της Ελενας Ακρίτα
Κατ’ αρχάς, μην τη ψάξετε τη λέξη, απ’ το κεφάλι μου την έβγαλα. Αναζητούσα έναν χαρακτηρισμό για όλους όσοι αδρανοποιούνται στον καναπέ μέχρι να γίνει ο κώλος τους ζυμάρι. Ένα ζυμάρι ωραιότατο η συνείδησή τους, οι αρχές τους, το αξιακό τους σύστημα. Γιατί ο ζυμαροκώλης παράσιτο είναι και παρασιτικά ζει. Σε βάρος σου. Το δικό σου αίμα ρουφάει, τον δικό σου αέρα αναπνέει. Και καλά κάνει, αφού τον αφήνεις.
Ο ζυμαροκώλης δεν έχει ταξικό πρόσημο - όπως δεν έχει και..
η πάσης φύσεως μαλθακότητα άλλωστε. Είναι μια στάση ζωής: κοίτα τη δουλειά σου. Μην μπλέκεις. Μην βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα. Άσε να το βγάλει το κορόιδο και να φάει το κεφάλι του.
Ο ζυμαροκώλης εκ του ασφαλούς κατακρίνει το σύμπαν. Το διαδίκτυο προσφέρεται για να χύσει ανωνύμως – ως επί το πλείστον - τη χολή του. Διότι είναι ΚΑΙ χέστης εκτός των άλλων για να σε αντιμετωπίσει κατάματα.
Πολύ χέστης όμως. Κατά καιρούς τον έχω συναπαντήσει στα σόσιαλ μίντια. Μπαίνει ο άλλος σε βρίζει ανωνύμως ή...ψευδωνύμως. Αν τον αγνοήσεις, το κλιμακώνει. Αν απαντήσεις πως πχ προωθείς τον οχετό του στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, τα κάνει πάνω του. Και να οι συγγνώμες, να τα γλειψίματα, να οι γλίτσες στα πατώματα.
Ο ζυμαροκώλης μιλάει με ρητά. Παν μέτρον άριστον έλεγε η γιαγιά ΤΟΥ. Ό,τι η γιαγιά του είπε αυτό. Κάλλιο γαιδουρόδενε παρά γαιδουρογύρευε έλεγε ο παππούς ΤΟΥ. Μηδένα προ του τέλος μακάριζε, έλεγε ο θείος ΤΟΥ ο Νίκος θεός σχωρέστον. Να εδώ οικογενειακά λέγονται τα σοφά και τα μεγάλα - μόνο στο σόι μας θα βρείτε ότι πιο φρέσκο κι εκλεκτό.
Ο ζυμαροκώλης παρκάρει αδιαπραγμάτευτα στη θέση ΑΜΕΑ. Κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά και τσουπ το χώνει γιατί σου λέει εδώ βρήκα τι να κάνω κι έχω και την πεθερά μου άρρωστη. Επίσης οδηγεί κάθε Κυριακή μεσημέρι κι όταν βρίσκει κίνηση βρίζει όσους οδηγούν Κυριακή μεσημέρι.
Ο ζυμαροκώλης αποκαλεί κλέφτη όποιον δεν κόβει απόδειξη. Όταν δεν κόβει ο ίδιος σε αφοπλίζει ‘εγώ να στη δώσω, αλλά τι να την κάνεις έτσι που μας κατάντησαν οι αλήτες;’
Ο ζυμαροκώλης έχει γίνει το ένα του με τον καναπέ γιατί είναι πολλά τα ριάλιτι και δεν τα προφταίνει. Ένας μάγειρας, μια ξώβυζη, ένας μαλάκας, ένας
κατεστραμμένος, ένας κατακαημένος, ένα νησί, μια κατσαρόλα, μια καρδούλα, ένα δωδεκάποντο όλα φίρδην μίγδην. Ό,τι αποφασίσει το κοινό. Δηλαδή ο ίδιος. Ο μίζερος ο άνθρωπος που οι μόνες του πρωτοβουλίες είναι να ψηφίζει υποψήφιους προς αποχώρησιν.
Ο ζυμαροκώλης, γνωρίζει τα πάντα για τον Κοέλιο, την κλιματική αλλαγή, το ελληνοτουρκικό, το μεσανατολικό, πώς βγαίνει ο λεκές, τα πάντα όλα. Τρώει μονίμως στην ίδια ταβέρνα όχι γιατί είναι η καλύτερη, αλλά γιατί τσουγκρίζει τη ρετσίνα με τον μαγαζάτορα. Τον νομίζει φίλο γκαρδιακό ‘θα μάς περιποιηθεί’ σού λέει ‘ο Μήτσος σε μένα δίνει τα καλύτερα’. Διότι η ηδονή δεν είναι να φας εσύ καλά. Είναι να φάνε οι άλλοι χάλια.
Ο ζυμαροκώλης έχει πάντα δίκιο, έχει πάντα αποψάρα, έχει πάντα λόγο –λόγο μίζερο, σκατένιο, κακοποιητικό. Τρώει απ’ το πιάτο σου, πίνει απ’ το ποτήρι σου, τρέφεται από τη δυστυχία σου.
Ο ζυμαροκώλης ερωτεύεται μίζερα μια ζυμαροκώλα, κάνουν κάνα δυο ζυμαροκωλάκια που τα εκπαιδεύουν με τίποτα να μη σηκώνονται από το κάθισμα. Πού πας, Θανασάκη εσύ θ’ αλλάξεις τον κόσμο;
Όχι, ο ζυμαροκώλης δεν θα αλλάξει ποτέ τον κόσμο.
Και ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ τον ζυμαροκώλη.
- το κείμενο της Ελενας Ακρίτα είναι απο την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Κατ’ αρχάς, μην τη ψάξετε τη λέξη, απ’ το κεφάλι μου την έβγαλα. Αναζητούσα έναν χαρακτηρισμό για όλους όσοι αδρανοποιούνται στον καναπέ μέχρι να γίνει ο κώλος τους ζυμάρι. Ένα ζυμάρι ωραιότατο η συνείδησή τους, οι αρχές τους, το αξιακό τους σύστημα. Γιατί ο ζυμαροκώλης παράσιτο είναι και παρασιτικά ζει. Σε βάρος σου. Το δικό σου αίμα ρουφάει, τον δικό σου αέρα αναπνέει. Και καλά κάνει, αφού τον αφήνεις.
Ο ζυμαροκώλης δεν έχει ταξικό πρόσημο - όπως δεν έχει και..
η πάσης φύσεως μαλθακότητα άλλωστε. Είναι μια στάση ζωής: κοίτα τη δουλειά σου. Μην μπλέκεις. Μην βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα. Άσε να το βγάλει το κορόιδο και να φάει το κεφάλι του.
Ο ζυμαροκώλης εκ του ασφαλούς κατακρίνει το σύμπαν. Το διαδίκτυο προσφέρεται για να χύσει ανωνύμως – ως επί το πλείστον - τη χολή του. Διότι είναι ΚΑΙ χέστης εκτός των άλλων για να σε αντιμετωπίσει κατάματα.
Πολύ χέστης όμως. Κατά καιρούς τον έχω συναπαντήσει στα σόσιαλ μίντια. Μπαίνει ο άλλος σε βρίζει ανωνύμως ή...ψευδωνύμως. Αν τον αγνοήσεις, το κλιμακώνει. Αν απαντήσεις πως πχ προωθείς τον οχετό του στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, τα κάνει πάνω του. Και να οι συγγνώμες, να τα γλειψίματα, να οι γλίτσες στα πατώματα.
Ο ζυμαροκώλης μιλάει με ρητά. Παν μέτρον άριστον έλεγε η γιαγιά ΤΟΥ. Ό,τι η γιαγιά του είπε αυτό. Κάλλιο γαιδουρόδενε παρά γαιδουρογύρευε έλεγε ο παππούς ΤΟΥ. Μηδένα προ του τέλος μακάριζε, έλεγε ο θείος ΤΟΥ ο Νίκος θεός σχωρέστον. Να εδώ οικογενειακά λέγονται τα σοφά και τα μεγάλα - μόνο στο σόι μας θα βρείτε ότι πιο φρέσκο κι εκλεκτό.
Ο ζυμαροκώλης παρκάρει αδιαπραγμάτευτα στη θέση ΑΜΕΑ. Κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά και τσουπ το χώνει γιατί σου λέει εδώ βρήκα τι να κάνω κι έχω και την πεθερά μου άρρωστη. Επίσης οδηγεί κάθε Κυριακή μεσημέρι κι όταν βρίσκει κίνηση βρίζει όσους οδηγούν Κυριακή μεσημέρι.
Ο ζυμαροκώλης αποκαλεί κλέφτη όποιον δεν κόβει απόδειξη. Όταν δεν κόβει ο ίδιος σε αφοπλίζει ‘εγώ να στη δώσω, αλλά τι να την κάνεις έτσι που μας κατάντησαν οι αλήτες;’
Ο ζυμαροκώλης έχει γίνει το ένα του με τον καναπέ γιατί είναι πολλά τα ριάλιτι και δεν τα προφταίνει. Ένας μάγειρας, μια ξώβυζη, ένας μαλάκας, ένας
κατεστραμμένος, ένας κατακαημένος, ένα νησί, μια κατσαρόλα, μια καρδούλα, ένα δωδεκάποντο όλα φίρδην μίγδην. Ό,τι αποφασίσει το κοινό. Δηλαδή ο ίδιος. Ο μίζερος ο άνθρωπος που οι μόνες του πρωτοβουλίες είναι να ψηφίζει υποψήφιους προς αποχώρησιν.
Ο ζυμαροκώλης, γνωρίζει τα πάντα για τον Κοέλιο, την κλιματική αλλαγή, το ελληνοτουρκικό, το μεσανατολικό, πώς βγαίνει ο λεκές, τα πάντα όλα. Τρώει μονίμως στην ίδια ταβέρνα όχι γιατί είναι η καλύτερη, αλλά γιατί τσουγκρίζει τη ρετσίνα με τον μαγαζάτορα. Τον νομίζει φίλο γκαρδιακό ‘θα μάς περιποιηθεί’ σού λέει ‘ο Μήτσος σε μένα δίνει τα καλύτερα’. Διότι η ηδονή δεν είναι να φας εσύ καλά. Είναι να φάνε οι άλλοι χάλια.
Ο ζυμαροκώλης έχει πάντα δίκιο, έχει πάντα αποψάρα, έχει πάντα λόγο –λόγο μίζερο, σκατένιο, κακοποιητικό. Τρώει απ’ το πιάτο σου, πίνει απ’ το ποτήρι σου, τρέφεται από τη δυστυχία σου.
Ο ζυμαροκώλης ερωτεύεται μίζερα μια ζυμαροκώλα, κάνουν κάνα δυο ζυμαροκωλάκια που τα εκπαιδεύουν με τίποτα να μη σηκώνονται από το κάθισμα. Πού πας, Θανασάκη εσύ θ’ αλλάξεις τον κόσμο;
Όχι, ο ζυμαροκώλης δεν θα αλλάξει ποτέ τον κόσμο.
Και ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ τον ζυμαροκώλη.
- το κείμενο της Ελενας Ακρίτα είναι απο την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ