Γράφει ο Νίκος Ξυδάκης
Πριν από εννέα μήνες µε αφορµή µια παράσταση της Νατάσσας Μποφίλιου γράφτηκε µια από τις διεισδυτικότερες µικροαναλύσεις για τους Ελληνες millennials, τους ας πούµε ηλικίας 22 έως 38. Την έγραψε ένας αυτής της γενιάς, ο δηµοσιογράφος και συγγραφέας Ανδρέας Μπελεγρής.
Σε µια παράσταση του Belle Rêve,..
απείκασµα του Λεωφορείου ο Πόθος του Τένεσι Ουίλιαµς, ο Α.Μπ. ανακαλύπτει τα όνειρα και τις µαταιώσεις της γενιάς που ζει την απώλεια της αιωνίας προόδου και της αυξανόµενης ευηµερίας. Πρόκειται για τη γενιά που ενηλικιώνεται αργά, βασανιστικά, υπό το βάρος υπερβολικών προσδοκιών (ακαδηµαϊκών, επαγγελµατικών, κοινωνικών), έχει χάσει το ρεφρέν «κάθε γενιά και καλύτερα», δεν βρίσκει δουλειά ή βρίσκει µια minijob και λέει ευχαριστώ, που στο ξεκίνηµά της ήδη ήταν γενιά των 700€, G700, και κατέληξε γενιά της δοµικής γιγαντοανεργίας, της διά βίου επισφάλειας και του υποκατώτατου, που κινείται άνετα στην ψηφιακή οικουµένη και την άυλη οικονοµία των υπηρεσιών, αλλά σαν να αποφεύγει τον πραγµατικό κόσµο και τις πρακτικές δυσχέρειες, που έχει ιδρυτικά ορόσηµα τις µεγάλες ρήξεις: τον υβριδικό κόσµο του φόβου και του τζιχάντ µετά τις 11/9, τον ανερµήνευτο ∆εκέµβρη ’08, τη χρεοκοπία του 2010, προ πάντων τη δεκαετή και συνεχιζόµενη Μεγάλη Υφεση, τον αναδυόµενο µεταφασισµό.
Ο Μπελεγρής καταγράφει µια αναδίπλωση των Ελλήνων millennials προς τα έσω, προς το ιδιωτικό και το αισθητικό: «Η εξιστόρηση ιδιωτικών στιγµών 17 Millennials: Το υπαρξιακό είναι πολιτικό µε µεγάλες δόσεις µελαγχολίας και νοσταλγίας µέσα από τα τραγούδια, µε υψηλό αίσθηµα ευθύνης ως προς την αισθητική, φαίνεται ότι επί χρόνια, κάπου στα κρυφά, µακριά από τα πρώτα θέµατα των media, συντρόφευσε, παρηγόρησε και εξέφρασε µια γενιά που έβλεπε τη ζωή της να περνά και να µη “γνωρίζει ο ένας για τον άλλον”.
Μια γενιά που είχε ανάγκη την κατανόηση, την ανθρώπινη επικοινωνία µπλεγµένη στα καλώδια του ∆ιαδικτύου και τις αιφνιδιαστικές κοινωνικές αναταράξεις, για τις οποίες τίποτα δεν την είχε προετοιµάσει. Μια γενιά που είδε την ασχήµια του φασισµού να κερδίζει έδαφος και τον φόβο του ξένου να απειλεί να γίνει καθεστώς. Κι αυτό συµβαίνει, ακόµα χειρότερα, για τη γενιά που έρχεται πίσω και που δεν µπορεί να συγκρίνει εµπειρικά, που δεν έχει δικές της µνήµες σταθερότητας ή ευµάρειας, που κυοφορήθηκε σε σεισµικές δονήσεις.
«Στα όσα κάνει η Μποφίλιου µε τον Ευαγγελάτο και τον Καραµουρατίδη, πάντοτε υπάρχει µια “πολιτική ορθότητα” (ίσως, καλύτερα, µια “καθαρότητα”) [...] σαν να νοσταλγεί την ευµάρεια, όχι να θρηνεί την καταστροφή. Τραγουδά για την απώλεια του Belle Rêve. Οι τρεις τους ίσως έτσι και να επιβλήθηκαν: ως να αναπολούν µια ιλουστρασιόν εποχή στον απόηχο όλων των γόνιµων και στείρων στοιχείων της. ‘Μεγάλωνα στην τσέπη του πατέρα µου / δεµένη µ’ αλυσίδα στα κλειδιά του / µε τ’ όνοµα, τ’ αµάξι και τα σπίτια του / και µ’ όλα τα µεγάλα όνειρά του” γράφει εξαίσια ο Ευαγγελάτος». Το υπαρξιακό είναι και πολιτικό: αυτή είναι η αµφίσηµη κληρονοµιά του ’60-’70, όπως τουλάχιστον µας το έµαθαν ο Ντίλαν και ο Σαββόπουλος, ο Παζολίνι.
Το κουβάλησαν σε όλη τη Μεταπολίτευση, γοητευτικά και λαϊκά, ο Ρασούλης, ο Παπάζογλου, ο Θαν. Παπακωνσταντίνου, ο Αλκ. Ιωαννίδης, ο Αγγελάκας, η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Παπαγιώργης και ο Βακαλόπουλος, ο Τσιώλης, ο Γιάννης Οικονοµίδης σήµερα, πολλοί άλλοι, σε σινεµά, θέατρο, λογοτεχνία. Η πολιτική αφορά την ύπαρξη, µε υλικούς και πνευµατικούς όρους εξίσου. Ο βαθύς µετασχηµατισµός της εργασίας και των κοινωνικών υποκειµένων, η παγκοσµιοποίηση, η νεοφιλελεύθερη ΤΙΝΑ, η πτώση του υπαρκτού, ο µαρασµός της σοσιαλιστικής φαντασίας του 20ού αιώνα, άφησαν την Αριστερά αµήχανη να βυθίζεται σε µεταϋλικές αναζητήσεις. Την αφύπνισε από τη σφοδρότητα της κρίσης, όταν είδε να κατεδαφίζονται τα κοινωνικά δικαιώµατα και η ίδια η αυτονόητη νεωτερικότητα.
Τώρα επείγει να αφουγκραστεί τις αναδυόµενες σκληρές ταξικότητες, τις νέες συλλογικές ευαισθησίες, το αίσθηµα της ορφάνιας, τη λαχτάρα και τη δίψα των millennials, και να τα εκφράσει σε συνεκτικά σχέδια, σε οράµατα που αγκαλιάζουν και εµπνέουν.
- το κείμενο του Ν. Ξυδάκη είναι από το ΕΘΝΟΣ της Κυριακής (20/1/2019)
Πριν από εννέα μήνες µε αφορµή µια παράσταση της Νατάσσας Μποφίλιου γράφτηκε µια από τις διεισδυτικότερες µικροαναλύσεις για τους Ελληνες millennials, τους ας πούµε ηλικίας 22 έως 38. Την έγραψε ένας αυτής της γενιάς, ο δηµοσιογράφος και συγγραφέας Ανδρέας Μπελεγρής.
Σε µια παράσταση του Belle Rêve,..
απείκασµα του Λεωφορείου ο Πόθος του Τένεσι Ουίλιαµς, ο Α.Μπ. ανακαλύπτει τα όνειρα και τις µαταιώσεις της γενιάς που ζει την απώλεια της αιωνίας προόδου και της αυξανόµενης ευηµερίας. Πρόκειται για τη γενιά που ενηλικιώνεται αργά, βασανιστικά, υπό το βάρος υπερβολικών προσδοκιών (ακαδηµαϊκών, επαγγελµατικών, κοινωνικών), έχει χάσει το ρεφρέν «κάθε γενιά και καλύτερα», δεν βρίσκει δουλειά ή βρίσκει µια minijob και λέει ευχαριστώ, που στο ξεκίνηµά της ήδη ήταν γενιά των 700€, G700, και κατέληξε γενιά της δοµικής γιγαντοανεργίας, της διά βίου επισφάλειας και του υποκατώτατου, που κινείται άνετα στην ψηφιακή οικουµένη και την άυλη οικονοµία των υπηρεσιών, αλλά σαν να αποφεύγει τον πραγµατικό κόσµο και τις πρακτικές δυσχέρειες, που έχει ιδρυτικά ορόσηµα τις µεγάλες ρήξεις: τον υβριδικό κόσµο του φόβου και του τζιχάντ µετά τις 11/9, τον ανερµήνευτο ∆εκέµβρη ’08, τη χρεοκοπία του 2010, προ πάντων τη δεκαετή και συνεχιζόµενη Μεγάλη Υφεση, τον αναδυόµενο µεταφασισµό.
Ο Μπελεγρής καταγράφει µια αναδίπλωση των Ελλήνων millennials προς τα έσω, προς το ιδιωτικό και το αισθητικό: «Η εξιστόρηση ιδιωτικών στιγµών 17 Millennials: Το υπαρξιακό είναι πολιτικό µε µεγάλες δόσεις µελαγχολίας και νοσταλγίας µέσα από τα τραγούδια, µε υψηλό αίσθηµα ευθύνης ως προς την αισθητική, φαίνεται ότι επί χρόνια, κάπου στα κρυφά, µακριά από τα πρώτα θέµατα των media, συντρόφευσε, παρηγόρησε και εξέφρασε µια γενιά που έβλεπε τη ζωή της να περνά και να µη “γνωρίζει ο ένας για τον άλλον”.
Μια γενιά που είχε ανάγκη την κατανόηση, την ανθρώπινη επικοινωνία µπλεγµένη στα καλώδια του ∆ιαδικτύου και τις αιφνιδιαστικές κοινωνικές αναταράξεις, για τις οποίες τίποτα δεν την είχε προετοιµάσει. Μια γενιά που είδε την ασχήµια του φασισµού να κερδίζει έδαφος και τον φόβο του ξένου να απειλεί να γίνει καθεστώς. Κι αυτό συµβαίνει, ακόµα χειρότερα, για τη γενιά που έρχεται πίσω και που δεν µπορεί να συγκρίνει εµπειρικά, που δεν έχει δικές της µνήµες σταθερότητας ή ευµάρειας, που κυοφορήθηκε σε σεισµικές δονήσεις.
«Στα όσα κάνει η Μποφίλιου µε τον Ευαγγελάτο και τον Καραµουρατίδη, πάντοτε υπάρχει µια “πολιτική ορθότητα” (ίσως, καλύτερα, µια “καθαρότητα”) [...] σαν να νοσταλγεί την ευµάρεια, όχι να θρηνεί την καταστροφή. Τραγουδά για την απώλεια του Belle Rêve. Οι τρεις τους ίσως έτσι και να επιβλήθηκαν: ως να αναπολούν µια ιλουστρασιόν εποχή στον απόηχο όλων των γόνιµων και στείρων στοιχείων της. ‘Μεγάλωνα στην τσέπη του πατέρα µου / δεµένη µ’ αλυσίδα στα κλειδιά του / µε τ’ όνοµα, τ’ αµάξι και τα σπίτια του / και µ’ όλα τα µεγάλα όνειρά του” γράφει εξαίσια ο Ευαγγελάτος». Το υπαρξιακό είναι και πολιτικό: αυτή είναι η αµφίσηµη κληρονοµιά του ’60-’70, όπως τουλάχιστον µας το έµαθαν ο Ντίλαν και ο Σαββόπουλος, ο Παζολίνι.
Το κουβάλησαν σε όλη τη Μεταπολίτευση, γοητευτικά και λαϊκά, ο Ρασούλης, ο Παπάζογλου, ο Θαν. Παπακωνσταντίνου, ο Αλκ. Ιωαννίδης, ο Αγγελάκας, η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Παπαγιώργης και ο Βακαλόπουλος, ο Τσιώλης, ο Γιάννης Οικονοµίδης σήµερα, πολλοί άλλοι, σε σινεµά, θέατρο, λογοτεχνία. Η πολιτική αφορά την ύπαρξη, µε υλικούς και πνευµατικούς όρους εξίσου. Ο βαθύς µετασχηµατισµός της εργασίας και των κοινωνικών υποκειµένων, η παγκοσµιοποίηση, η νεοφιλελεύθερη ΤΙΝΑ, η πτώση του υπαρκτού, ο µαρασµός της σοσιαλιστικής φαντασίας του 20ού αιώνα, άφησαν την Αριστερά αµήχανη να βυθίζεται σε µεταϋλικές αναζητήσεις. Την αφύπνισε από τη σφοδρότητα της κρίσης, όταν είδε να κατεδαφίζονται τα κοινωνικά δικαιώµατα και η ίδια η αυτονόητη νεωτερικότητα.
Τώρα επείγει να αφουγκραστεί τις αναδυόµενες σκληρές ταξικότητες, τις νέες συλλογικές ευαισθησίες, το αίσθηµα της ορφάνιας, τη λαχτάρα και τη δίψα των millennials, και να τα εκφράσει σε συνεκτικά σχέδια, σε οράµατα που αγκαλιάζουν και εµπνέουν.
- το κείμενο του Ν. Ξυδάκη είναι από το ΕΘΝΟΣ της Κυριακής (20/1/2019)