Στα προσαρμοστικά μεταπολιτευτικά χρόνια μέχρι και τα εύφορα της όψιμης μεταπολιτευτικής περιόδου, το λεγόμενο αστυνομικό ρεπορτάζ, υπήρξε ένας δυσανάλογα ισχυρός μοχλός στην ανακίνηση και την έκβαση στην έκβαση των πολιτικών εξελίξεων δοκιμάζοντας την αντοχή και την τύχη υπουργών και..
κυβερνήσεων.
Δύο ήταν οι βασικότεροι λόγοι, η μακρά πορεία προς τον λεγόμενο εκδημοκρατισμό των σωμάτων ασφάλειας και η ταυτοχρόνως εξελισσόμενη, επί σχεδόν τρεις δεκαετίες, αναμέτρηση με την εγχώρια τρομοκρατία, που όχι μόνο διατάρασσε την εγχώρια πολιτική σκηνή αλλά δοκίμαζε και σε καταλυτικό βαθμό τις διεθνείς σχέσεις.
Έτσι το ρεπορτάζ αυτό, πέρα από την τυπική μορφή και την στειρότητα των αστυνομικών δελτίων, που χρειάζονταν πολύ δουλειά για να αναδειχθούν οι μείζονες κοινωνικές τους προεκτάσεις, είχε και τεράστιο ενδιαφέρον απευθυνόμενο σε κοινό, που έτρεφε μια παραδοσιακή δυσπιστία, αν όχι απέχθεια προς το σώμα με τα χουντικά κατάλοιπα, αλλά και σκανδαλιζόταν με τον μακροχρόνιο γρίφο της τρομοκρατίας .
Το παζλ της τρομοκρατίας συμπληρώθηκε εν πολλοίς το 2002 και στο εσωτερικό των μηχανισμών ασφαλείας είχε ήδη επιτευχθεί ένας συγκερασμός αντιλήψεων και μια εξισορρόπηση πολιτικών συσχετισμών. Οι συνθήκες αυτές έπαιξαν τον ρόλο τους στην επιτυχή αντιμετώπιση της πρόκλησης των ολυμπιακών αγώνων σε ότι αφορά το τεράστιο ζήτημα της ασφάλειας, μόλις τρία χρόνια μετά το γεγονός του αιώνα, τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις ΗΠΑ.
Το όλο κλίμα της παγκόσμιας υστερίας περί την ασφάλεια, απότοκο της οποίας ήταν και το τελευταίο μεγάλο σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών, εκτονώθηκε σταδιακά. Το αστυνομικό ρεπορτάζ πέρασε σε μια φάση έλλειψης ισχυρών ερεισμάτων και επανήλθε στις θεματολογίες ρουτίνας και εντυπώσεων. Ουσιαστικά πέθανε ως προς το εύρος των απαιτήσεων, αλλά και ως προς την ζήτηση σε μια δημοσιογραφική αγορά που μεταβαλλόταν ραγδαία, λόγω της κρίσης των εφημερίδων της αναδιάταξης των ηλεκτρονικών μέσων.
Καθώς μάλιστα ενέσκηψε η οικονομική κρίση και απλώθηκε το πέπλο της χρεοκοπίας πάνω από την χώρα, ήταν πολυτέλεια η ανάλωση ειδησεογραφικού χρόνου στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Το έλλειμμα κουλτούρας γύρω από την ασφάλεια και η χρόνια αμφισβήτηση της θεσμικής δυνατότητας της αστυνομίας να παίζει τον ρόλο της, ξέχωρα από τις κυβερνητικές επιταγές, οδήγησαν σημαντικό τμήμα του προσωπικού της στην επιρροή ακραίων πολιτικών σχηματισμών, όπως αποδείχθηκε το 2013.
Οι απαξιωμένοι και ουσιαστικά ανυποστήρικτοι μηχανισμοί σε συνδυασμό με τις άστοχες πολιτικές στον αλληλένδετο τομέα της δικαιοσύνης και των φυλακών έχουν ήδη θέσει τις βάσεις για την παραγωγή ενός άπλετα διασκορπισμένου κοινωνικού χυλού , που παράγει τρομερή εγκληματικότητα της οποίας ο αντίκτυπος είναι μηδαμινός, όπως η ενόχληση από ένα θόρυβο που έχουμε συνηθίσει .
Στους χώρους της Αστυνομίας και των μηχανισμών ασφαλείας έχει υπάρξει ένα μεγάλο έλλειμμα πολιτικής τα τελευταία χρόνια καθώς το αρμόδιο υπουργείο πέρασε από απλές διαχειριστικές φάσεις με αποκορύφωμα την τελευταία, κατά την οποία δύο κυρίες διαμετρικά αντιθέτων πολιτικών πεποιθήσεων απλώς έχουν οριοθετήσει κάποιους προσωπικούς ρόλους. Το ευτύχημα είναι πως ένα μεγάλο μέρος του φλογερού κοινωνικού μετώπου έμεινε σχετικά αδρανές τα τελευταία χρόνια. Σύντομα θα αποδειχθεί αν αυτό ήταν ένα μακράς διαρκείας μορατόριουμ με αντάλλαγμα την σχεδόν εξασφαλισμένα ανενόχλητη δράση συγκεκριμένων ακτιβιστικών μετώπων.
*Ο Γιώργος Μαρνέλλος είναι βετεράνος συντάκτης του αστυνομικού ρεπορτάζ της «Ελευθεροτυπίας» και το κείμενό του είναι από το νεότευκτο σάιτ astinomiko.gr