Γράφει ο Αρης Σκιαδόπουλος
Είμαι η χαρωπή και τσαχπίνα Φρόσω. Από μικρή το χα το χούι. Να γίνω καθαρίστρια. Οι γονείς μου με μεγάλωσαν στα πούπουλα, δεν έχω παράπονο. Από τόσο δα μικρούλι είχα ένα μόνο όνειρο: Να σφουγγαρίζω
.Όταν ερχόταν μάλιστα επισκέπτες στο σπίτι και με ρωτούσαν “τι θα γίνει
η μικρούλα μας όταν μεγαλώσει”, αυθόρμητα τους απαντούσα “καθαρίστρια“. Αυτοί σκάγανε στα γέλια δίχως εγώ να μπορώ να εξηγήσω προς τι.
Θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα με μια..
σφουγγαρίστρα το χέρι. Περίμενα
μάλιστα πως και τι να ξεπορτίσουν οι δικοί μου για να πιάσω το πανί και
να τα κάμω όλα λαμπίκο. Μιλάμε για μεγάλη έφεση στο
καθάρισμα. Τρελαινόμουν να κυνηγάω αράχνες και κατσαρίδες. Εκεί όμως που
πάθαινα κάτι σαν σε οργασμό ήταν όταν καθάριζα τον απόπατο..
Οι φιλενάδες μου στο σχολείο είχαν άλλα όνειρα που δεν με
συγκινούσαν καθόλου. Άλλη να γίνει γιατρός, άλλη ψυχολόγος, άλλη
ηθοποιός, άλλη δημοσιογράφος. Αυτές οι επιλογές με άφηναν ολωσδιόλου
παγερά αδιάφορη. Ενώ αυτές περίμεναν πως και τι να ‘ρθει η ώρα να
παίξουν εγώ αντίθετα είχα ένα καρδιοχτύπι πότε θα ‘ρχοταν η ώρα ν αρχίσω
την φασίνα. Ρουφούσα άπληστα την σκόνη από το σκρίνιο και το τραπέζι και με ζωογονούσε ρε παιδί μου.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι εγώ είχα γίνει εξπέρ στο σφουγγάρισμα και σε ο,τι απαιτούσε την δυναμική μου παρέμβαση στον τομέα της καθαριότητας.
Μάλιστα, περίμενα καρδιοχτύπι να περάσουν τα χρόνια για τελειώσω το
σχολείο ώστε να πάρει σάρκα και οστά το όνειρο μου. Μ έτρωγε η αγωνία κι
η ανυπομονησία να τελειώσω μια ώρα αρχύτερα, έτσι ώστε το συντομότερο
δυνατόν ν αρχίσω να καθαρίζω σκάλες, δηλαδή να πέσω με τα μούτρα στη
δουλειά.
Κι ενώ το πάθος μου όλο και μεγάλωνε το σχολείο δεν έλεγε να
τελειώσει. Είχε καταντήσει εφιάλτης να περνούν τα χρόνια κι εγώ εκεί,
μπάστακας σ ένα θρανίο κι οι δικοί μου να μου δίνουν κουράγιο “Κάμε λίγο
ακόμα υπομονή ένας χρόνος έμεινε”. Εμένα όμως μ έτρωγε το σαράκι. Δεν
άντεχα άλλο μαρτύριο ώσπου τα βρόντηξα στην Πέμπτη δημοτικού. Αεί στο καλό είπα έτσι κι αλλιώς καθαρίστρια θα γίνω τι θέλω και βουρλίζομαι..
Δεν άργησε θα ‘ρθει ο καιρός που ο Θεός άκουσε τις προσευχές μου.
Ένοιωσα πιο ευτυχισμένη γυναίκα της Οικουμένης. Περπατούσα κι ένοιωθα
πάνω μου τα ζηλόφθονα βλέμματα των άλλων γυναικών. Ήταν η στιγμή που
πέρασα στο ΑΣΕΠ και διορίστηκα καθαρίστρια σ’ ένα
νηπιαγωγείο! Ω πόση ευτυχία θεέ μου Μεγαλοδύναμε! Ήμουνα πλέον
καθαρίστρια αναγνωρισμένη και με τη βούλα του κράτους! Τι άλλο μπορούσα
να ονειρευτώ; Σκέψου, να κάμεις επάγγελμα αυτό που από μικρή θεωρούσες
όνειρο μακρινό και μάλιστα να πληρώνεσαι από πάνω με κοντά πεντακόσια ευρώ χώρια οι κρατήσεις. Η μέγιστη κοινωνική καταξίωση!
Θα’ μουνα αγνώμων αν δεν αναγνώριζα την μεγάλη
ευκαιρία που μου έδωσε η πατρίδα. Χάρη σ αυτήν έκαμα οικογένεια κι εγώ
δυο παιδιά ο Θεός να τα χει γερά. Μάλιστα ευτυχώς που ο σύζυγος μου έχει
εξήντα εφτά τα εκατό αναπηρία και να εκπίπτουν από την Εφορία ΔΕΗ και ΟΤΕ.
Έχω όμως ένα παράπονο και με πιάνει ένας κόμπος έδωνα: Προψές μου
χτύπησαν την πόρτα δυο καλοντυμένοι κύριοι. Μιλάμε, κύριοι με τα όλα
τους. Ήρθανε λέει να με συλλάβουν γιατί ύστερα από είκοσι τόσα χρόνια διαπίστωσαν ότι έχω πλαστογραφήσει
το απολυτήριο του Δημοτικού κι έκαμα την Ε τάξη, ΣΤ. Λες κι ποιότητα
της φασίνας εξαρτάται από τον βαθμό απολυτηρίου. Με μπουζούριασαν και
φτου ρίξαν δεκαπέντε χρόνια πρωτόδικα πούγιναν δέκα ύστερα από Έφεση.
Τότε σκέφτηκα ποσό σπουδαίο πρόσωπο είμαι στην κοινωνία μιας κι διεκδικώ
μια θέση ανάμεσά σε σπουδαίους εγκεφάλους της πολιτικής αλλά της μαφίας
των ναρκωτικών. Να σου δώσω να καταλάβεις, εγώ νοιώθω πιο ιν κι από τον
Άκη αλλά κι από κάτι σαΐνια εκεί γύρω στο Κολωνάκι και στην Εκάλη που
φλομώσανε την πιάτσα στην κόκκα. Δεν μιλάω για τον Παππαντωνίου
μιας αυτός όπως λέει έχει εμπιστοσύνη στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Τελικά
εγώ η ηλίθια δεν έσπευσα να δηλώσω την εμπιστοσύνη μου στην Δικαιοσύνη.
Τώρα δεν ξέρω τι θ απογίνει. Σάματις μου περισσεύουν να πάρω κανένα
δικηγόρο περιωπής να με βγάλει από την φυλακή; Ευτυχώς μια σκέψη με
παρηγορεί: Θαχει κάμποσες τουαλέτες εκεί μέσα να ξεδίνω.
- το κείμενο του Αρη Σκιαδόπουλου είναι από το iskra.gr