
o Τζον Λένον δεν μας έγραψε ποτέ τραγούδι, ελάχιστοι μας έγραψαν.
Η χρησιμότητά μας εξαντλείται σε μικρές λεπτομέρειες: μέχρι τα 5, ας πούμε, κατά κανόνα φέρνουμε τις μπαταρίες -ποτέ δεν κατάλαβα γιατί, αλλά εκμεταλλευόμουν την περίσταση και τις έφερνα. Αργότερα, συμβαίνει να χωρίζουμε, να βλέπουμε τα παιδιά μας λίγο, να είμαστε κάτι σαν θείοι, να ασχολούμαστε 365 μέρες με τις υποχρεώσεις μας για μία ή δυο νύχτες στις 15 με τα παιδιά μας, να τα βλέπουμε να αλλάζουν χωρίς τη συμμετοχή μας και να κυνηγάμε την καθημερινότητά τους μάταια, σα σκύλοι που κυνηγάνε την ουρά τους.
Συχνά είμαστε λίγο αποτυχημένοι, λίγο γκροτέσκο, λίγο απόμακροι, λίγο περιφερόμενες σκιές, τα συναισθήματά μας κολυμπάνε στον αφρό σαν κηλίδα, κανείς δεν τα θαυμάζει και κανείς δεν τα συμμερίζεται: «Κούραση θα είναι ο Γιάννης σήμερα, θα έχει τα παιδιά». «Μπαμπά, τι ώρα θα μας γυρίσεις στη μαμά;».
Μια μέρα πεθαίνουμε κι ο θάνατός μας δεν είναι κομμάτι που ξεριζώνεται από την ψυχή κανενός, είναι μια δυσάρεστη και μελαγχολική διευθέτηση, η αποχώρηση ενός ηθοποιού καταδικασμένου να φτάσει μέχρι το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Σε έναν «κόσμο για άνδρες», οι μπαμπάδες είμαστε μια εξαίρεση αρσενικής στέρησης, ένα είδος τόσο συγκινητικό, χαριτωμένο και μοναχικό, που παραβιάζοντας τις προκαταλήψεις μου, θέλω να γιορτάσω τη γιορτή μας -με την οποία δεν ασχολείται σχεδόν κανένας.
Να μας χαιρόμαστε -οι μπαμπάδες. Οι υπόλοιποι δύσκολα θα καταλάβουν ακριβώς αυτή την ιδιότυπη μοναξιά του τερματοφύλακα που περιμένει καρτερικά την εκτέλεση του πέναλτι και απαγορεύεται να κάνει λάθος.
Γιάννης Ανδρουλιδάκης (fb)