Η νύφη, η κακιά πεθερά, η αρκούδα και τα μαύρα μαλλιά που δεν ξάσπριζαν
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Εκλογές έχουμε μεθαύριο, ήρθε η ώρα για το παραμυθάκι τους.
Από το εκλεκτό βιβλίο «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου»
(δια χειρός Στέφανου Γρανίτσα, εκδόσεις «Εστίας»), που πάντοτε βρίσκει
το στόχο, ανεξαρτήτως..
εποχής και διακυβεύματος. Τα υπόλοιπα θα τα βρείτε εσείς που είστε γατόνια!
«Η πεθερά λοιπόν, που εβασάνιζε τη νύφη της, έδωκε σ’ αυτήν ένα πρωί μαύρα μαλλιά για να πάει στη βρύση να τα πλύνει, όσο το δυνατόν να γίνουν άσπρα.
- Μπορεί, μάνα, τα μαύρα μαλλιά να γίνουν άσπρα;…
- Μπορεί και παραμπορεί… Η άξια γυναίκα όλα τα μπορεί…
Η νύφη πήρε τα μαύρα μαλλιά και πήγε στη βρύση. Έπλυνε, ξέβγανε αλλά τα μαλλιά έβγαιναν πάντα μαύρα. Έφτασε το βράδυ κι η νύφη απόκαμε:
- Τώρα, είπε, τι να κάμω;… Όπου κι αν είναι θα κουβαληθεί ο Ιούδας εδώ και θα με γέψει… Λυπήσου με, Παναγία μου, κάνε με έν’ αγρίμι να την πνίξω άμα έρθει να με βασανίσει…
Η Παναγία την εψυχοπόνεσε και την έκαμε Αρκούδα.
- Τώρα, Παναγιά μου, είπε, και σου την σιγυρίζω…
Παραμέρισε σε μια κουφάλα και περίμενε την πεθερά της. Εκείνη και καθώς δεν είδε τη νύφη της δίπλα στα κανάλια, πήρε ένα ξύλο κι άρχισε να ψάχνει δεξιά και αριστερά στα πλατάνια. Την ώρα όμως που η Αρκούδα ήταν έτοιμη να της ριχθεί και να την σχίσει, εκείνη επρόλαβε και φώναξε:
- Αχ ετούτο τα’ αγρίμι έφαγε τη νυφούλα μου…
Κι έβαλε τα κλάματα, ώστε η Αρκούδα είδε η θάρρεψε πως την πονούσε στ’ αλήθεια. Κι έτσι δεν την επείραξε, αλλά έφυγε στα βουνά».
Κι έτσι σοφοί που είμαστε, με τόση πείρα, ήδη θα το καταλάβαμε Αρκούδες και πεθερές τι σημαίνουν.
Καλό βόλι!
- από το newpost
εποχής και διακυβεύματος. Τα υπόλοιπα θα τα βρείτε εσείς που είστε γατόνια!
«Η πεθερά λοιπόν, που εβασάνιζε τη νύφη της, έδωκε σ’ αυτήν ένα πρωί μαύρα μαλλιά για να πάει στη βρύση να τα πλύνει, όσο το δυνατόν να γίνουν άσπρα.
- Μπορεί, μάνα, τα μαύρα μαλλιά να γίνουν άσπρα;…
- Μπορεί και παραμπορεί… Η άξια γυναίκα όλα τα μπορεί…
Η νύφη πήρε τα μαύρα μαλλιά και πήγε στη βρύση. Έπλυνε, ξέβγανε αλλά τα μαλλιά έβγαιναν πάντα μαύρα. Έφτασε το βράδυ κι η νύφη απόκαμε:
- Τώρα, είπε, τι να κάμω;… Όπου κι αν είναι θα κουβαληθεί ο Ιούδας εδώ και θα με γέψει… Λυπήσου με, Παναγία μου, κάνε με έν’ αγρίμι να την πνίξω άμα έρθει να με βασανίσει…
Η Παναγία την εψυχοπόνεσε και την έκαμε Αρκούδα.
- Τώρα, Παναγιά μου, είπε, και σου την σιγυρίζω…
Παραμέρισε σε μια κουφάλα και περίμενε την πεθερά της. Εκείνη και καθώς δεν είδε τη νύφη της δίπλα στα κανάλια, πήρε ένα ξύλο κι άρχισε να ψάχνει δεξιά και αριστερά στα πλατάνια. Την ώρα όμως που η Αρκούδα ήταν έτοιμη να της ριχθεί και να την σχίσει, εκείνη επρόλαβε και φώναξε:
- Αχ ετούτο τα’ αγρίμι έφαγε τη νυφούλα μου…
Κι έβαλε τα κλάματα, ώστε η Αρκούδα είδε η θάρρεψε πως την πονούσε στ’ αλήθεια. Κι έτσι δεν την επείραξε, αλλά έφυγε στα βουνά».
Κι έτσι σοφοί που είμαστε, με τόση πείρα, ήδη θα το καταλάβαμε Αρκούδες και πεθερές τι σημαίνουν.
Καλό βόλι!
- από το newpost