(...) Τα κόμιξ του Αρκά έγιναν με τα χρόνια όλο και πιο λειασμένα, όλο και
πιο στρόγγυλα, όλο και πιο μονότονα, ενίοτε δε και κάπως κουραστικά. Μια
στοιχειώδης εξοικείωση με την παλέτα του καλλιτέχνη συνήθως οδηγούσε
στο να ξέρεις από τη δεύτερη φράση πού θα καταλήξει το στριπ. Αλλά, όπως
έλεγα, ενίοτε. Και ήταν φυσιολογικό. Το «κάθε μέρα» και το «κάθε
βδομάδα» μπορεί να σκοτώσει και τον πιο..
εμπνευσμένο καλλιτέχνη. Ακόμα και ο Ισοβίτης έκανε κοιλιά κάποια στιγμή, για να μην μιλήσω για τις Χαμηλές πτήσεις ή πολύ περισσότερο τον Καστράτο, ένα πολύ ωραιο εύρημα για 5-6 μήνες που μας ταλαιπώρησε επί σειρά ετών. Βέβαια ο μάστορας είναι μάστορας και στο στεγνό από κόμιξ ελληνικό τοπίο εκείνης της εποχής μια χαρά ήταν ακόμα και ο Καλός λύκος.
Τέλος πάντων αυτή είναι η δική μου πρόσληψη στο θέμα και ο καθένας έχει τη δική του. και προφανώς ο καθένας δικαιούται να θεωρεί αυτή την αηδία με τις μέρες της εβδομάδας καλύτερη από το Σόου Μπίζνες, όπως κι εγώ έχω το δικαίωμα να θεωρώ όποιον το πιστεύει αυτό ηλίθιο, δεν είναι εκεί το θέμα.
Το θέμα είναι ότι κάποια στιγμή ο Αρκάς αποφάσισε να στραφεί στην πολιτική γελοιογραφία. Και η πολιτική γελοιογραφία δεν είναι κόμιξ. Είναι ξεχωριστό είδος, με δικούς της κώδικες και τελείως διαφορετική λογική. Και, κυρίως, με μεγάλη ιστορία στον ελληνικό τύπο, από τον 19ο αιώνα ακόμα. Από αυτό το είδος έχουν περάσει μεγάλοι μάστορες, έχει περάσει πολλές φάσεις, έχει διέλθει (ακολουθώντας την ιστορία του τόπου και του τύπου) τη φάση της αληθοφάνειας, του μπουρλέσκ, την επιθετικότητας, του υπαινιγμού, της αποδόμησης, του μεταμονέρνου, της επιστροφής στη συντήρηση, της δημιουργικής αλληλεπίδρασης με τα κόμιξ, της όσμωσης με το κομπιούτερ άρτ. Ο Αρκάς δεν είχε κάτι να εισφέρει σε αυτό το πεδίο, όχι γιατί «στηρίζει τον Κούλη» (αυτό το κάνει και ο Δημήτρης Χαντζόπουλος δημιουργώντας μικρά κομψοτεχνήματα), αλλά γιατί το επίπεδο της γελοιογραφίας του βρίσκεται πίσω από τον ελληνικό μεσοπόλεμο, κάπου στη δεκαετία του Διχασμού. Και όχι τυχαία προκαλεί ανάλογες αντιδράσεις εκατέρωθεν.(...)
- απόσπασμα από κείμενο του Κώστα Αδαμόπουλου στο metadeftero (ολόκληρο ΕΔΩ)
εμπνευσμένο καλλιτέχνη. Ακόμα και ο Ισοβίτης έκανε κοιλιά κάποια στιγμή, για να μην μιλήσω για τις Χαμηλές πτήσεις ή πολύ περισσότερο τον Καστράτο, ένα πολύ ωραιο εύρημα για 5-6 μήνες που μας ταλαιπώρησε επί σειρά ετών. Βέβαια ο μάστορας είναι μάστορας και στο στεγνό από κόμιξ ελληνικό τοπίο εκείνης της εποχής μια χαρά ήταν ακόμα και ο Καλός λύκος.
Τέλος πάντων αυτή είναι η δική μου πρόσληψη στο θέμα και ο καθένας έχει τη δική του. και προφανώς ο καθένας δικαιούται να θεωρεί αυτή την αηδία με τις μέρες της εβδομάδας καλύτερη από το Σόου Μπίζνες, όπως κι εγώ έχω το δικαίωμα να θεωρώ όποιον το πιστεύει αυτό ηλίθιο, δεν είναι εκεί το θέμα.
Το θέμα είναι ότι κάποια στιγμή ο Αρκάς αποφάσισε να στραφεί στην πολιτική γελοιογραφία. Και η πολιτική γελοιογραφία δεν είναι κόμιξ. Είναι ξεχωριστό είδος, με δικούς της κώδικες και τελείως διαφορετική λογική. Και, κυρίως, με μεγάλη ιστορία στον ελληνικό τύπο, από τον 19ο αιώνα ακόμα. Από αυτό το είδος έχουν περάσει μεγάλοι μάστορες, έχει περάσει πολλές φάσεις, έχει διέλθει (ακολουθώντας την ιστορία του τόπου και του τύπου) τη φάση της αληθοφάνειας, του μπουρλέσκ, την επιθετικότητας, του υπαινιγμού, της αποδόμησης, του μεταμονέρνου, της επιστροφής στη συντήρηση, της δημιουργικής αλληλεπίδρασης με τα κόμιξ, της όσμωσης με το κομπιούτερ άρτ. Ο Αρκάς δεν είχε κάτι να εισφέρει σε αυτό το πεδίο, όχι γιατί «στηρίζει τον Κούλη» (αυτό το κάνει και ο Δημήτρης Χαντζόπουλος δημιουργώντας μικρά κομψοτεχνήματα), αλλά γιατί το επίπεδο της γελοιογραφίας του βρίσκεται πίσω από τον ελληνικό μεσοπόλεμο, κάπου στη δεκαετία του Διχασμού. Και όχι τυχαία προκαλεί ανάλογες αντιδράσεις εκατέρωθεν.(...)
- απόσπασμα από κείμενο του Κώστα Αδαμόπουλου στο metadeftero (ολόκληρο ΕΔΩ)