Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Το είχα γράψει πριν από κάτι εβδομάδες και στον τίτλο του κομματιού ότι οδεύουμε προς τα δεξιά και μάλιστα ολοταχώς. Και το είδε η μανούλα μου, η οποία δεν εμφορείται από αισθήματα αριστερά και μου είπε «μπράβο παιδάκι μου, πέστα να μαθαίνει αυτός ο σαρδανάπαλος ο Τσίπρας»!
Και δίκιο είχα βεβαίως, όπως..
αποδείχθηκε από την κάλπη της περασμένης Κυριακής. Όπως δίκιο είχαν και οι δημοσκόποι που μας τηγάνιζαν το μυαλό με τη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή δεν ήταν τίποτε μεγαλύτερο από 50% και αν δεν τσίτωνε ο Αλέξης θα είχε πρόβλημα το κόμμα και δεν θα έβλεπε Θεού πρόσωπο. Ούτε καν προκοπή…
Και δεν είδε, γιατί οι ψηφοφόροι της κυβέρνησης την εγκατέλειψαν μαζικά, όπως δείχνουν και τα απόλυτα αριθμητικά στοιχεία, αν τα συγκρίνει κανείς με εκείνα του 2015. Δεν είναι δηλαδή ότι η Νέα Δημοκρατία συγκίνησε τις μάζες και έφτασε πρώτη στη νήμα γιατί αγαπήθηκε από την πλατειά πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Είναι γιατί οι ντουζ πουάν που πήρε μια φορά κι έναν καιρό ο ΣΥΡΙΖΑ έγιναν εκείνο εκεί το θρυλικό τγία του φίλου μου του Ιάσωνα.
Ο λόγος; Εκείνη που κοιμάται πλάι μου δηλώνει αιχμηρά ότι με το που λίγδωσε το αντεράκι του Έλληνα ξέχασε και την αριστερά, ξέχασε και τις προοδευτικές ιδέες και το γύρισε στο τσάμικο και στον Αμβρόσιο. Είναι κι αυτή μια εξήγηση και δεν θα είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται ένα τέτοιο φαινόμενο. Οι μάζες άλλωστε κινητοποιούνται σπανίως. Στις περισσότερες των περιπτώσεων διακρίνονται για τον κομφορμισμό και όχι για την επαναστατικότητά τους.
Ίσως, πάλι, να ξύπνησαν μέσα τους αισθήματα νοσταλγίας για το κλείσιμο των νοσοκομείων, για τους διωγμούς των δημοσίων υπαλλήλων, για το πετσόκομα των συντάξεων, για τη βαρβατίλα του Αντώνη Σαμαρά και το καουμποϊλίκι του Ευάγγελου Βενιζέλου και να μην άντεξαν να ρίξουν το κουκί στην κυβερνητική παράταξη. Λίγο το έχεις δηλαδή να ξυπνάς μια μέρα άνεργος, από εκεί που μήνας έμπαινε μήνας έβγαινε είχες σίγουρο μεροκάματο; Δεξιά ολοταχώς και μην το συζητάς καθόλου φίλε!
Και τώρα ξανά μανά εκλογές. Με τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να ράβουν εκλογικά κοστούμια και να ετοιμάζονται για τις τελετές παράδοσης-παραλαβής. Και τον Αλέξη Τσίπρα να παίζει το τελευταίο του χαρτί, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εμποδίσει την αυτοδυναμία της έως τώρα αξιωματικής αντιπολίτευσης. Γιατί για να το τουμπάρει, είναι κάτι παραπάνω από δύσκολο. Είναι σχεδόν αδύνατο, για να μην πω σχεδόν απίθανο, για να μην πω σχεδόν αδιανόητο. Ακόμη και οι μεγαλύτεροι τζογαδόροι, οφείλουν να παραδεχθούν ότι μερικές φορές τους πουλάει η τράπουλα…
Και οφείλουν, επίσης, να σκεφθούν, πόσο λειτούργησε εκτός από τη δεξιά στροφή του κόσμου και η δεξιά στροφή η δικιά τους. Με όλο αυτό το αμπαλάρισμα του πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικού χώρου, σε αριστερό περιτύλιγμα. Με προσωπικότητες που δεν συγκίνησαν ποτέ και κανέναν πέρα από τα σαλόνια των σπιτιών τους. Έτσι φτιάχνεις σύλλογο για τέιον, αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι φτιάχνεις συμμαχίες για να κερδίζεις τις εκλογές. Και τα συγκεκριμένα πλάσματα, μην το ξεχνάμε, σε εγκαταλείπουν σε πρώτη ευκαιρία και δι’ ασήμαντον αφορμήν.
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Το είχα γράψει πριν από κάτι εβδομάδες και στον τίτλο του κομματιού ότι οδεύουμε προς τα δεξιά και μάλιστα ολοταχώς. Και το είδε η μανούλα μου, η οποία δεν εμφορείται από αισθήματα αριστερά και μου είπε «μπράβο παιδάκι μου, πέστα να μαθαίνει αυτός ο σαρδανάπαλος ο Τσίπρας»!
Και δίκιο είχα βεβαίως, όπως..
αποδείχθηκε από την κάλπη της περασμένης Κυριακής. Όπως δίκιο είχαν και οι δημοσκόποι που μας τηγάνιζαν το μυαλό με τη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή δεν ήταν τίποτε μεγαλύτερο από 50% και αν δεν τσίτωνε ο Αλέξης θα είχε πρόβλημα το κόμμα και δεν θα έβλεπε Θεού πρόσωπο. Ούτε καν προκοπή…
Και δεν είδε, γιατί οι ψηφοφόροι της κυβέρνησης την εγκατέλειψαν μαζικά, όπως δείχνουν και τα απόλυτα αριθμητικά στοιχεία, αν τα συγκρίνει κανείς με εκείνα του 2015. Δεν είναι δηλαδή ότι η Νέα Δημοκρατία συγκίνησε τις μάζες και έφτασε πρώτη στη νήμα γιατί αγαπήθηκε από την πλατειά πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Είναι γιατί οι ντουζ πουάν που πήρε μια φορά κι έναν καιρό ο ΣΥΡΙΖΑ έγιναν εκείνο εκεί το θρυλικό τγία του φίλου μου του Ιάσωνα.
Ο λόγος; Εκείνη που κοιμάται πλάι μου δηλώνει αιχμηρά ότι με το που λίγδωσε το αντεράκι του Έλληνα ξέχασε και την αριστερά, ξέχασε και τις προοδευτικές ιδέες και το γύρισε στο τσάμικο και στον Αμβρόσιο. Είναι κι αυτή μια εξήγηση και δεν θα είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται ένα τέτοιο φαινόμενο. Οι μάζες άλλωστε κινητοποιούνται σπανίως. Στις περισσότερες των περιπτώσεων διακρίνονται για τον κομφορμισμό και όχι για την επαναστατικότητά τους.
Ίσως, πάλι, να ξύπνησαν μέσα τους αισθήματα νοσταλγίας για το κλείσιμο των νοσοκομείων, για τους διωγμούς των δημοσίων υπαλλήλων, για το πετσόκομα των συντάξεων, για τη βαρβατίλα του Αντώνη Σαμαρά και το καουμποϊλίκι του Ευάγγελου Βενιζέλου και να μην άντεξαν να ρίξουν το κουκί στην κυβερνητική παράταξη. Λίγο το έχεις δηλαδή να ξυπνάς μια μέρα άνεργος, από εκεί που μήνας έμπαινε μήνας έβγαινε είχες σίγουρο μεροκάματο; Δεξιά ολοταχώς και μην το συζητάς καθόλου φίλε!
Και τώρα ξανά μανά εκλογές. Με τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να ράβουν εκλογικά κοστούμια και να ετοιμάζονται για τις τελετές παράδοσης-παραλαβής. Και τον Αλέξη Τσίπρα να παίζει το τελευταίο του χαρτί, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εμποδίσει την αυτοδυναμία της έως τώρα αξιωματικής αντιπολίτευσης. Γιατί για να το τουμπάρει, είναι κάτι παραπάνω από δύσκολο. Είναι σχεδόν αδύνατο, για να μην πω σχεδόν απίθανο, για να μην πω σχεδόν αδιανόητο. Ακόμη και οι μεγαλύτεροι τζογαδόροι, οφείλουν να παραδεχθούν ότι μερικές φορές τους πουλάει η τράπουλα…
Και οφείλουν, επίσης, να σκεφθούν, πόσο λειτούργησε εκτός από τη δεξιά στροφή του κόσμου και η δεξιά στροφή η δικιά τους. Με όλο αυτό το αμπαλάρισμα του πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικού χώρου, σε αριστερό περιτύλιγμα. Με προσωπικότητες που δεν συγκίνησαν ποτέ και κανέναν πέρα από τα σαλόνια των σπιτιών τους. Έτσι φτιάχνεις σύλλογο για τέιον, αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι φτιάχνεις συμμαχίες για να κερδίζεις τις εκλογές. Και τα συγκεκριμένα πλάσματα, μην το ξεχνάμε, σε εγκαταλείπουν σε πρώτη ευκαιρία και δι’ ασήμαντον αφορμήν.
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr