(...) Ποτέ άλλοτε ίσως και πουθενά αλλού στον κόσμο δεν ελέγχουν την ενημέρωση πρόσωπα που σχετίζονται με τον μισό ποινικό κώδικα. Κάποτε οι άνθρωποι του Τύπου καλούνταν στα ανακριτικά γραφεία και πήγαιναν στα δικαστήρια γι’ αυτά που έγραφαν. Τώρα πηγαίνουν γι’ αυτά που κάνουν: φοροδιαφυγή, ξέπλυμα, πλαστογραφίες, μίζες, εκβιασμούς και πάσης φύσεως κομπίνες..
Στη θέση του δημοσιογράφου που έπαιρνε πόδι αν νταραβεριζόταν επ’ ωφελεία του με επιχειρηματίες, μπήκε αυτός που έχει την εφημερίδα ως πάρεργο και εργαλείο για εξυπηρετήσεις, ή και εκβιασμούς για να τα κονομήσει. Δεν είναι τυχαία η εξάπλωση της λέξης «λαμόγιο» στον δημοσιογραφικό πληθυσμό. Και δεν έγινε τυχαία κακόφημο το δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Στη θέση του αρχισυντάκτη που διάβαζε και διόρθωνε το κείμενο, έλεγχε την εγκυρότητά του, ζητώντας στοιχεία και ντοκουμέντα «για να μην φάμε καμία μήνυση και μας κοπούν την ατέλεια», μπήκε ένας αδιάφορος διεκπεραιωτής, που δεν είναι σε θέση να στείλει πίσω ένα κείμενο για να ξαναγραφεί.
Κάποτε διευθυντές γίνονταν δημοσιογράφοι με κατάρτιση, κουλτούρα και κύρος -και πάντως επιτυχημένοι συντάκτες. Τώρα οι ιδιοκτήτες διορίζουν ακόμη και τους κηπουρούς τους.
Στη θέση του ταλαντούχου γραφιά που είχε το κοινό του μπήκε ένας ημιμαθής, προχειρολόγος και κακογράφος. Εφημερίδες σαν την «Καθημερινή» και το «Βήμα» ήταν σχολεία εκμάθησης της σωστής ελληνικής γλώσσας. Σήμερα κανένας Ζενάκος σε καμιά εφημερίδα δεν ελέγχει την γραφή κανενός.
Στη θέση του ρεπόρτερ που έψαχνε την αλήθεια, αγωνιούσε και εξαντλούσε κάθε περιθώριο με κόπο και ξενύχτι μπήκε ο μιλημένος αποδέκτης του «δελτίου τύπου», των υποδείξεων -με το αζημίωτο συχνά-και των non papers.
Οι δημοσιογράφοι ακόμη και όταν πληρώνονταν με… «υποσχετικές» ήταν δημοσιογράφοι και δεν άπλωναν το χέρι στη μίζα, ούτε δέχονταν να γίνουν «βαποράκια» -που λέει θυμόσοφα και ο Βασίλης Σκουρής. Όλα ήταν δημοσιογραφία για τον αναγνώστη- ακόμη και τα αρνητικά, τα περίεργα και τα άσχημα. Όποιος παρακολουθεί στο FB τις ιστορίες από τα παλιά που διηγείται ο Άρης Σκιαδόπουλος καταλαβαίνει...
Στη θέση του δημοσιογράφου που έπαιρνε πόδι αν νταραβεριζόταν επ’ ωφελεία του με επιχειρηματίες, μπήκε αυτός που έχει την εφημερίδα ως πάρεργο και εργαλείο για εξυπηρετήσεις, ή και εκβιασμούς για να τα κονομήσει. Δεν είναι τυχαία η εξάπλωση της λέξης «λαμόγιο» στον δημοσιογραφικό πληθυσμό. Και δεν έγινε τυχαία κακόφημο το δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Στη θέση του αρχισυντάκτη που διάβαζε και διόρθωνε το κείμενο, έλεγχε την εγκυρότητά του, ζητώντας στοιχεία και ντοκουμέντα «για να μην φάμε καμία μήνυση και μας κοπούν την ατέλεια», μπήκε ένας αδιάφορος διεκπεραιωτής, που δεν είναι σε θέση να στείλει πίσω ένα κείμενο για να ξαναγραφεί.
Κάποτε διευθυντές γίνονταν δημοσιογράφοι με κατάρτιση, κουλτούρα και κύρος -και πάντως επιτυχημένοι συντάκτες. Τώρα οι ιδιοκτήτες διορίζουν ακόμη και τους κηπουρούς τους.
Στη θέση του ταλαντούχου γραφιά που είχε το κοινό του μπήκε ένας ημιμαθής, προχειρολόγος και κακογράφος. Εφημερίδες σαν την «Καθημερινή» και το «Βήμα» ήταν σχολεία εκμάθησης της σωστής ελληνικής γλώσσας. Σήμερα κανένας Ζενάκος σε καμιά εφημερίδα δεν ελέγχει την γραφή κανενός.
Στη θέση του ρεπόρτερ που έψαχνε την αλήθεια, αγωνιούσε και εξαντλούσε κάθε περιθώριο με κόπο και ξενύχτι μπήκε ο μιλημένος αποδέκτης του «δελτίου τύπου», των υποδείξεων -με το αζημίωτο συχνά-και των non papers.
Ποιος ανταγωνισμός από το διαδίκτυο και την τηλεόραση; Κανένα από αυτά τα μέσα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί ένα καλογραμμένο κείμενο με μια αξιόπιστη υπογραφή. Γιατί αυτό που μετράει στην ενημέρωση είναι το προϊόν όχι το είδος και η τεχνική της διάθεσης του στο κοινό.(...) Δεν ήταν άγιοι οι παλιοί δημοσιογράφοι. Πάντα υπήρχαν άνθη του κακού. Άλλα υπήρχαν κανόνες, συνήθως άγραφοι και όλοι τους τηρούσαν. Ήταν ντροπή να κάνει κάποιος γκάφα ή να διαψευστεί- χώρια που έχανε και τη δουλειά του αν ήταν υπότροπος. Η εσωτερική ιεραρχία στις εφημερίδες λειτουργούσε εκπαιδευτικά για τους νεοεισερχομένους που άρχιζαν πάντα από το «μονόστηλο» και ήταν ο γιος του εκδότη.
Οι δημοσιογράφοι ακόμη και όταν πληρώνονταν με… «υποσχετικές» ήταν δημοσιογράφοι και δεν άπλωναν το χέρι στη μίζα, ούτε δέχονταν να γίνουν «βαποράκια» -που λέει θυμόσοφα και ο Βασίλης Σκουρής. Όλα ήταν δημοσιογραφία για τον αναγνώστη- ακόμη και τα αρνητικά, τα περίεργα και τα άσχημα. Όποιος παρακολουθεί στο FB τις ιστορίες από τα παλιά που διηγείται ο Άρης Σκιαδόπουλος καταλαβαίνει...
- απόσπασμα από εκτενές κείμενο του Γιώργου Λακόπουλου στο Ανοιχτό Παράθυρο με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του συναδέλφου του Γιάννη Παντελάκη «Η Χαμένη Τιμή της Δημοσιογραφίας / 20 + 1 ιστορίες κιτρινισμού» (ολόκληρο το κείμενο του Γ. Λακόπουλου στο anoixtoparathyro ΕΔΩ)