Τα ΜΜΕ, δικαιολογημένα, αποτελούν έναν εύκολο σάκο του μποξ και έναν εχθρό που δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι, καθώς εδώ και δεκαετίες έχουν μετατραπεί σε ακόμα μία κατεστημένη εξουσία που στηρίζει τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα, αλλά και του συστήματος γενικότερα. Αυτός, ο σωστός κατά τ’ άλλα αφορισμός, εμπεριέχει δύο βασικά μειονεκτήματα:..
πρώτον, εξισώνει τους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης με τους εργαζόμενους στον Τύπο και, δεύτερον, ισοπεδώνει κάθε διαφορά ανάμεσα στους μεμονωμένους δημοσιογράφους.
Σε μεγάλο βαθμό ο πρώτος συλλογισμός ισχύει, καθώς ένα υπολογίσιμο μέρος των ανθρώπων του Τύπου ταυτίζεται με τους εργοδότες του: μια μειονότητα, εξαιτίας των σεβαστών υλικών προνομίων που απολαμβάνει και τα οποία τη διαφοροποιούν από την εργασιακή «πλέμπα» του χώρου, και μια πλειονότητα που, εκούσα άκουσα, προσαρμόζεται (σιωπηλά και με διάφορους βαθμούς προθυμίας) στις ανάγκες και τις επιταγές των αφεντικών της ως όρο επαγγελματικής και προσωπικής επιβίωσης.
Η δεύτερη αυτή διαφοροποίηση –μεταξύ των δημοσιογράφων– συνήθως «σβήνει» από τον ηθικό χάρτη και μία κατηγορία εργαζομένων οι οποίοι αντιστάθηκαν και συνεχίζουν να αντιστέκονται σε κάθε χώρα, κόντρα στα οικονομικά συμφέροντα, τη λογοκρισία (πολιτική ή επαγγελματική) και τις κυβερνήσεις. Την 1η Δεκεμβρίου, έγκλειστοι στις φυλακές σε όλο τον κόσμο ήταν συνολικά 251 δημοσιογράφοι επειδή έκαναν απλώς τη δουλειά τους, όπως καταγγέλλει η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (Committee to Protect Journalists, CPJ) στην ετήσια έκθεσή της.
Πρωταθλήτριες στη φίμωση και την καταστολή είναι η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Μιανμάρ, η Κίνα και –φυσικά– οι ΗΠΑ, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτηρίζει «fake news» όποια είδηση τον αφορά αλλά δεν του αρέσει, ενώ αποκλείει από τις συνεντεύξεις Τύπου του Λευκού Οίκου όσους δημοσιογράφους κάνουν δυσάρεστες ερωτήσεις. Παράλληλα, πενήντα έξι δημοσιογράφοι έχουν χάσει τη ζωή τους εντός του 2018, οι περισσότεροι στο Αφγανιστάν, στη Συρία και την Υεμένη.
Η δημοσιογραφία για αρκετούς είναι ένας επικίνδυνος τόπος για να ζεις, γεμάτος πιέσεις, εκβιασμούς, απειλές, παρενόχληση, φυλάκιση και δολοφονίες. Για άλλους, πιο τυχερούς, μπορεί απλώς να συνεπάγεται υλικές στερήσεις και περιθωριοποίηση, αφού η ανάδειξη και η καριέρα στον χώρο της δημοσιογραφίας συνήθως είναι ευθέως ανάλογες με τους συμβιβασμούς και τις παραχωρήσεις που κάποιος είναι διατεθειμένος να κάνει σ’ ένα σύστημα πολιτικής και οικονομικής διαπλοκής. Εδώ και πολλά χρόνια, «η δημοσιογραφία γίνεται ουραγός στις δυνάμεις τις οποίες θα έπρεπε να ελέγχει», όπως έχει πει ο διευθυντής της Le Monde Diplomatique, Σερζ Χαλιμί.
Ισως ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος αντίστασης του κοινού –πέρα από την ισοπέδωση και τη συνολική απαξίωση που οδηγούν στην αγκαλιά της Ακροδεξιάς και των φασιστών– είναι να επιλέξει πολλαπλές πηγές ενημέρωσης, να εντοπίσει δημοσιογράφους που εμπιστεύεται και να «διασταυρώνει» από την πλευρά του τα όσα βλέπει, ακούει και διαβάζει.
Οπως δεν υπάρχουν εντελώς «καθαρές» τροφές, έτσι δεν υπάρχουν και «ειδήσεις», αφού πάντα κινδυνεύουμε να δηλητηριαστούμε από την τοξικότητά τους. Ο γνωστός στοχαστής και δημοσιογράφος Ιγνάσιο Ραμονέ είχε προτείνει κάποτε να διεκδικήσουμε μια «οικολογία της Ενημέρωσης», για την οποία και εμείς θα είμαστε συνυπεύθυνοι, αφού οι επιλογές μας (επιβράβευση - απόρριψη) συγκεκριμένων Μέσων και δημοσιογράφων είναι ίσως ο μοναδικός νόμιμος τρόπος άμυνας.
Tάσος Τσακίρογλου / Εφημερίδα των Συντακτών
πρώτον, εξισώνει τους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης με τους εργαζόμενους στον Τύπο και, δεύτερον, ισοπεδώνει κάθε διαφορά ανάμεσα στους μεμονωμένους δημοσιογράφους.
Σε μεγάλο βαθμό ο πρώτος συλλογισμός ισχύει, καθώς ένα υπολογίσιμο μέρος των ανθρώπων του Τύπου ταυτίζεται με τους εργοδότες του: μια μειονότητα, εξαιτίας των σεβαστών υλικών προνομίων που απολαμβάνει και τα οποία τη διαφοροποιούν από την εργασιακή «πλέμπα» του χώρου, και μια πλειονότητα που, εκούσα άκουσα, προσαρμόζεται (σιωπηλά και με διάφορους βαθμούς προθυμίας) στις ανάγκες και τις επιταγές των αφεντικών της ως όρο επαγγελματικής και προσωπικής επιβίωσης.
Η δεύτερη αυτή διαφοροποίηση –μεταξύ των δημοσιογράφων– συνήθως «σβήνει» από τον ηθικό χάρτη και μία κατηγορία εργαζομένων οι οποίοι αντιστάθηκαν και συνεχίζουν να αντιστέκονται σε κάθε χώρα, κόντρα στα οικονομικά συμφέροντα, τη λογοκρισία (πολιτική ή επαγγελματική) και τις κυβερνήσεις. Την 1η Δεκεμβρίου, έγκλειστοι στις φυλακές σε όλο τον κόσμο ήταν συνολικά 251 δημοσιογράφοι επειδή έκαναν απλώς τη δουλειά τους, όπως καταγγέλλει η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (Committee to Protect Journalists, CPJ) στην ετήσια έκθεσή της.
Πρωταθλήτριες στη φίμωση και την καταστολή είναι η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Μιανμάρ, η Κίνα και –φυσικά– οι ΗΠΑ, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτηρίζει «fake news» όποια είδηση τον αφορά αλλά δεν του αρέσει, ενώ αποκλείει από τις συνεντεύξεις Τύπου του Λευκού Οίκου όσους δημοσιογράφους κάνουν δυσάρεστες ερωτήσεις. Παράλληλα, πενήντα έξι δημοσιογράφοι έχουν χάσει τη ζωή τους εντός του 2018, οι περισσότεροι στο Αφγανιστάν, στη Συρία και την Υεμένη.
Η δημοσιογραφία για αρκετούς είναι ένας επικίνδυνος τόπος για να ζεις, γεμάτος πιέσεις, εκβιασμούς, απειλές, παρενόχληση, φυλάκιση και δολοφονίες. Για άλλους, πιο τυχερούς, μπορεί απλώς να συνεπάγεται υλικές στερήσεις και περιθωριοποίηση, αφού η ανάδειξη και η καριέρα στον χώρο της δημοσιογραφίας συνήθως είναι ευθέως ανάλογες με τους συμβιβασμούς και τις παραχωρήσεις που κάποιος είναι διατεθειμένος να κάνει σ’ ένα σύστημα πολιτικής και οικονομικής διαπλοκής. Εδώ και πολλά χρόνια, «η δημοσιογραφία γίνεται ουραγός στις δυνάμεις τις οποίες θα έπρεπε να ελέγχει», όπως έχει πει ο διευθυντής της Le Monde Diplomatique, Σερζ Χαλιμί.
Ισως ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος αντίστασης του κοινού –πέρα από την ισοπέδωση και τη συνολική απαξίωση που οδηγούν στην αγκαλιά της Ακροδεξιάς και των φασιστών– είναι να επιλέξει πολλαπλές πηγές ενημέρωσης, να εντοπίσει δημοσιογράφους που εμπιστεύεται και να «διασταυρώνει» από την πλευρά του τα όσα βλέπει, ακούει και διαβάζει.
Οπως δεν υπάρχουν εντελώς «καθαρές» τροφές, έτσι δεν υπάρχουν και «ειδήσεις», αφού πάντα κινδυνεύουμε να δηλητηριαστούμε από την τοξικότητά τους. Ο γνωστός στοχαστής και δημοσιογράφος Ιγνάσιο Ραμονέ είχε προτείνει κάποτε να διεκδικήσουμε μια «οικολογία της Ενημέρωσης», για την οποία και εμείς θα είμαστε συνυπεύθυνοι, αφού οι επιλογές μας (επιβράβευση - απόρριψη) συγκεκριμένων Μέσων και δημοσιογράφων είναι ίσως ο μοναδικός νόμιμος τρόπος άμυνας.
Tάσος Τσακίρογλου / Εφημερίδα των Συντακτών