Ποτέ δεν ήθελα να γράψω βιβλία. Είμαι ευχαριστημένος με τη δημοσιογραφία. Σε αντίθεση με την ιστορικά πρωτοφανή εκστρατεία εναντίον της, εμένα μού έδωσε πολλά. Και με έκανε άνθρωπο..
Μεγάλωσα με καλές εφημερίδες και περιοδικά, ξεκοκάλιζα τον Economist και το Face, πέρασα έρωτα με την έντυπη Guardian και συστοιχήθηκα πίσω από αναλυτές και επιφυλλιδογράφους που μού έμαθαν τη γλώσσα, τρόπους για να επιζώ, τρόπο να βαδίζω στον κόσμο, να ερμηνεύω τα φαινόμενα και να σκέφτομαι.
Αλλά κάποια στιγμή, διέκρινα κάτι να δένει πολλά από τα τελευταία μου κείμενα: Το νησί στο οποίο μεγάλωσα και το μπούλινγκ που είχα τότε δεχτεί. Το να γράφω για εκείνα τα χρόνια, ήταν γλυκό και φριχτό― κάτι που με ξαλάφρωνε, γιατί ποτέ δεν τα είχα πεί αυτά σε κανέναν, ούτε καν στο γιατρό. Πολλές από τις ιστορίες μου ήταν διαφορετικές λήψεις της ίδιας σφαλιάρας, που με άφησε άναυδο, στο κέντρο της μικρής μας πόλης.
Δεν είχα καημό να γίνω ένα ακόμη cry baby που πουλάει την οδύνη του στα στοκατζίδικα. Γι’ αυτό και τρόλαρα την ίδια μου την εξομολόγηση. Την προέβαλλα πάνω στα σημεία των καιρών. Και σχεδόν όλα τα πρόσωπα που αργότερα θα σιχαινόμουν στην μεγάλη πόλη, συνειδητοποίησα ότι έχουν τα χαρακτηριστικά των παλιών τραμπούκων μου. Οι φόβοι μου, οι αμηχανίες μου, η επιθετικότητα, οι φυγές μου, το πέισμα μου, έχουν όλα τη ρίζα τους σε αυτούς.
Αποφάσισα λοιπόν να ενώσω τα κομμάτια μου και να τα κάνω ένα βιβλίο. Έτσι γεννήθηκε το «Ας φυσά τώρα». Μπορεί να είναι μάπα, μπορεί να είναι αριστούργημα - κρίνετε εσείς· για μένα είναι το πιό ειλικρινές και ακριβές πράγμα που έχω γράψει.