(...) Και επειδή ο λόγος περί μουσικής, για να μάθω για το «Μακεδονία ξακουστή», που εκπαίδευσε στο βλακώδες μίσος σειρές και σειρές φαντάρων μας, ανοίγω άλλο βιβλίο, του 2016, μάλλον «ανθελληνικό», αφού μιλάει για πράγματα που το εθνικώς φρόνιμο θα ήταν να τα περιλάβει η σιωπή στη δικαιοδοσία της, ας πούμε για την επινόηση παράδοσης. Παραθέτω από το βιβλίο..
της Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη «Επιτηρούμενες ζωές: Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια): «Στις μέρες μας, οι περισσότερες παραστάσεις ή ανεπίσημες παρουσιάσεις μακεδονικών χορών που πραγματοποιούνται στη Μακεδονία ή σε υπερτοπικό επίπεδο συμπεριλαμβάνουν –και συχνά ανοίγουν– με το καθιερωμένο πια τραγούδι και χορό “Μακεδονία ξακουστή”. [...]
Σε εθνικό πλαίσιο, αυτό το τραγούδι έχει λάβει διαστάσεις ύμνου της μακεδονικότητας. [...] η διερεύνηση του συγκεκριμένου μουσικού και χορευτικού συνόλου έδειξε ότι πρόκειται για το πιο ηχηρό παράδειγμα πολιτισμικής κατασκευής. [...] Πρώτον, μουσικολογικά δεν πρόκειται για “παραδοσιακή” μελωδία. Δεύτερον, κινησιολογικά, το χορευτικό βήμα παρουσιάζει έλλειμμα εντοπιότητας, δημιουργικής φαντασίας και “αυθεντικότητας”. Τρίτον, μορφολογικά, ο στίχος δεν παραπέμπει στις συμβάσεις του δημοτικού τραγουδιού. Τέλος, τέταρτον, το περιεχόμενο του στίχου επίσης διαφέρει από αυτό των δημοτικών τραγουδιών και είναι καθαρά εθνικιστικού χαρακτήρα».
Αν τους κακότεχνους στίχους του τραγουδιού τους έφτιαξε όντως κάποιος δάσκαλος (σαν μετωνυμία του εκπαιδευτικού συστήματος), δεν έχει αποδειχθεί. Η μουσική του πάντως, κατά τον μουσικολόγο Μάρκο Δραγούμη, αντλεί από σεφαραδίτικο τραγούδι, που δημιουργήθηκε για τα εγκαίνια του πρώτου εβραϊκού σχολείου της Θεσσαλονίκης, το 1873. Η προσέγγιση του Δραγούμη, τονίζει η Ρόμπου-Λεβίδη, «δείχνει ότι μια μελωδία που πρωτοακούστηκε στην πολυεθνοτική Θεσσαλονίκη του τέλους του 19ου αιώνα επικράτησε σταδιακά στο συγκεκριμένο αστικό κέντρο της Μακεδονίας και παρείχε το βασικό υλικό για τη διαμόρφωση ενός μουσικού, στιχουργικού και χορευτικού συνόλου που αντιμετωπίστηκε από τα πάνω σαν υποσχόμενο σύμβολο της φαντασιακής μακεδονικότητας και ελληνικότητας». Και αυτή η μουσική πτυχή θα μπορούσε να ενδιαφέρει τον Μίκη Θεοδωράκη. Κάποιον από τους πολλούς πολιτικούς εαυτούς του τέλος πάντων.
- από κείμενο του Παντελή Μπουκάλα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 05.02.2018
της Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη «Επιτηρούμενες ζωές: Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια): «Στις μέρες μας, οι περισσότερες παραστάσεις ή ανεπίσημες παρουσιάσεις μακεδονικών χορών που πραγματοποιούνται στη Μακεδονία ή σε υπερτοπικό επίπεδο συμπεριλαμβάνουν –και συχνά ανοίγουν– με το καθιερωμένο πια τραγούδι και χορό “Μακεδονία ξακουστή”. [...]
Σε εθνικό πλαίσιο, αυτό το τραγούδι έχει λάβει διαστάσεις ύμνου της μακεδονικότητας. [...] η διερεύνηση του συγκεκριμένου μουσικού και χορευτικού συνόλου έδειξε ότι πρόκειται για το πιο ηχηρό παράδειγμα πολιτισμικής κατασκευής. [...] Πρώτον, μουσικολογικά δεν πρόκειται για “παραδοσιακή” μελωδία. Δεύτερον, κινησιολογικά, το χορευτικό βήμα παρουσιάζει έλλειμμα εντοπιότητας, δημιουργικής φαντασίας και “αυθεντικότητας”. Τρίτον, μορφολογικά, ο στίχος δεν παραπέμπει στις συμβάσεις του δημοτικού τραγουδιού. Τέλος, τέταρτον, το περιεχόμενο του στίχου επίσης διαφέρει από αυτό των δημοτικών τραγουδιών και είναι καθαρά εθνικιστικού χαρακτήρα».
Αν τους κακότεχνους στίχους του τραγουδιού τους έφτιαξε όντως κάποιος δάσκαλος (σαν μετωνυμία του εκπαιδευτικού συστήματος), δεν έχει αποδειχθεί. Η μουσική του πάντως, κατά τον μουσικολόγο Μάρκο Δραγούμη, αντλεί από σεφαραδίτικο τραγούδι, που δημιουργήθηκε για τα εγκαίνια του πρώτου εβραϊκού σχολείου της Θεσσαλονίκης, το 1873. Η προσέγγιση του Δραγούμη, τονίζει η Ρόμπου-Λεβίδη, «δείχνει ότι μια μελωδία που πρωτοακούστηκε στην πολυεθνοτική Θεσσαλονίκη του τέλους του 19ου αιώνα επικράτησε σταδιακά στο συγκεκριμένο αστικό κέντρο της Μακεδονίας και παρείχε το βασικό υλικό για τη διαμόρφωση ενός μουσικού, στιχουργικού και χορευτικού συνόλου που αντιμετωπίστηκε από τα πάνω σαν υποσχόμενο σύμβολο της φαντασιακής μακεδονικότητας και ελληνικότητας». Και αυτή η μουσική πτυχή θα μπορούσε να ενδιαφέρει τον Μίκη Θεοδωράκη. Κάποιον από τους πολλούς πολιτικούς εαυτούς του τέλος πάντων.
- από κείμενο του Παντελή Μπουκάλα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 05.02.2018