Γράφει ο Περικλής Κοροβέσης
Σε όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα του κόσμου, εδώ και περίπου δυόμισι αιώνες, αναγράφεται ρητά: «Ολες οι εξουσίες εκπηγάζουν από τον λαό». Και αυτό έχει περάσει στην τρέχουσα ρητορική των κομμάτων που μιλούν πάντα για τον «κυρίαρχο λαό». Αν πάρουμε σοβαρά αυτήν τη διατύπωση και την ερμηνεύσουμε σωστά, τότε αυτό σημαίνει ξεκάθαρα: τι καπιταλισμός, τι τράπεζες, τι..
υπουργεία, στρατός ή αστυνομία και πράσινα άλογα, όλα αυτά έχουν καμιά σημασία μπροστά στον πανίσχυρο και παντοδύναμο λαό;
Απλώς είναι υπηρεσίες του κυρίαρχου λαού που τις χρησιμοποιεί για την ευημερία του. Η εξουσία όμως είναι σαν την περιουσία. Ουδέποτε παραχωρείται οικειοθελώς. Δεν έχουμε δει ποτέ κανέναν τραπεζίτη να μοιράζει τις μετοχές του σαν τα φέιγ βολάν ενός Κνίτη. Ούτε βέβαια κάποιο δικτάτορα να μοιράζει υπουργεία σε πολιτικούς, όπως κάνει ο παπάς της ενορίας μου με τις μερίδες του συσσιτίου προς τους απόρους.
Και ενώ αυτός είναι ο κανόνας, πώς εξηγείται ο κυρίαρχος λαός να αρνείται την «εξουσία-περιουσία» του και να μην πηγαίνει να ψηφίσει; Πανελλαδικά, στον β' γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, το 55% δεν πήγε να ψηφίσει. Δηλαδή ο ένας στους δύο έμεινε σπίτι του. Στην Αθήνα μόνο οι τρεις στους δέκα εξάσκησαν την εξουσία τους. Σε άλλους δήμους της χώρας η συμμετοχή ήταν ακόμα μικρότερη. Στις ευρωεκλογές η αποχή ήταν 41,5%.
Τα τελευταία εφτά χρόνια η αποχή έγινε το μεγαλύτερο κόμμα με τα ποσοστά να κυμαίνονται από 34 έως 55%. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να προβληματίζει τα κόμματα. Αντίθετα, τα χαροποιεί. Με το μαγικό ραβδί της προπαγάνδας μια μικρή μειοψηφία μετατρέπεται σε πλειοψηφία. Και πρακτικά αυτό σημαίνει: αν έχουμε αποχή 50% και ένα κόμμα πάρει 40% -που αυτό θα σημαίνει εκλογικό θρίαμβο- στην ουσία έχει πάρει 20%. Δηλαδή θα κυβερνήσει μια μειοψηφία που τη θέλουν δύο και οι οχτώ την έχουν απορρίψει. Λειτουργεί εδώ η αρχή της πλειοψηφίας;
Και εδώ μπορούμε να θέσουμε περισσότερα ερωτήματα. Ο καπιταλισμός, που είναι δικός μας, γιατί μας αφήνει άνεργους; Οι τράπεζές μας γιατί μας παίρνουν τα σπίτια; Το κράτος γιατί μας αποδεκατίζει στους φόρους;
Και η αστυνομία, που είναι για να μας προστατεύει, γιατί μετατρέπει τους δρόμους μας σε θαλάμους αερίων; Και αν είναι έτσι, σε τι είμαστε κυρίαρχος λαός; Μήπως, αντικειμενικά και στην πράξη, η μόνη εξουσία που έχουμε είναι να εκλέγουμε ολιγάρχες, που αυτονομούνται και στρέφονται εναντίον μας; Εχουν άδικο αυτοί που λένε πως οι πολιτικοί όλοι τους είναι ίδιοι και όποιος και να είναι επάνω, για μας δεν αλλάζει τίποτα; Μήπως αυτό το πολιτικό σύστημα δεν μας αφορά; Μήπως η ψήφος μου δεν παίζει κανένα ρόλο για μένα;
Ή ακόμα ψηφίζοντας μην τυχόν και δίνω δημοκρατικό άλλοθι στους ολιγάρχες;
Προσωπικά είμαι κατά της αποχής. Αλλά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που πρέπει να μας απασχολήσει όλους. Και το θεωρώ ιδιαίτερα σοβαρό. Οι μετέχοντες στην αποχή αντιστρατεύονται ένα πολιτικό σύστημα με την αδράνεια. Η αποχή δεν προτείνει κάτι. Και όταν κάποιος είναι αδρανής, περιμένει και προσεύχεται για κάποιον μεσσία. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον νεοφασισμό, που κοντεύει να γίνει κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα στην Ευρώπη και δημιουργεί συνειρμούς με τον κλασικό φασισμό του Μεσοπολέμου.
Οι ευρωεκλογές, οι εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογές θεωρητικά έχουν τρεις διαφορετικούς στόχους. Στην Ελλάδα, και όχι μόνο, γίνονται μονοδιάστατες και αφορούν την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία του κυβερνώντος κόμματος. Αλλά ακόμα και σε περίπτωση αποδοκιμασίας η κυβέρνηση δεν πέφτει και έχει τη δυνατότητα να εξαντλήσει τη θητεία της.
Οπως στην περίπτωση Μακρόν στη Γαλλία. Αλλά αυτές οι εκλογές είναι ένα «εμπράγματο γκάλοπ» που δεν μπορεί να διαψευστεί. Και το κάθε κόμμα πρέπει να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα. Και κυρίως αυτό αφορά τους ηττημένους. Τι έχει καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ από αυτήν τη δοκιμασία;
Απολύτως τίποτα. Θυμίζει τη γνωστή παροιμία: «Τον τρελό τον φτύναν και έλεγε πως έβρεχε». Και μπορεί ό,τι είχε πριν ως πλεονέκτημα, έναν χαρισματικό αρχηγό, να γίνει μπούμερανγκ. Απλούστατα γιατί κανείς πια δεν τον πιστεύει. Ο λόγος του Τσίπρα δεν πείθει. Ούτε γοητεύει πια, γιατί έχει διαψευστεί στην πράξη. Και ο αυτο-έπαινος και ο αυτο-εγκωμιασμός των λίγων θετικών πραγμάτων, που όντως έχουν γίνει, γίνεται επίδειξη κομπασμού και αλαζονείας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ως προεκλογική καμπάνια μια σκληρή αυτοκριτική, να εξηγήσει γιατί άλλα έλεγε και άλλα έπραξε, όχι βέβαια για να κερδίσει τις εκλογές, αυτές είναι χαμένες, αλλά για να μειώσει την ψαλίδα. Αν αυτό βέβαια είναι κατορθωτό.
Και να κλείσουμε με μια γεροντική σοφία. «Ο μαθητής ρωτάει τον σοφό γέροντά του: Γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι στην Κόλαση; –Γιατί μπορούσε να κάνει δέκα καλοσύνες. Και έκανε εννιά. Και έτσι πέθανε ένας άνθρωπος. Και ο μαθητής ξαναρωτάει: Γιατί εκείνος ο άνθρωπος είναι στον Παράδεισο; –Γιατί μπορούσε να κάνει δέκα φόνους και έκανε εννιά. Και έτσι έσωσε έναν άνθρωπο».
Στη ζωή δεν μετράνε μόνο αυτά που κάναμε, αλλά και αυτά που δεν κάναμε. Ιδίως στην πολιτική.
- το κείμενο του Περ. Κοροβέση είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών
Σε όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα του κόσμου, εδώ και περίπου δυόμισι αιώνες, αναγράφεται ρητά: «Ολες οι εξουσίες εκπηγάζουν από τον λαό». Και αυτό έχει περάσει στην τρέχουσα ρητορική των κομμάτων που μιλούν πάντα για τον «κυρίαρχο λαό». Αν πάρουμε σοβαρά αυτήν τη διατύπωση και την ερμηνεύσουμε σωστά, τότε αυτό σημαίνει ξεκάθαρα: τι καπιταλισμός, τι τράπεζες, τι..
υπουργεία, στρατός ή αστυνομία και πράσινα άλογα, όλα αυτά έχουν καμιά σημασία μπροστά στον πανίσχυρο και παντοδύναμο λαό;
Απλώς είναι υπηρεσίες του κυρίαρχου λαού που τις χρησιμοποιεί για την ευημερία του. Η εξουσία όμως είναι σαν την περιουσία. Ουδέποτε παραχωρείται οικειοθελώς. Δεν έχουμε δει ποτέ κανέναν τραπεζίτη να μοιράζει τις μετοχές του σαν τα φέιγ βολάν ενός Κνίτη. Ούτε βέβαια κάποιο δικτάτορα να μοιράζει υπουργεία σε πολιτικούς, όπως κάνει ο παπάς της ενορίας μου με τις μερίδες του συσσιτίου προς τους απόρους.
Και ενώ αυτός είναι ο κανόνας, πώς εξηγείται ο κυρίαρχος λαός να αρνείται την «εξουσία-περιουσία» του και να μην πηγαίνει να ψηφίσει; Πανελλαδικά, στον β' γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, το 55% δεν πήγε να ψηφίσει. Δηλαδή ο ένας στους δύο έμεινε σπίτι του. Στην Αθήνα μόνο οι τρεις στους δέκα εξάσκησαν την εξουσία τους. Σε άλλους δήμους της χώρας η συμμετοχή ήταν ακόμα μικρότερη. Στις ευρωεκλογές η αποχή ήταν 41,5%.
Τα τελευταία εφτά χρόνια η αποχή έγινε το μεγαλύτερο κόμμα με τα ποσοστά να κυμαίνονται από 34 έως 55%. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να προβληματίζει τα κόμματα. Αντίθετα, τα χαροποιεί. Με το μαγικό ραβδί της προπαγάνδας μια μικρή μειοψηφία μετατρέπεται σε πλειοψηφία. Και πρακτικά αυτό σημαίνει: αν έχουμε αποχή 50% και ένα κόμμα πάρει 40% -που αυτό θα σημαίνει εκλογικό θρίαμβο- στην ουσία έχει πάρει 20%. Δηλαδή θα κυβερνήσει μια μειοψηφία που τη θέλουν δύο και οι οχτώ την έχουν απορρίψει. Λειτουργεί εδώ η αρχή της πλειοψηφίας;
Και εδώ μπορούμε να θέσουμε περισσότερα ερωτήματα. Ο καπιταλισμός, που είναι δικός μας, γιατί μας αφήνει άνεργους; Οι τράπεζές μας γιατί μας παίρνουν τα σπίτια; Το κράτος γιατί μας αποδεκατίζει στους φόρους;
Και η αστυνομία, που είναι για να μας προστατεύει, γιατί μετατρέπει τους δρόμους μας σε θαλάμους αερίων; Και αν είναι έτσι, σε τι είμαστε κυρίαρχος λαός; Μήπως, αντικειμενικά και στην πράξη, η μόνη εξουσία που έχουμε είναι να εκλέγουμε ολιγάρχες, που αυτονομούνται και στρέφονται εναντίον μας; Εχουν άδικο αυτοί που λένε πως οι πολιτικοί όλοι τους είναι ίδιοι και όποιος και να είναι επάνω, για μας δεν αλλάζει τίποτα; Μήπως αυτό το πολιτικό σύστημα δεν μας αφορά; Μήπως η ψήφος μου δεν παίζει κανένα ρόλο για μένα;
Ή ακόμα ψηφίζοντας μην τυχόν και δίνω δημοκρατικό άλλοθι στους ολιγάρχες;
Προσωπικά είμαι κατά της αποχής. Αλλά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που πρέπει να μας απασχολήσει όλους. Και το θεωρώ ιδιαίτερα σοβαρό. Οι μετέχοντες στην αποχή αντιστρατεύονται ένα πολιτικό σύστημα με την αδράνεια. Η αποχή δεν προτείνει κάτι. Και όταν κάποιος είναι αδρανής, περιμένει και προσεύχεται για κάποιον μεσσία. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον νεοφασισμό, που κοντεύει να γίνει κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα στην Ευρώπη και δημιουργεί συνειρμούς με τον κλασικό φασισμό του Μεσοπολέμου.
Οι ευρωεκλογές, οι εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογές θεωρητικά έχουν τρεις διαφορετικούς στόχους. Στην Ελλάδα, και όχι μόνο, γίνονται μονοδιάστατες και αφορούν την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία του κυβερνώντος κόμματος. Αλλά ακόμα και σε περίπτωση αποδοκιμασίας η κυβέρνηση δεν πέφτει και έχει τη δυνατότητα να εξαντλήσει τη θητεία της.
Οπως στην περίπτωση Μακρόν στη Γαλλία. Αλλά αυτές οι εκλογές είναι ένα «εμπράγματο γκάλοπ» που δεν μπορεί να διαψευστεί. Και το κάθε κόμμα πρέπει να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα. Και κυρίως αυτό αφορά τους ηττημένους. Τι έχει καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ από αυτήν τη δοκιμασία;
Απολύτως τίποτα. Θυμίζει τη γνωστή παροιμία: «Τον τρελό τον φτύναν και έλεγε πως έβρεχε». Και μπορεί ό,τι είχε πριν ως πλεονέκτημα, έναν χαρισματικό αρχηγό, να γίνει μπούμερανγκ. Απλούστατα γιατί κανείς πια δεν τον πιστεύει. Ο λόγος του Τσίπρα δεν πείθει. Ούτε γοητεύει πια, γιατί έχει διαψευστεί στην πράξη. Και ο αυτο-έπαινος και ο αυτο-εγκωμιασμός των λίγων θετικών πραγμάτων, που όντως έχουν γίνει, γίνεται επίδειξη κομπασμού και αλαζονείας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ως προεκλογική καμπάνια μια σκληρή αυτοκριτική, να εξηγήσει γιατί άλλα έλεγε και άλλα έπραξε, όχι βέβαια για να κερδίσει τις εκλογές, αυτές είναι χαμένες, αλλά για να μειώσει την ψαλίδα. Αν αυτό βέβαια είναι κατορθωτό.
Και να κλείσουμε με μια γεροντική σοφία. «Ο μαθητής ρωτάει τον σοφό γέροντά του: Γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι στην Κόλαση; –Γιατί μπορούσε να κάνει δέκα καλοσύνες. Και έκανε εννιά. Και έτσι πέθανε ένας άνθρωπος. Και ο μαθητής ξαναρωτάει: Γιατί εκείνος ο άνθρωπος είναι στον Παράδεισο; –Γιατί μπορούσε να κάνει δέκα φόνους και έκανε εννιά. Και έτσι έσωσε έναν άνθρωπο».
Στη ζωή δεν μετράνε μόνο αυτά που κάναμε, αλλά και αυτά που δεν κάναμε. Ιδίως στην πολιτική.
- το κείμενο του Περ. Κοροβέση είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών