθρώπου…»
Καμία εμπλοκή με την αστυνομία, ο ναζιστικός χαιρετισμός προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα, 600.000 άνθρωποι που ψήφισαν Χρυσή Αυγή δεν μπορεί να είναι ναζιστές, ποιος είναι ναζιστής δηλαδή, δουλευόμαστε τώρα, και είχε κι ένα κεφάλι διαφορά με τον Φύσσα κι ο Φύσσας τον χτύπησε, μώλωπες είχε ο άνθρωπος, τρέλα έπαθε το μαχαίρι έβγαλε, τον κάρφωσε πρώτα στο πόδι, σε άμυνα ήταν, ήθελε να φύγει απ’ τα χέρια του, το μόνο που ήθελε αυτό ήταν, και πώς κάνετε έτσι, δεν μπορώ να το καταλάβω, γιατί τόσος θόρυβος, το μόνο που ήθελε, μια απλή ανθρωποκτονία ήταν, τίποτε άλλο, μια απλή ανθρωποκτονία.
Με τα λόγια του Ρουπακιά:
«Ήταν μια ανθρωποκτονία και επειδή ήταν πολιτικό το θέμα, το μπλέξανε με αυτό, και μια απλή ανθρωποκτονία την κάνανε ολόκληρη ιστορία…»
Και πάλι καλά να λέμε που η Μάγδα Φύσσα δεν τον άκουσε τον Ρουπακιά. Να του πετάξει πάλι κάνα μπουκάλι νερό, να του προξενήσει μώλωπες, είναι μαλακό το τριχωτό της κεφαλής του δολοφόνου, ο ίδιος το είπε στο σεβαστό δικαστήριο, λυτή η μάνα του Φύσσα, το είπε ο δημοσιογράφος, ο σεβαστός συνάδελφος και πανικοβλήθηκε ο Ρουπακιάς, στεσαρίστηκε, όπως είδε το μπουκάλι να ‘ρχεται, τέτοιο κακό να μη σε βρει, ένα μπουκάλι νερό κατακέφαλα.
Το είπε ο δημοσιογράφος, ζόρι μεγάλο τράβηξε ο Ρουπακιάς…
Στο κάτω κάτω της γραφής περί απλής ανθρωποκτονίας επρόκειτο. Πολύ απλή, καθημερινή, μπανάλ σχεδόν και την κάνανε ολόκληρη ιστορία. Λόγω τα πολιτικά ρε φίλε, που θέλανε να εξαφανίσουν τον αρχαιοελληνικό χαιρετισμό και να καταπιούνε τη Χρυσή Αυγή, ντροπής πράγματα, μια απλή, μια ασήμαντη, μια τόση δα ανθρωποκτονία την κάνανε μεγάλο θέμα. Και στρεσαρίστηκε ο Ρουπακιάς…
Ναι, καλά έκανε και δεν πήγε η Μάγδα Φύσσα. Καλά έκανε και δεν πήγε η μάνα κάθε δημοκράτη Έλληνα. Ν’ ακούσει τι δηλαδή, ν’ ακούσει το δολοφόνο του παιδιού της να περιγράφει το μακελειό ως μια απλή ανθρωποκτονία; Σπίτι του ο ένας, στο χώμα ο άλλος. Τόσα χρόνια τώρα, ο Παύλος Φύσσας στο χώμα.
Εκεί να πάει η μάνα του, στο μνήμα να πάει. Να του πει λεβέντη μου μην το παίρνεις προσωπικά και μην το παίρνεις κατάκαρδα. Στο κάτω κάτω ποιος είσαι εσύ που θα προσβάλλεις 600.000 χιλιάδες ανθρώπους; Ένα φάντασμα είσαι πια, μια ανάμνηση. Ο κόσμος προχωράει, αλλάζουν οι εποχές. Μια απλή ανθρωποκτονία ήταν, πώς κάνετε έτσι;
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Η Μάγδα Φύσσα δεν πήγε. Η μάνα του Παύλου δεν πήγε χθες στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Δεν άντεχε ν’ ακούσει από τα χείλη του κατηγορούμενου Ρουπακιά, πως δολοφόνησε το γιο της. Τις μαχαιριές. Τον πρόεδρο του..
δικαστηρίου να τον ρωτάει για τις μαχαιριές.
Στην καρδιά του παιδιού της, στην δική της την καρδιά.
Να ρωτάει ο πρόεδρος:
«Όταν σκοπός του δεν είναι να σκοτώσει, επιλέγει μέρη του σώματος που δεν είναι βασικά για τη ζωή του και άπαξ τον μαχαιρώσει μία φορά, τον αποδυναμώνει και ολοκληρώνει τον σκοπό του. Με τη μία μαχαιριά λογικά ο οποιοσδήποτε αποδυναμώνεται. Η συνέχεια γιατί;»
Και να απαντάει ο Ρουπακιάς:
«Σας είπα, εγώ ποτέ δεν έχω μπλέξει με την αστυνομία ποτέ, εκείνη την ώρα το μόνο που θες είναι να φύγεις από τα χέρια ενός ανθρώπου…»
Καμία εμπλοκή με την αστυνομία, ο ναζιστικός χαιρετισμός προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα, 600.000 άνθρωποι που ψήφισαν Χρυσή Αυγή δεν μπορεί να είναι ναζιστές, ποιος είναι ναζιστής δηλαδή, δουλευόμαστε τώρα, και είχε κι ένα κεφάλι διαφορά με τον Φύσσα κι ο Φύσσας τον χτύπησε, μώλωπες είχε ο άνθρωπος, τρέλα έπαθε το μαχαίρι έβγαλε, τον κάρφωσε πρώτα στο πόδι, σε άμυνα ήταν, ήθελε να φύγει απ’ τα χέρια του, το μόνο που ήθελε αυτό ήταν, και πώς κάνετε έτσι, δεν μπορώ να το καταλάβω, γιατί τόσος θόρυβος, το μόνο που ήθελε, μια απλή ανθρωποκτονία ήταν, τίποτε άλλο, μια απλή ανθρωποκτονία.
Με τα λόγια του Ρουπακιά:
«Ήταν μια ανθρωποκτονία και επειδή ήταν πολιτικό το θέμα, το μπλέξανε με αυτό, και μια απλή ανθρωποκτονία την κάνανε ολόκληρη ιστορία…»
Και πάλι καλά να λέμε που η Μάγδα Φύσσα δεν τον άκουσε τον Ρουπακιά. Να του πετάξει πάλι κάνα μπουκάλι νερό, να του προξενήσει μώλωπες, είναι μαλακό το τριχωτό της κεφαλής του δολοφόνου, ο ίδιος το είπε στο σεβαστό δικαστήριο, λυτή η μάνα του Φύσσα, το είπε ο δημοσιογράφος, ο σεβαστός συνάδελφος και πανικοβλήθηκε ο Ρουπακιάς, στεσαρίστηκε, όπως είδε το μπουκάλι να ‘ρχεται, τέτοιο κακό να μη σε βρει, ένα μπουκάλι νερό κατακέφαλα.
Το είπε ο δημοσιογράφος, ζόρι μεγάλο τράβηξε ο Ρουπακιάς…
Στο κάτω κάτω της γραφής περί απλής ανθρωποκτονίας επρόκειτο. Πολύ απλή, καθημερινή, μπανάλ σχεδόν και την κάνανε ολόκληρη ιστορία. Λόγω τα πολιτικά ρε φίλε, που θέλανε να εξαφανίσουν τον αρχαιοελληνικό χαιρετισμό και να καταπιούνε τη Χρυσή Αυγή, ντροπής πράγματα, μια απλή, μια ασήμαντη, μια τόση δα ανθρωποκτονία την κάνανε μεγάλο θέμα. Και στρεσαρίστηκε ο Ρουπακιάς…
Ναι, καλά έκανε και δεν πήγε η Μάγδα Φύσσα. Καλά έκανε και δεν πήγε η μάνα κάθε δημοκράτη Έλληνα. Ν’ ακούσει τι δηλαδή, ν’ ακούσει το δολοφόνο του παιδιού της να περιγράφει το μακελειό ως μια απλή ανθρωποκτονία; Σπίτι του ο ένας, στο χώμα ο άλλος. Τόσα χρόνια τώρα, ο Παύλος Φύσσας στο χώμα.
Εκεί να πάει η μάνα του, στο μνήμα να πάει. Να του πει λεβέντη μου μην το παίρνεις προσωπικά και μην το παίρνεις κατάκαρδα. Στο κάτω κάτω ποιος είσαι εσύ που θα προσβάλλεις 600.000 χιλιάδες ανθρώπους; Ένα φάντασμα είσαι πια, μια ανάμνηση. Ο κόσμος προχωράει, αλλάζουν οι εποχές. Μια απλή ανθρωποκτονία ήταν, πώς κάνετε έτσι;
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr