Το βιβλίο του Μίμη Φωτόπουλου «Ελ ΝΤάμπα – Χρονικό», είναι το τρίτο βιβλίο ενός πολυγραφότατου ηθοποιού και εκδόθηκε το 1965, 20 χρόνια μετά την περίοδο που εξιστορεί.
Ο Μίμης Φωτόπουλος στο βιβλίο του περιγράφει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για περίπου 8.500 Έλληνες αγωνιστές του ΕΑΜ και αριστερούς στη μέση της ερήμου της Αιγύπου. Ίσως είναι ντροπή, αλλά την ύπαρξη αυτής.. της πτυχής της ιστορίας του εμφυλίου δεν την γνώριζα πριν φτάσει στα χέρια μου το βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «24 Γράμματα» (Ιούλιος 2017). Εβδομήντα δύο σελίδες που μόλις τις ξεκινήσεις δεν μπορείς να σταματήσεις την ανάγνωση.
Δεν είναι μόνο η ιστορία που περιγράφει ο Φωτόπουλος. Ούτε μόνο τα συναισθήματα που γεννάει η ίδια η Ιστορία. Εκείνο που κάνει το βιβλίο ξεχωριστό είναι ο τρόπος που ο Μίμης Φωτόπουλος χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να μας μεταφέρει μια ασύλληπτης σκληρότητας ιστορία. Την ιστορία του.
Δεν γνωρίζω πότε κατέγραψε εμπειρίες και συναισθήματα από την ώρα που ο δοσίλογος, συνεργάτης του στο θέατρο τον είδε στο Κολωνάκι και τον κατέδωσε στους Βρετανούς στρατιώτες μέχρι την επιστροφή του και τα δάκρυα της μάνας του, εκείνο όμως που ξεχωρίζει, πάνω απ’ όλα, είναι η ευγένεια και το ήθος.
Ο Μίμης Φωτόπουλος – που δεν πρόλαβα να δω στο σανίδι αλλά τον ξέρω μόνο μέσα από τους εμβληματικούς τους κινηματογραφικούς ρόλους – από την ώρα που διάβασα την τελευταία λέξη του κειμένου του «Αυλαία» έχει πάρει τη θέση του στους συγγραφείς που θέλω να καταβροχθίσω και τα υπόλοιπα έργα του.
Υπάρχει μια σελίδα, υψηλής αισθητικής αναλυσης για το τι σημαίνει θέατρο, όχι μονο για έναν κρατούμενο που μέσω μιας παράστασης αισθάνεται για λίγο Άνθρωπος, αλλά για κάθε ηθοποιό και ενεργό θεατή.
Ο Μίμης Φωτόπουλος στο βιβλίο του περιγράφει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για περίπου 8.500 Έλληνες αγωνιστές του ΕΑΜ και αριστερούς στη μέση της ερήμου της Αιγύπου. Ίσως είναι ντροπή, αλλά την ύπαρξη αυτής.. της πτυχής της ιστορίας του εμφυλίου δεν την γνώριζα πριν φτάσει στα χέρια μου το βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «24 Γράμματα» (Ιούλιος 2017). Εβδομήντα δύο σελίδες που μόλις τις ξεκινήσεις δεν μπορείς να σταματήσεις την ανάγνωση.
Δεν είναι μόνο η ιστορία που περιγράφει ο Φωτόπουλος. Ούτε μόνο τα συναισθήματα που γεννάει η ίδια η Ιστορία. Εκείνο που κάνει το βιβλίο ξεχωριστό είναι ο τρόπος που ο Μίμης Φωτόπουλος χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να μας μεταφέρει μια ασύλληπτης σκληρότητας ιστορία. Την ιστορία του.
Δεν γνωρίζω πότε κατέγραψε εμπειρίες και συναισθήματα από την ώρα που ο δοσίλογος, συνεργάτης του στο θέατρο τον είδε στο Κολωνάκι και τον κατέδωσε στους Βρετανούς στρατιώτες μέχρι την επιστροφή του και τα δάκρυα της μάνας του, εκείνο όμως που ξεχωρίζει, πάνω απ’ όλα, είναι η ευγένεια και το ήθος.
Ευγένεια και ήθος! Αυτά κανένας δεσμοφύλακας, κανένας καυτός σιμούν, καμία προδοσία, και καμία κακουχία (πόσο λίγες οι λέξεις για να περιγράψουν τη φρίκη που ζει ένας αιχμάλωτος σε έναν «πρόγονο» του Γκουαντάναμο) δεν μπορούν να τα κάμψουν.
Προδοσία, δοσίλογοι, ανακρίσεις, μπουντρούμια, εξευτελισμοί, αγωνία, πόνος, βρώμα, πλιάτσικο, βρώμα, ψείρες, απόγνωση, αγωνία, απελπισία, ελπίδα, δάκρυα.Ο Μίμης Φωτόπουλος – που δεν πρόλαβα να δω στο σανίδι αλλά τον ξέρω μόνο μέσα από τους εμβληματικούς τους κινηματογραφικούς ρόλους – από την ώρα που διάβασα την τελευταία λέξη του κειμένου του «Αυλαία» έχει πάρει τη θέση του στους συγγραφείς που θέλω να καταβροχθίσω και τα υπόλοιπα έργα του.
Υπάρχει μια σελίδα, υψηλής αισθητικής αναλυσης για το τι σημαίνει θέατρο, όχι μονο για έναν κρατούμενο που μέσω μιας παράστασης αισθάνεται για λίγο Άνθρωπος, αλλά για κάθε ηθοποιό και ενεργό θεατή.
Ο Μίμης Φωτόπουλος έχει καταφέρει μέσα από αυτό το χρονικό της δικής του περιπέτειας να φωτίσει μια σκοτεινή πλευρά μιας Ιστορίας που ως φαίνεται επιλέγεται (από ποιον άραγε) να μένει στη σκιά. Όπως κάποιος που ντρέπεται.