Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Οι αόρατοι με τα κόκκινα γιλέκα

(...) Μισή ώρα πάνω κάτω και τίποτα στην τσέπη. Μέχρι που μια κυρία, κι αυτή όπως οι άλλοι με τα ψώνια στα χέρια σταμάτησε μπροστά μου και μου ζήτησε ένα τεύχος κι άρχισε μια κουβέντα. Την έκοψα γρήγορα γιατί αυτή νόμισε ότι απευθύνεται σε έναν πωλητή. Της εξήγησα ότι είμαι εθελοντής, χαμογέλασε επίσης πλατιά, και συνέχισε το δρόμο της.
Περήφανος πωλητής του ενός τεύχους. Για μια στιγμή έφυγε.. το πέπλο που με έκανε αόρατο και αισθάνθηκα… λιγότερο μόνος.
Η μοναξιά μπορεί να είναι πιο άγρια από την πείνα; Δεν θέλω να μάθω ποτέ από πρώτο χέρι την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Εκείνο που ξέρω κυρίως ως αναγνώστης της Σχεδίας είναι ότι εκτός από την αγορά του περιοδικού, μια καλή κουβέντα με τον κάθε πωλητή είναι βάλσαμο. Διώχνει, έστω και για λίγο τη μοναξιά.
Είναι πολύ σκληρό να είσαι αόρατος ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους.
Πώς έχουμε γίνει έτσι;
Η ώρα περνάει, παραμένω αόρατος και με τα περιοδικά απούλητα. Σκεφτόμουν διάφορα πράγματα όσο φώναζα «Σχεδία, περιοδικό δρόμου» και δεν μου έδινε κανείς σημασία.
Δεν έχει σημασία να πω τι σκεφτόμουν, αφού ήμουν αόρατος, δεν υπήρχα. Τι αξία έχουν οι σκέψεις κάποιου που δεν υπάρχει;
- απόσπασμα από κείμενο του Γιάννη Καφάτου που περιγράφει την εμπειρία του από την μια ώρα που πέρασε ως εθελοντής πουλώντας στους περαστικούς το περιοδικό των αστέγων «Σχεδία».
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο viewtag ΕΔΩ