Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Μια συγγνώμη είναι αυτή, πες την κι ας πέσει χάμω

Γράφει ο Τάσος Παππάς

Ο δημόσιος λόγος έχει κανόνες. Η παραβίασή τους μπορεί να έχει συνέπειες και σε πρώτο χρόνο και αργότερα. Ο βασικότερος κανόνας είναι το μέτρο. Προσέχεις τις λες για να μην εκτεθείς. Μεγαλοστομίες, πομπώδεις τιποτολογίες, δηλητηριώδεις υπαινιγμοί, βιτριολικά σχόλια που κατατίθενται για να εντυπωσιάσουν ένα ακροατήριο φανατικών είναι πολύ..
πιθανόν να σου δημιουργήσουν πρόβλημα όταν τα πράγματα αλλάξουν ή όταν εσύ βρεθείς σε διαφορετική θέση απ’ αυτήν που ήσουν όταν αντιδρούσες εν θερμώ για κάτι που σε είχε εξοργίσει.

Αυτά ισχύουν για όλους στην εποχή του διαδικτύου. Στο παρελθόν ο χώρος εκτόνωσης των πολιτών ήταν το καφενείο και οι παρέες. Ελεγαν ό,τι ήθελαν χωρίς κόστος. Το πολύ πολύ να εισέπρατταν την κατακραυγή και τη χλεύη του μικρού κύκλου των συνομιλητών τους. Σήμερα, όμως, μια άποψη που διατυπώνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποκτά αμέσως υπολογίσιμο ακροατήριο και αναπαράγεται σε χρόνο ρεκόρ. Το κυριότερο είναι ότι μένει και σε παρακολουθεί. Δεν μπορείς να τη διαγράψεις –αφήνεις ίχνη–, δεν μπορείς να ισχυριστείς ότι διαστρεβλώθηκαν σκόπιμα οι θέσεις σου από κάποιους επιτήδειους.

Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κυρίτσης διέπραξε ένα λάθος. Ορθώς ζήτησε συγγνώμη. Η υποψήφια ευρωβουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ, Μυρσίνη Λοΐζου, έκανε προ ετών μια προσβλητική ανάρτηση. Η συγγνώμη της κατατέθηκε εγκαίρως, πολύ πριν ανακοινωθεί ότι θα είναι στη λίστα των ευρωεκλογών. Κάτι ανάλογο δεν έχουμε δει από ορισμένα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας με μεγάλες επιδόσεις στη συκοφαντία, τη διαστρέβλωση, την κατασκευή φημών και τη διασπορά «ειδήσεων» με κινδυνολογικό περιεχόμενο.

Βρίζουν ασυστόλως, απειλούν, διακινούν ψέματα, υιοθετούν χωρίς δεύτερη σκέψη ό,τι κυκλοφορεί στην πιάτσα εναντίον των αντιπάλων τους και σφυρίζουν αδιάφορα όταν όλα αυτά καταρρίπτονται. Προφανώς για τους συγκεκριμένους τύπους «η κόλαση είναι οι άλλοι». Δεν καταλαβαίνουν όμως ότι η συγγνώμη στην πολιτική είναι σπουδαία πράξη. Εφόσον είναι ειλικρινής, λειτουργεί λυτρωτικά και για τον «δράστη» και για τα «θύματά» του. Αν οι πολιτικοί ζητούσαν συχνότερα συγγνώμη για πράξεις ή παραλείψεις τους, ενδεχομένως να μην ήταν τόσο υψηλά τα ποσοστά αποδοκιμασίας για το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα.

Η αυτοκριτική είναι μια άγνωστη λέξη. Μελετώντας την πολιτική ζωή σού δημιουργείται η αίσθηση ότι τη χώρα έχουν κυβερνήσει κόμματα που δεν διέπραξαν ούτε ένα λάθος. Τα έκαναν όλα καλά· και για όσα στραβά συνέβησαν, φταίνε κάποιοι άλλοι – οι αντίπαλοι, ο ξένος παράγοντας, σκοτεινοί κύκλοι, συνωμότες, η κακή μας τύχη, ο λαός γιατί τα παρέσυρε (στελέχη και κόμματα) σε επιλογές με τις οποίες δεν συμφωνούσαν («μαζί τα φάγαμε»). Από τους πρωθυπουργούς της μεταπολίτευσης μόνο δύο παραδέχτηκαν δημοσίως και ενώ ήταν στην εξουσία ότι υπέπεσαν σε λάθη.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, με το περίφημο «mea culpa» για την απόφασή του να βάλει το Κυπριακό στο ράφι, και ο Αλέξης Τσίπρας, με τη γνωστή δήλωσή του «Είχαμε αυταπάτες», για τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές το πρώτο πεντάμηνο του 2015. Μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, δεν δίστασε να πάει πιο βαθιά για την επίμαχη περίοδο: «Ημασταν πιο αδύναμοι απ’ ό,τι πιστεύαμε, υπερεκτιμήσαμε τις δυνατότητές μας ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε γρήγορα και αποτελεσματικά τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή».

Και προς τιμήν του, δεν χρέωσε αποκλειστικά στον Γιάνη Βαρουφάκη την ευθύνη για την ήττα: «Και τον Αγιο Φραγκίσκο της Ασίζης να είχαμε υπουργό τότε, τα ίδια θα συνέβαιναν. Το θέμα ήταν να νικηθεί μια αριστερή κυβέρνηση».

- από την Εφημερίδα των Συντακτών