του Χρήστου Ξανθάκη
Όταν οι αετονύχηδες πουλάγανε δύο ευρώ το μικρό το μπουκαλάκι νερό και χρεώνανε άλλα τόσα τη φόρτιση του κινητού. Όταν πήγαινε τρία ευρώ το κεφάλι η χρήση της τουαλέτας. Όταν ξενοδόχοι της συμφοράς στρίμωχναν τέσσερα άτομα σε δωμάτια δύο επί δύο και ζητάγανε εικοσιπέντε ευρώ το κεφάλι. Όταν το καλοκαίρι του 2015 η προσφυγική κρίση είχε χτυπήσει αλύπητα την Κω, κάποιοι δείξανε
τον χειρότερο εαυτό τους. Και κάποιοι άλλοι, κλείσανε τα’ αυτιά τους στις Σειρήνες και είπανε «πάμε παιδιά, ήρθε η ώρα να σώσουμε κόσμο»…
Η συνέχεια ανήκει στην Kos Solidarity. Με δικά τους λόγια:
«Ευρώπη δεν είναι να βουλιάζουμε τις βάρκες των προσφύγων. Ευρώπη είναι ο φούρναρης στην Κω που δίνει ψωμί στους πρόσφυγες από το υστέρημά του. Αυτή είναι η Ευρώπη στην οποία θέλω να ζω».
Και φυσικά δεν ήταν από το υστέρημά του το ψωμί, βιάστηκαν να σημειώσουν κάποιες κακές γλώσσες, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο εκλιπών είχε εφτά μαγαζιά στο νησί, άρα κονομημένος ήταν αφενός και αφετέρου αποκλείεται να μην εκμεταλλευόταν τους εργαζόμενούς του. Και κάποιοι απ’ αυτούς τους εργαζόμενους (κρατηθείτε!), ήταν σίγουρα μετανάστες, άρα με το ένα χέρι έδινε και με το άλλο έπαιρνε, φριχτός δυνάστης και καταπιεστής, ψέματα όλα, σαπίλα παντού, βρωμιά και δυσωδία.
Αυτά από τη μία πλευρά. Και από την άλλη διαμαρτυρίες, γιατί γράφετε για έναν άνθρωπο που έκανε απλά το καθήκον του, γιατί τον προβάλλετε, γιατί διαφημίζετε κάποιον που δεν υπερέβη εαυτόν, από το περίσσευμά του τα πρόσφερε, σιγά μην έχανε και λεφτά, σιγά τη θυσία, σιγά το ζόρι που τράβηξε, άλλοι να δεις τι πάθανε και πόσο υποφέρανε, δεν χρειάζεται ρε φίλε να αποδίδουμε εύσημα σε κάθε πράξη καλοσύνης, τους κάναμε όλους ήρωες πια, γέμισε ο τόπος από βραβευμένους και τιμημένους!
Εγώ, πάλι, θα τα κάνω πέρα όλα αυτά τα πικρόχολα και θα επιμείνω στο μεγαλείο της προσφοράς. Θα επιμείνω στην αξία του παραδείγματος, σε μια ώρα δύσκολη και σκοτεινή. Όταν ο «άλλος» δεν ήταν πλέον ένα φάντασμα, ένα λήμμα στο λεξικό, αλλά ένα πρόσωπο απέναντί σου που σου ζήταγε βοήθεια, που σου ζήταγε ψωμί, νερό, κατάλυμα. Εκεί είναι το δίλλημα, πιο απλό δεν γίνεται:
Ή θα κονομήσεις ή θα ξεκουνηθείς! Και ο Διονύσης Αρβανιτάκης, ο τακτοποιημένος πρώην μετανάστης με τα εφτά φουρνάρικα και το κεφάλι του ήσυχο στα εβδομήντα τόσα χρόνια, αποφάσισε ν’ αφήσει τη βολή του και ν’ ανοίξει την αγκαλιά του. Στους ξένους, στους άλλους, στους παρείσακτους που είχαν έρθει απ’ το πουθενά και στο πουθενά πηγαίνανε. Στους απόκληρους της ζωής, που ψάχνανε μια χείρα βοηθείας και τη βρήκαν. Ο Διονύσης Αρβανιτάκης ξεκουνήθηκε, εμείς οι υπόλοιποι και οι υπόλοιπες αρκεί να ακολουθήσουμε τα βήματά του. Και το βανάκι το λευκό, που μοίραζε σφολιάτες και ψωμιά…
Όταν οι αετονύχηδες πουλάγανε δύο ευρώ το μικρό το μπουκαλάκι νερό και χρεώνανε άλλα τόσα τη φόρτιση του κινητού. Όταν πήγαινε τρία ευρώ το κεφάλι η χρήση της τουαλέτας. Όταν ξενοδόχοι της συμφοράς στρίμωχναν τέσσερα άτομα σε δωμάτια δύο επί δύο και ζητάγανε εικοσιπέντε ευρώ το κεφάλι. Όταν το καλοκαίρι του 2015 η προσφυγική κρίση είχε χτυπήσει αλύπητα την Κω, κάποιοι δείξανε
τον χειρότερο εαυτό τους. Και κάποιοι άλλοι, κλείσανε τα’ αυτιά τους στις Σειρήνες και είπανε «πάμε παιδιά, ήρθε η ώρα να σώσουμε κόσμο»…
Η συνέχεια ανήκει στην Kos Solidarity. Με δικά τους λόγια:
«Εκείνη την περίοδο, κάθε πρωί στις 7 μπροστά από την αστυνομία όπου κάναμε την διανομή του πρωινού , ερχόταν και άραζε το φορτηγάκι του ο κυρ Διονύσης και με την χαρακτηριστική βραχνή φωνή του καλημέριζε εμάς και τους πρόσφυγες και άνοιγε τις πόρτες από το βανάκι του για να μοιράσει ,δωρεάν φυσικά, την πραμάτεια του! Οι πρόσφυγες τον είχαν μάθει και μόλις έβλεπαν το λευκό βανάκι έκαναν ουρά και περίμεναν με ανυπομονησία να ανοίξει τις πόρτες και να αρχίσει να μοιράζει σφολιάτες και ψωμιά σαν ένα αλλιώτικο black Friday !Ο κυρ Διονύσης δεν είναι πια μαζί μας. Εξεμέτρησε το ζην πριν από μερικές ημέρες, πήγε ο άγγελος της ζωής να συναντήσει τους αγγέλους των αιθέρων. Ευλογημένος στα στερνά του και τιμημένος το 2016 με το Βραβείο της Κοινωνίας των Πολιτών από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως και ο Γιουνκέρ, κατάφερε μέσα στη θολούρα του να τον εγκωμιάσει λέγοντας:
Έκανε το ίδιο πράγμα για πάνω από δυο χρόνια καθημερινά . Και όταν έφυγαν οι σκηνές από την παραλία και πήγαν οι πρόσφυγες σε δομές φιλοξενίας και σε καμπ , ακόμα και τότε συνέχιζε να πηγαίνει και να προσφέρει χαμογελαστός».
«Ευρώπη δεν είναι να βουλιάζουμε τις βάρκες των προσφύγων. Ευρώπη είναι ο φούρναρης στην Κω που δίνει ψωμί στους πρόσφυγες από το υστέρημά του. Αυτή είναι η Ευρώπη στην οποία θέλω να ζω».
Και φυσικά δεν ήταν από το υστέρημά του το ψωμί, βιάστηκαν να σημειώσουν κάποιες κακές γλώσσες, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο εκλιπών είχε εφτά μαγαζιά στο νησί, άρα κονομημένος ήταν αφενός και αφετέρου αποκλείεται να μην εκμεταλλευόταν τους εργαζόμενούς του. Και κάποιοι απ’ αυτούς τους εργαζόμενους (κρατηθείτε!), ήταν σίγουρα μετανάστες, άρα με το ένα χέρι έδινε και με το άλλο έπαιρνε, φριχτός δυνάστης και καταπιεστής, ψέματα όλα, σαπίλα παντού, βρωμιά και δυσωδία.
Αυτά από τη μία πλευρά. Και από την άλλη διαμαρτυρίες, γιατί γράφετε για έναν άνθρωπο που έκανε απλά το καθήκον του, γιατί τον προβάλλετε, γιατί διαφημίζετε κάποιον που δεν υπερέβη εαυτόν, από το περίσσευμά του τα πρόσφερε, σιγά μην έχανε και λεφτά, σιγά τη θυσία, σιγά το ζόρι που τράβηξε, άλλοι να δεις τι πάθανε και πόσο υποφέρανε, δεν χρειάζεται ρε φίλε να αποδίδουμε εύσημα σε κάθε πράξη καλοσύνης, τους κάναμε όλους ήρωες πια, γέμισε ο τόπος από βραβευμένους και τιμημένους!
Εγώ, πάλι, θα τα κάνω πέρα όλα αυτά τα πικρόχολα και θα επιμείνω στο μεγαλείο της προσφοράς. Θα επιμείνω στην αξία του παραδείγματος, σε μια ώρα δύσκολη και σκοτεινή. Όταν ο «άλλος» δεν ήταν πλέον ένα φάντασμα, ένα λήμμα στο λεξικό, αλλά ένα πρόσωπο απέναντί σου που σου ζήταγε βοήθεια, που σου ζήταγε ψωμί, νερό, κατάλυμα. Εκεί είναι το δίλλημα, πιο απλό δεν γίνεται:
Ή θα κονομήσεις ή θα ξεκουνηθείς! Και ο Διονύσης Αρβανιτάκης, ο τακτοποιημένος πρώην μετανάστης με τα εφτά φουρνάρικα και το κεφάλι του ήσυχο στα εβδομήντα τόσα χρόνια, αποφάσισε ν’ αφήσει τη βολή του και ν’ ανοίξει την αγκαλιά του. Στους ξένους, στους άλλους, στους παρείσακτους που είχαν έρθει απ’ το πουθενά και στο πουθενά πηγαίνανε. Στους απόκληρους της ζωής, που ψάχνανε μια χείρα βοηθείας και τη βρήκαν. Ο Διονύσης Αρβανιτάκης ξεκουνήθηκε, εμείς οι υπόλοιποι και οι υπόλοιπες αρκεί να ακολουθήσουμε τα βήματά του. Και το βανάκι το λευκό, που μοίραζε σφολιάτες και ψωμιά…