του Χρήστου Ξανθάκη
Το γνωμικό λέει ότι μια φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις. Και μια ταινία ολόκληρη δηλαδή, ίσον τί ακριβώς; Ίσον εκατό διακηρύξεις, ίσον χίλιες διαπραγματεύσεις, ίσον ένα εκατομμύριο λέξεις; Πόσο μας κάνει ένα σενάριο ολόκληρο, ενός φιλμ ενενήντα λεπτών; Και πόσο προσθέτει στο συλλογικό τραύμα η περιπέτεια ενός σκυλούκου, που..
δεν κάθεται στ’ αυγά του αλλά έχει διάθεση για περιπλανήσεις και περιηγήσεις; Μπες, βγες στα κατεχόμενα της Κύπρου με την πληγή ακόμη ανοιχτή και τη μνήμη να στάζει αίμα…
Την ταινία την λένε «Αναζητώντας τον Χέντριξ» και το στόρι της το παραθέτω εδώ, κόπυ πάστε από το «Αθηνόραμα», για να λουφάρω και λίγο, τέλος είναι της εβδομάδας και ετοιμάζομαι για τις ατασθαλίες του Σουκού:
Πώς να λυθεί όταν ο Ελληνοκύπριος πρωταγωνιστής δηλώνει «εγώ έχω γεννηθεί εδώ» και τον κοιτάει ο απέναντί του, που είναι απόγονος εποίκων, και του απαντάει «κι εγώ εδώ έχω γεννηθεί»; Ποιος θα πεις σε ποιόν το «φύγε» και σε ποιόν το «μείνε», όταν όλα έχουν γίνει ένα κουβάρι δίχως αρχή, μέση και τέλος; Και πως θα διεκδικήσεις κάτι για δικό σου, όταν εσύ ο ίδιος ετοιμάζεσαι να το εγκαταλείψεις στην πρώτη ευκαιρία;
Η απλή, απλούστατη λύση είναι φυσικά ο ήχος του όπλου, που ξεμπερδεύει τα πάντα σε δευτερόλεπτα. Μόνο που κανείς δεν θέλει να πιάσει το ντουφέκι στα χέρια του και κανείς δεν θέλει να πάρει το κεφάλι του διπλανού του. Να ζήσουν θέλουν και οι από ‘δω και οι από ‘κει, ψάχνοντας στα τυφλά, στο σκοτάδι μέσα για μια διέξοδο.
Ναι μια διέξοδο που τη δίνει ο πρωταγωνιστής της ταινίας κάνοντας το πρώτο βήμα. Μια διέξοδο που την προσφέρει με μια θυσία, που δεν ξεκινάει απ’ το «άει γαμήσου», ξεκινάει απ’ το «δε γαμιέται». Ίσως τη μοναδική φράση που μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα μέλλον μακριά από πράσινες γραμμές και κυανόκρανους και πληγές που δεν κλείνουν ποτέ. Δεν θα σας αποκαλύψω εδώ τη χειρονομία του Γιάννη, για να μην χαλάσω την έκπληξη. Αλλά αν δείτε την ταινία, θα με καταλάβετε. Και θα βγείτε χαμογελαστοί απ’ το σινεμά παρεάκι με το γαύγισμα του Χέντριξ!
- το κείμενο του Χρήστου Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Το γνωμικό λέει ότι μια φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις. Και μια ταινία ολόκληρη δηλαδή, ίσον τί ακριβώς; Ίσον εκατό διακηρύξεις, ίσον χίλιες διαπραγματεύσεις, ίσον ένα εκατομμύριο λέξεις; Πόσο μας κάνει ένα σενάριο ολόκληρο, ενός φιλμ ενενήντα λεπτών; Και πόσο προσθέτει στο συλλογικό τραύμα η περιπέτεια ενός σκυλούκου, που..
δεν κάθεται στ’ αυγά του αλλά έχει διάθεση για περιπλανήσεις και περιηγήσεις; Μπες, βγες στα κατεχόμενα της Κύπρου με την πληγή ακόμη ανοιχτή και τη μνήμη να στάζει αίμα…
Την ταινία την λένε «Αναζητώντας τον Χέντριξ» και το στόρι της το παραθέτω εδώ, κόπυ πάστε από το «Αθηνόραμα», για να λουφάρω και λίγο, τέλος είναι της εβδομάδας και ετοιμάζομαι για τις ατασθαλίες του Σουκού:
«Ανάμεσα σε στενούς δρόμους κι εγκαταλελειμμένα κτίρια της Λευκωσίας, η Πράσινη Γραμμή συνδέει απευθείας το παρόν με την πιο οδυνηρή περίοδο της πρόσφατης κυπριακής Ιστορίας. Παράλληλα η καταγεγραμμένη σε διάφορα σημεία της Λευκωσίας φράση “Δεν ξεχνώ” δεν αφήνει περιθώρια στους κατοίκους της να αγνοήσουν το παρελθόν.Ευφάνταστο εύρημα αν μη τι άλλο, με το τετράποδο που μπλοκάρει το αφεντικό του και το οδηγεί στην απόγνωση. Και μια καλή αφορμή αναμφιβόλως για να μιλήσει κανείς για την Κύπρο του σήμερα, που εξακολουθεί να σέρνει στην καμπούρα της την κατάρα της διχοτόμησης. Να πει δυο λόγια δίχως φόβο και πάθος για αυτό το αδιανόητο τουρλουμπούκι που έχει διαμορφωθεί σαρανταπέντε χρόνια τώρα και δεν λύνεται ούτε με ευχές ούτε με απειλές…
Με εκείνο αναμετράται ο πρωτοεμφανιζόμενος στη μυθοπλασία Κύπριος σκηνοθέτης Μάριος Πιπερίδης, μέσω του πρωταγωνιστή του Γιάννη, ενός καλόκαρδου loser, πνιγμένου στα χρέη, ο οποίος αποφασίζει να μεταναστεύσει αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στο εξωτερικό. Τα σχέδιά του ανατρέπονται όταν ο μοναδικός του φίλος, ο αξιολάτρευτος σκυλάκος Τζίμι (Χέντριξ), διασχίσει τρέχοντας την Πράσινη Γραμμή. Εκείνος τον ακολουθεί και βρίσκεται εγκλωβισμένος μαζί με τον Τζίμι σε μια no man’s land, καθώς απαγορεύεται να περάσουν από τη μία πλευρά στην άλλη».
Πώς να λυθεί όταν ο Ελληνοκύπριος πρωταγωνιστής δηλώνει «εγώ έχω γεννηθεί εδώ» και τον κοιτάει ο απέναντί του, που είναι απόγονος εποίκων, και του απαντάει «κι εγώ εδώ έχω γεννηθεί»; Ποιος θα πεις σε ποιόν το «φύγε» και σε ποιόν το «μείνε», όταν όλα έχουν γίνει ένα κουβάρι δίχως αρχή, μέση και τέλος; Και πως θα διεκδικήσεις κάτι για δικό σου, όταν εσύ ο ίδιος ετοιμάζεσαι να το εγκαταλείψεις στην πρώτη ευκαιρία;
Η απλή, απλούστατη λύση είναι φυσικά ο ήχος του όπλου, που ξεμπερδεύει τα πάντα σε δευτερόλεπτα. Μόνο που κανείς δεν θέλει να πιάσει το ντουφέκι στα χέρια του και κανείς δεν θέλει να πάρει το κεφάλι του διπλανού του. Να ζήσουν θέλουν και οι από ‘δω και οι από ‘κει, ψάχνοντας στα τυφλά, στο σκοτάδι μέσα για μια διέξοδο.
Ναι μια διέξοδο που τη δίνει ο πρωταγωνιστής της ταινίας κάνοντας το πρώτο βήμα. Μια διέξοδο που την προσφέρει με μια θυσία, που δεν ξεκινάει απ’ το «άει γαμήσου», ξεκινάει απ’ το «δε γαμιέται». Ίσως τη μοναδική φράση που μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα μέλλον μακριά από πράσινες γραμμές και κυανόκρανους και πληγές που δεν κλείνουν ποτέ. Δεν θα σας αποκαλύψω εδώ τη χειρονομία του Γιάννη, για να μην χαλάσω την έκπληξη. Αλλά αν δείτε την ταινία, θα με καταλάβετε. Και θα βγείτε χαμογελαστοί απ’ το σινεμά παρεάκι με το γαύγισμα του Χέντριξ!
- το κείμενο του Χρήστου Ξανθάκη είναι από το newpost.gr