του Χρήστου Ξανθάκη
Τον Βασίλη Λυριτζή δεν τον γνώρισα απ’ τη δημοσιογραφία, τον ήξερα πολύ πιο πριν, από την ένταξή μας στην ίδια κομματική νεολαία. Πιο μεγάλος αυτός, πιο μικρός εγώ, ψημένος εκείνος, άγουρος εγώ. Και τσακωνόμασταν βεβαίως, γιατί ο Βασίλης ήταν στην «δεξιά» φράξια της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος κι εγώ με κάτι άλλα πιτσιρίκια ήμασταν στην «αριστερή» φράξια. Ας πούμε..
σοσιαλδημοκράτης αυτός, ας πούμε κομμούνια επαναστατικά εμείς. Και δώσε τσιτάτα και πάρε αποφθέγματα, καυγαδάκι απ’ το πρωί ως το βράδυ, κάτσε να λύσουμε πρώτα τα δικά μας, τα μεταξύ μας, η κοινωνία μπορεί να περιμένει βρε αδερφέ…
Έκτοτε, πολύ νερό κύλησε στην κοίτη της ανανεωτικής αριστεράς και πολύς κόσμος είδε τον κόσμο ανάποδα. Κάτι παιδάκια που μας ταΐζανε Αλτουσέρ σαν τα χηνάρια, τώρα ορκίζονται στον Μίλτον Φρίντμαν και κάποια πλάσματα όλο ευαισθησίες, ακούνε για πρόσφυγες και βγάζουν καντήλες. Ναι, πολύς κόσμος άλλαξε και στις περισσότερες των περιπτώσεων άλλαξε προς το χειρότερο. Από φόβο, από ανασφάλεια, από απληστία, γιατί όχι, όλα παίζουν στην εξίσωση της ζωής. Ο Βασίλης ωστόσο, δεν μετακινήθηκε ούτε πόντο απ’ τις απόψεις του, ούτε εκατοστό απ’ όσα πρέσβευε. Όσα έλεγε στη δεκαετία του ογδόντα, στις ολομέλειες και στα συνέδρια, τα ίδια έλεγε και τριανταπέντε χρόνια αργότερα!
Κι αυτό νομίζω ότι ήταν το μεγαλύτερo παράσημο του Λυριτζή στην δημοσιογραφική του διαδρομή. Ότι πίστευε αυτά που έλεγε και έλεγε αυτά που πίστευε. Και δεν κορόιδευε τον κόσμο με παραμυθάκια και φούμαρα, για να του γλυκάνει το πικρό χάπι της ενημέρωσης. Δεν του πούλαγε φύκια για μεταξωτές κορδέλες και δεν φρόντιζε να βγάζει την ουρά του απέξω από καταστάσεις δύσκολες. Αυτό που λέει η δεοντολογία δηλαδή, αν και την δεοντολογία ουκ ολίγοι
δημοσιογράφοι τη γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.
Και τώρα ο Βασίλης δεν είναι πια ανάμεσά μας. Πλήρωσε κι αυτός το σύνδρομο του επαγγέλματος, που θα έλεγε και το «Ποντίκι». Εκεί το είχα διαβάσει στη δεκαετία του ογδόντα, τότε στους καυγάδες του νεολαιίστικους, ότι όλοι οι δημοσιογράφοι είναι μέλη του ΚΚΕ. Μόνο που τα αρχικά δεν προέρχονται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, αλλά από τις τρεις ασθένειες που θερίζουν τον κλάδο:
Καρδιά, Καρκίνος, Εγκεφαλικό.
Με θνησιμότητα υψηλή, μιας και ένα σωρό λειτουργοί του Τύπου, δεν προλαβαίνουν καν να πάρουν σύνταξη. Ανάμεσά τους και δημοσιογράφοι σαν τον Βασίλη Λυριτζή, που ανεβάζουν ένα σκαλί πιο
πάνω τη δημοσιογραφία στη χώρα μας. Ας είναι ελαφρύ το χώμα...
- το κείμενο του Χρήστου Ξανθάκη είναι από τη στήλη Media Lab στο Εθνος της Κυριακής (07.4.2019)
Τον Βασίλη Λυριτζή δεν τον γνώρισα απ’ τη δημοσιογραφία, τον ήξερα πολύ πιο πριν, από την ένταξή μας στην ίδια κομματική νεολαία. Πιο μεγάλος αυτός, πιο μικρός εγώ, ψημένος εκείνος, άγουρος εγώ. Και τσακωνόμασταν βεβαίως, γιατί ο Βασίλης ήταν στην «δεξιά» φράξια της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος κι εγώ με κάτι άλλα πιτσιρίκια ήμασταν στην «αριστερή» φράξια. Ας πούμε..
σοσιαλδημοκράτης αυτός, ας πούμε κομμούνια επαναστατικά εμείς. Και δώσε τσιτάτα και πάρε αποφθέγματα, καυγαδάκι απ’ το πρωί ως το βράδυ, κάτσε να λύσουμε πρώτα τα δικά μας, τα μεταξύ μας, η κοινωνία μπορεί να περιμένει βρε αδερφέ…
Έκτοτε, πολύ νερό κύλησε στην κοίτη της ανανεωτικής αριστεράς και πολύς κόσμος είδε τον κόσμο ανάποδα. Κάτι παιδάκια που μας ταΐζανε Αλτουσέρ σαν τα χηνάρια, τώρα ορκίζονται στον Μίλτον Φρίντμαν και κάποια πλάσματα όλο ευαισθησίες, ακούνε για πρόσφυγες και βγάζουν καντήλες. Ναι, πολύς κόσμος άλλαξε και στις περισσότερες των περιπτώσεων άλλαξε προς το χειρότερο. Από φόβο, από ανασφάλεια, από απληστία, γιατί όχι, όλα παίζουν στην εξίσωση της ζωής. Ο Βασίλης ωστόσο, δεν μετακινήθηκε ούτε πόντο απ’ τις απόψεις του, ούτε εκατοστό απ’ όσα πρέσβευε. Όσα έλεγε στη δεκαετία του ογδόντα, στις ολομέλειες και στα συνέδρια, τα ίδια έλεγε και τριανταπέντε χρόνια αργότερα!
Κι αυτό νομίζω ότι ήταν το μεγαλύτερo παράσημο του Λυριτζή στην δημοσιογραφική του διαδρομή. Ότι πίστευε αυτά που έλεγε και έλεγε αυτά που πίστευε. Και δεν κορόιδευε τον κόσμο με παραμυθάκια και φούμαρα, για να του γλυκάνει το πικρό χάπι της ενημέρωσης. Δεν του πούλαγε φύκια για μεταξωτές κορδέλες και δεν φρόντιζε να βγάζει την ουρά του απέξω από καταστάσεις δύσκολες. Αυτό που λέει η δεοντολογία δηλαδή, αν και την δεοντολογία ουκ ολίγοι
δημοσιογράφοι τη γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.
Και τώρα ο Βασίλης δεν είναι πια ανάμεσά μας. Πλήρωσε κι αυτός το σύνδρομο του επαγγέλματος, που θα έλεγε και το «Ποντίκι». Εκεί το είχα διαβάσει στη δεκαετία του ογδόντα, τότε στους καυγάδες του νεολαιίστικους, ότι όλοι οι δημοσιογράφοι είναι μέλη του ΚΚΕ. Μόνο που τα αρχικά δεν προέρχονται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, αλλά από τις τρεις ασθένειες που θερίζουν τον κλάδο:
Καρδιά, Καρκίνος, Εγκεφαλικό.
Με θνησιμότητα υψηλή, μιας και ένα σωρό λειτουργοί του Τύπου, δεν προλαβαίνουν καν να πάρουν σύνταξη. Ανάμεσά τους και δημοσιογράφοι σαν τον Βασίλη Λυριτζή, που ανεβάζουν ένα σκαλί πιο
πάνω τη δημοσιογραφία στη χώρα μας. Ας είναι ελαφρύ το χώμα...
- το κείμενο του Χρήστου Ξανθάκη είναι από τη στήλη Media Lab στο Εθνος της Κυριακής (07.4.2019)