Γράφει ο Γεωργάκης Ολύμπιος Β'
Τελευταία διαβάζουμε για τους δεκατέσσερις Έλληνες που βρίσκονται στη λίστα επιστημόνων με τη μεγαλύτερη ‘επιρροή’ παγκοσμίως (ΕΔΩ). Ας δούμε μερικά στοιχεία που αποδεικνύουν πόσο ψεύτικη είναι αυτή η εικόνα.
Πως μετριέται η επιρροή του πανεπιστημιακού ερευνητή; Από τον αριθμό των άλλων..
επιστημόνων, οι οποίοι στις δημοσιεύσεις τους κάνουν αναφορά στις δικές του δημοσιεύσεις.
Πως γίνεται αποδεκτή μια επιστημονική εργασία προς δημοσίευση σε ένα επιστημονικό περιοδικό; Μετά την υποβολή της στέλνεται σε άλλους επιστήμονες, συνήθως σε 3, για να την κρίνουν χωρίς αμοιβή. Όμως, ένας πολυάσχολος επιστήμων εγνωσμένης αξίας δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με τέτοια και, επομένως, είτε παραπέμπει την κρίση σε βοηθούς του (συνήθως υποψήφιους διδάκτορες), είτε αρνείται να την κάνει. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι να κρίνουν τις εργασίες επιστήμονες που δεν έχουν το τεκμήριο της βαθιάς γνώσης, αλλά ούτε και της αντικειμενικότητας, μιας και ένα βαρύγδουπο όνομα στο τίτλο της υπό κρίση εργασίας αποτελεί εξόχως πολωτικό παράγοντα, ιδίως όταν ο κρίνων δεν είναι μεγάλου βεληνεκούς.
Γιατί η κρίση γίνεται χωρίς αμοιβή; Διότι στόχος είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους των εκδοτικών οίκων των επιστημονικών περιοδικών. Πρόκειται για κολοσσιαίων διαστάσεων πολυεθνικές εταιρείες όπως Elsevier, Springer, Taylor and Francis κλπ, που τα περιοδικά τους είναι στον κατάλογο ISI, δηλαδή τη βάση δεδομένων που μετράει την ‘επιρροή’ των δημοσιεύσεων (citation index). Κάθε τέτοιος εκδοτικός οίκος εκδίδει χιλιάδες περιοδικά, που το καθένα δημοσιεύει κατά μέσο όρο κάποιες εκατοντάδες άρθρα. Αν για κάθε άρθρο που δημοσιεύεται, αλλά και ένα ίσο αριθμό άρθρων που απορρίπτονται επί τη βάσει της κρίσης, έπρεπε να πληρώνονται οι 3 κριτές του ένα λογικό ποσό, πχ 100 ευρώ, που θα αποτελούσε κίνητρο σοβαρής ενασχόλησης τους, τότε ο κάθε ετήσιος τόμος του περιοδικού θα έπρεπε να πωλείται δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, πράγμα που θα τον έκανε εξαιρετικά δυσπώλητο.
Ποιός όμως αγοράζει τα επιστημονικά περιοδικά; Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οι συγγραφείς τους (πραγματικοί και εν δυνάμει) μέσω των Πανεπιστημιακών / Ερευνητικών Ιδρυμάτων των οποίων είναι μέλη. Όλα τα Πανεπιστήμια που σέβονται τον εαυτό τους είναι υποχρεωμένα στην πράξη να έχουν συνδρομές στα περιοδικά του ISI, ώστε να εξασφαλίζουν στους ερευνητές-μέλη τους πρόσβαση στην στάθμη της τεχνικής (state-of-the-art). Διαφορετικά, οι ερευνητές μπορεί συνεχώς να επανα-εφευρίσκουν τον τροχό…
Τελικά, όμως, πως χτίζει ένας πανεπιστημιακός ερευνητής την επιρροή του σε διεθνές επίπεδο;
Κατ’ αρχήν, παίζει ρόλο ποιά επιστήμη θεραπεύει. Όσο περισσότεροι δημοσιεύουν εντός των ορίων μιας επιστήμης, τόσο περισσότερες εν δυνάμει αναφορές στις δημοσιεύσεις του μπορεί να έχει ο καθένας τους. Επιστήμες της ζωής (ιατρική, βιολογία κλπ), αλλά και άλλες, όπως φυσικές επιστήμες, έχουν τεράστιες κοινότητες συγγραφέων, μεγάλο αριθμό άρθρων και μεγάλο αριθμό συ-συγγραφέων ανά άρθρο. Ένας λόγος είναι τα εύκολα – αυτοματοποιημένα πειράματα, που γίνονται κατά εκατοντάδες και καθένα τους μπορεί να οδηγήσει σε μια δημοσίευση μεγάλης ομοιότητας με κάποια προηγούμενη, στην οποία έχει αλλάξει μόνο μια πειραματική συνθήκη. Ας μη πάμε μακριά: με αναφορά στην Ελλάδα, όσα διδακτορικά παράγονται ετησίως από αυτές τις επιστήμες, τόσα παράγονται και από όλες τις άλλες μαζί! Ο ερευνητής λοιπόν που θεραπεύει τέτοια αντικείμενα έχει τυπικά δέκα ή εκατό φορές περισσότερες αναφορές στο έργο του από κάποιον που ασχολείται με άλλα αντικείμενα !
Το μυστικό όμως είναι αλλού και λέγεται δικτύωση – networking. Σε ένα αγγελικό κόσμο, ένας αξιοπρεπής ερευνητής δημοσιεύει και περιμένει να δεί την ανταπόκριση που έχει το έργο του. Στον αντίποδα, ένας ερευνητής - επαγγελματίας της δημοσιότητας, δημιουργεί μηχανισμό αύξησης της ανταπόκρισης των δημοσιεύσεων του. Το βασικότερο είναι να φτιάξει ένα δίκτυο συναδέλφων σε όλο τον κόσμο, που αναλαμβάνουν σε κάθε δημοσίευση τους να εντάσσουν αναφορές στις δημοσιεύσεις των ερευνητών του δικτύου. Αν, μάλιστα, κάποιοι από αυτούς τους κόμβους του δικτύου έχουν αυξημένη επιρροή στην επιστημονική κοινότητα, τότε τα πράγματα γίνονται ευκολότερα. Τέτοια επιρροή αποκτά κανείς εάν είναι Editor σε κάποια επιστημονικά περιοδικά.
Και πως γίνεται Εditor περιοδικού; Ο εκδοτικός οίκος που αναθέτει τέτοιες θέσεις – πάντα με στόχο το κέρδος - επιλέγει πανεπιστημιακούς είτε εγνωσμένης ακαδημαϊκής αξίας, είτε εγνωσμένων δημοσίων σχέσεων. Με άλλα λόγια, είναι βασικό για έναν Πανεπιστημιακό με τέτοιες βλέψεις να ξεκινήσει με ένα μικρό -καταρχάς- αλλά συμπαγές δίκτυο ‘αδελφών’ ερευνητών. Αυτό είναι στην πραγματικότητα το κεφάλαιο του, το οποίο στη συνέχεια θα διευρύνει, αυξάνοντας έτσι την προσωπική του αξία στο χρηματιστήριο της ‘επιστημονικής επιρροής’. Αλλά και τα μέλη του δικτύου αυτού θα επωφελούνται όλο και περισσότερο από αυτή την ανέλιξη, μιας και θα μαζεύουν και αυτά αναφορές στο έργο τους και θα αυξάνονται οι (ψεύτικες - πρβλ. bit-coin) μετοχές τους στο χρηματιστήριο της ‘επιστημονικής επιρροής’. Είναι γνωστό βεβαίως ότι πολλοί θεσμοί – ίσως οι περισσότεροι – της δυτικής κοινωνίας λειτουργούν με αυτή τη λογική ακριβώς. Συνεπώς, αν ο Πανεπιστημιακός μας είναι ήδη κομμάτι τέτοιων θεσμών, τότε πρακτικά η δικτύωση ήδη υπάρχει. Ας τονίσουμε, βεβαίως, ότι μιλάμε για τον αντίποδα του αγγελικού κόσμου, και σίγουρα για εξαιρέσεις μέσα στον κόσμο των Πανεπιστημιακών. Δυστυχώς όμως, οι λίστες προβεβλημένων τυχαίνει να είναι κι αυτές, εξ ορισμού, εξαιρέσεις.
Ας μην εντυπωσιάζεται, λοιπόν, το ευρύ κοινό με τέτοια βαρύγδουπα περί ερευνητών ‘μεγάλης επιρροής’, τουναντίον μάλιστα – ας κουμπώνεται. Οι ‘παροικούντες την Ιερουσαλήμ’ γνωρίζουν…
Τελευταία διαβάζουμε για τους δεκατέσσερις Έλληνες που βρίσκονται στη λίστα επιστημόνων με τη μεγαλύτερη ‘επιρροή’ παγκοσμίως (ΕΔΩ). Ας δούμε μερικά στοιχεία που αποδεικνύουν πόσο ψεύτικη είναι αυτή η εικόνα.
Πως μετριέται η επιρροή του πανεπιστημιακού ερευνητή; Από τον αριθμό των άλλων..
επιστημόνων, οι οποίοι στις δημοσιεύσεις τους κάνουν αναφορά στις δικές του δημοσιεύσεις.
Πως γίνεται αποδεκτή μια επιστημονική εργασία προς δημοσίευση σε ένα επιστημονικό περιοδικό; Μετά την υποβολή της στέλνεται σε άλλους επιστήμονες, συνήθως σε 3, για να την κρίνουν χωρίς αμοιβή. Όμως, ένας πολυάσχολος επιστήμων εγνωσμένης αξίας δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με τέτοια και, επομένως, είτε παραπέμπει την κρίση σε βοηθούς του (συνήθως υποψήφιους διδάκτορες), είτε αρνείται να την κάνει. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι να κρίνουν τις εργασίες επιστήμονες που δεν έχουν το τεκμήριο της βαθιάς γνώσης, αλλά ούτε και της αντικειμενικότητας, μιας και ένα βαρύγδουπο όνομα στο τίτλο της υπό κρίση εργασίας αποτελεί εξόχως πολωτικό παράγοντα, ιδίως όταν ο κρίνων δεν είναι μεγάλου βεληνεκούς.
Γιατί η κρίση γίνεται χωρίς αμοιβή; Διότι στόχος είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους των εκδοτικών οίκων των επιστημονικών περιοδικών. Πρόκειται για κολοσσιαίων διαστάσεων πολυεθνικές εταιρείες όπως Elsevier, Springer, Taylor and Francis κλπ, που τα περιοδικά τους είναι στον κατάλογο ISI, δηλαδή τη βάση δεδομένων που μετράει την ‘επιρροή’ των δημοσιεύσεων (citation index). Κάθε τέτοιος εκδοτικός οίκος εκδίδει χιλιάδες περιοδικά, που το καθένα δημοσιεύει κατά μέσο όρο κάποιες εκατοντάδες άρθρα. Αν για κάθε άρθρο που δημοσιεύεται, αλλά και ένα ίσο αριθμό άρθρων που απορρίπτονται επί τη βάσει της κρίσης, έπρεπε να πληρώνονται οι 3 κριτές του ένα λογικό ποσό, πχ 100 ευρώ, που θα αποτελούσε κίνητρο σοβαρής ενασχόλησης τους, τότε ο κάθε ετήσιος τόμος του περιοδικού θα έπρεπε να πωλείται δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, πράγμα που θα τον έκανε εξαιρετικά δυσπώλητο.
Ποιός όμως αγοράζει τα επιστημονικά περιοδικά; Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οι συγγραφείς τους (πραγματικοί και εν δυνάμει) μέσω των Πανεπιστημιακών / Ερευνητικών Ιδρυμάτων των οποίων είναι μέλη. Όλα τα Πανεπιστήμια που σέβονται τον εαυτό τους είναι υποχρεωμένα στην πράξη να έχουν συνδρομές στα περιοδικά του ISI, ώστε να εξασφαλίζουν στους ερευνητές-μέλη τους πρόσβαση στην στάθμη της τεχνικής (state-of-the-art). Διαφορετικά, οι ερευνητές μπορεί συνεχώς να επανα-εφευρίσκουν τον τροχό…
Τελικά, όμως, πως χτίζει ένας πανεπιστημιακός ερευνητής την επιρροή του σε διεθνές επίπεδο;
Κατ’ αρχήν, παίζει ρόλο ποιά επιστήμη θεραπεύει. Όσο περισσότεροι δημοσιεύουν εντός των ορίων μιας επιστήμης, τόσο περισσότερες εν δυνάμει αναφορές στις δημοσιεύσεις του μπορεί να έχει ο καθένας τους. Επιστήμες της ζωής (ιατρική, βιολογία κλπ), αλλά και άλλες, όπως φυσικές επιστήμες, έχουν τεράστιες κοινότητες συγγραφέων, μεγάλο αριθμό άρθρων και μεγάλο αριθμό συ-συγγραφέων ανά άρθρο. Ένας λόγος είναι τα εύκολα – αυτοματοποιημένα πειράματα, που γίνονται κατά εκατοντάδες και καθένα τους μπορεί να οδηγήσει σε μια δημοσίευση μεγάλης ομοιότητας με κάποια προηγούμενη, στην οποία έχει αλλάξει μόνο μια πειραματική συνθήκη. Ας μη πάμε μακριά: με αναφορά στην Ελλάδα, όσα διδακτορικά παράγονται ετησίως από αυτές τις επιστήμες, τόσα παράγονται και από όλες τις άλλες μαζί! Ο ερευνητής λοιπόν που θεραπεύει τέτοια αντικείμενα έχει τυπικά δέκα ή εκατό φορές περισσότερες αναφορές στο έργο του από κάποιον που ασχολείται με άλλα αντικείμενα !
Το μυστικό όμως είναι αλλού και λέγεται δικτύωση – networking. Σε ένα αγγελικό κόσμο, ένας αξιοπρεπής ερευνητής δημοσιεύει και περιμένει να δεί την ανταπόκριση που έχει το έργο του. Στον αντίποδα, ένας ερευνητής - επαγγελματίας της δημοσιότητας, δημιουργεί μηχανισμό αύξησης της ανταπόκρισης των δημοσιεύσεων του. Το βασικότερο είναι να φτιάξει ένα δίκτυο συναδέλφων σε όλο τον κόσμο, που αναλαμβάνουν σε κάθε δημοσίευση τους να εντάσσουν αναφορές στις δημοσιεύσεις των ερευνητών του δικτύου. Αν, μάλιστα, κάποιοι από αυτούς τους κόμβους του δικτύου έχουν αυξημένη επιρροή στην επιστημονική κοινότητα, τότε τα πράγματα γίνονται ευκολότερα. Τέτοια επιρροή αποκτά κανείς εάν είναι Editor σε κάποια επιστημονικά περιοδικά.
Και πως γίνεται Εditor περιοδικού; Ο εκδοτικός οίκος που αναθέτει τέτοιες θέσεις – πάντα με στόχο το κέρδος - επιλέγει πανεπιστημιακούς είτε εγνωσμένης ακαδημαϊκής αξίας, είτε εγνωσμένων δημοσίων σχέσεων. Με άλλα λόγια, είναι βασικό για έναν Πανεπιστημιακό με τέτοιες βλέψεις να ξεκινήσει με ένα μικρό -καταρχάς- αλλά συμπαγές δίκτυο ‘αδελφών’ ερευνητών. Αυτό είναι στην πραγματικότητα το κεφάλαιο του, το οποίο στη συνέχεια θα διευρύνει, αυξάνοντας έτσι την προσωπική του αξία στο χρηματιστήριο της ‘επιστημονικής επιρροής’. Αλλά και τα μέλη του δικτύου αυτού θα επωφελούνται όλο και περισσότερο από αυτή την ανέλιξη, μιας και θα μαζεύουν και αυτά αναφορές στο έργο τους και θα αυξάνονται οι (ψεύτικες - πρβλ. bit-coin) μετοχές τους στο χρηματιστήριο της ‘επιστημονικής επιρροής’. Είναι γνωστό βεβαίως ότι πολλοί θεσμοί – ίσως οι περισσότεροι – της δυτικής κοινωνίας λειτουργούν με αυτή τη λογική ακριβώς. Συνεπώς, αν ο Πανεπιστημιακός μας είναι ήδη κομμάτι τέτοιων θεσμών, τότε πρακτικά η δικτύωση ήδη υπάρχει. Ας τονίσουμε, βεβαίως, ότι μιλάμε για τον αντίποδα του αγγελικού κόσμου, και σίγουρα για εξαιρέσεις μέσα στον κόσμο των Πανεπιστημιακών. Δυστυχώς όμως, οι λίστες προβεβλημένων τυχαίνει να είναι κι αυτές, εξ ορισμού, εξαιρέσεις.
Ας μην εντυπωσιάζεται, λοιπόν, το ευρύ κοινό με τέτοια βαρύγδουπα περί ερευνητών ‘μεγάλης επιρροής’, τουναντίον μάλιστα – ας κουμπώνεται. Οι ‘παροικούντες την Ιερουσαλήμ’ γνωρίζουν…