του Περικλή Κοροβέση
Αν και αυτή η στήλη ασχολείται κατά κανόνα με θέματα που θεωρητικά ενδιαφέρουν όλη την κοινωνία (αυταπάτη βέβαια), σήμερα θα κάνουμε μια εξαίρεση για να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία για έναν σημαντικό συγγραφέα, που κάποτε μεσουρανούσε και που πέθανε σε απόλυτη φτώχεια, σε ένα άθλιο συνοικιακό νοσοκομείο, όπου.. κανείς δεν του έδινε σημασία.
Οπου φτωχός κι η μοίρα του. Γεννήθηκε στη φτώχεια. Μια εποχή έβγαλε πολλά λεφτά -για τα μέτρα του εννοείται- και ξαναγύρισε στα γεράματα στην παιδική του ηλικία.
Τότε που κοιμόταν πάνω σε ένα τραπέζι μαζί με τον συνομήλικο φίλο του, Ευθύμη Παπαδημητρίου, τον γνωστό καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και από τους θεμελιωτές της οικολογίας στην Ελλάδα. Μακαρίτης κι αυτός τώρα.
Μεγάλωσαν στην ίδια αυλή και το τραπέζι ήταν καλό κρεβάτι για τα δύο αγόρια, που προστατεύονταν από τέσσερις καρέκλες για να μην πέσουν και σκάσουν τα παιδιά στο πάτωμα. Μιλάω για τον Γιώργο Σκούρτη, που θάφτηκε την Τετάρτη που μας πέρασε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη.
Και εδώ βλέπουμε την κυνικότητα της εξουσίας. Το κράτος τού έδωσε μια γλίσχρα σύνταξη, την ονόμασε τιμητική και τον καταδίκασε σχεδόν στην ασιτία, μαζί βέβαια με δεκάδες άλλους δημιουργούς που είχαν προσφέρει πολλά στον νεοελληνικό πολιτισμό. Και μετά ζητάει εύσημα για τη δωρεάν κηδεία.
Το όνομα Σκούρτης το άκουσα για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1969 από τον κοινό μας φίλο Ευθύμη Παπαδημητρίου. Ηταν ένα όνομα και μια διεύθυνση στο Παρίσι. Ηταν τη μέρα που έφευγα παράνομα από την Ελλάδα για να καταθέσω στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Στην ουσία ένα ταξίδι στο άγνωστο και πέρα από το σημείο επιστροφής. Και μια διεύθυνση στο εξωτερικό ήταν πολύτιμο στήριγμα. Να έχεις κάπου να πας και να μην κοιμάσαι στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου καταλήγει το τρένο σου.
Οταν πήγα στο σπίτι του, μαζί με τους παλιούς συγκρατούμενούς μου, Αριστείδη Μπαλτά και Πλάτωνα Ανδρεάδη, ήταν ένα δωμάτιο όπου δέσποζε ένα διπλό κρεβάτι και δεν είχες πού να καθίσεις. Ο μικρός τότε γιος του, προϊόν ενός συγκλονιστικού έρωτα με την Αγγελική Ελευθερίου, αδελφή του Μάνου Ελευθερίου -ο οποίος πίστευε πως εκείνη ήταν καλύτερη ποιήτρια από τον ίδιο-, ο μικρός Σπύρος, λοιπόν, κοιμόταν στο κάτω συρτάρι μιας παλιάς και ετοιμόρροπης σιφονιέρας.
Η υποδοχή ήταν ένθερμη, ήπιαμε τα κρασιά μας, από φαγητό δεν υπήρχαν και πολλά, και όταν εξοικειωθήκαμε, ρώτησα πού θα με έβαζε να κοιμηθώ, αφού ήταν το αποκούμπι μου στην Ευρώπη. «Θα κοιμηθείς όπου έχουν κοιμηθεί και οι άλλοι» είπε και μου έδειξε μια στενή λωρίδα πατώματος μεταξύ τοίχου και κρεβατιού.
Η γενναιοδωρία του δεν έγινε ποτέ γνωστή και κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Πολλοί είχαν ευεργετηθεί. Αλλά τον ξέχασαν όταν πέρασε η δόξα του. Επικράτησαν η ξεροκεφαλιά του, ο εγωκεντρισμός του και ο εριστικός χαρακτήρας του.
Ξέρω κάποιους σκηνοθέτες που ανέβασαν έργα του και που δεν ήθελαν να τον ξαναδούν. Καυγάδιζε ακόμα και με τους πιο κολλητούς του (Ευθυμιάδη και Τσικληρόπουλο π.χ.). Και εκεί που χώριζαν σαν εχθροί, την άλλη μέρα βρίσκονταν δίπλα δίπλα στην ίδια μπάρα.
Αμα τους βάλεις τάξη, θα εξαφανιστούν». Και σε μια νηφάλια κουβέντα που είχαμε για τις γυναίκες (ο Παπαδημητρίου, ο Σκούρτης κι εγώ) καταλήξαμε ομόφωνα στο συμπέρασμα πως αν δεν είχαν απελευθερωθεί, εμείς ακόμα θα γυρίζαμε στα μπουρδέλα, συνηθισμένη διαδρομή για τη γενιά μας.
Σε τελική ανάλυση είναι οι γυναίκες που διαλέγουν και οι άντρες κατά κανόνα υποκύπτουν. Εντούτοις, μια γυναίκα στάθηκε δίπλα του πιστή. Η Ελένη Τσέλη, που του έκλεισε τα μάτια στο νεκροκρέβατο.
Οταν τη γνώρισα ήταν σχεδόν παιδούλα και ο Σκούρτης αρκετά μεγαλύτερός της. Ενα μάθημα: Να αγαπάμε τον άλλον γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που φανταζόμαστε. Στην ουσία κανείς δεν έχει το δικαίωμα να διορθώνει κανέναν. Και εδώ ελλοχεύει η καταπίεση του ζευγαριού.
Λίγο πριν πεθάνει, ο Σκούρτης φώναξε τους φίλους και τις φίλες που του είχαν απομείνει για να μας διαβάσει ένα από τα τελευταία θεατρικά του (την περίοδο που ήταν ξεχασμένος έγραψε καμιά εικοσαριά θεατρικά έργα). Μας είπε πως είχε γράψει μια τριλογία («Από εδώ... εκεί», «Η συνουσία στην εξουσία» και «Σκοτώνοντας τον θάνατο») και τηλεφώνησε στις εκδόσεις «Ψυχογιός». Του είπαν να στείλει πρώτα ένα βιογραφικό σημείωμα.
Ούτε το χειρόγραφο δεν ήθελαν να διαβάσουν. Ευτυχώς αυτό το έργο βρίσκεται στο τυπογραφείο και θα βγει από τις εκδόσεις Opportuna της Πάτρας. Κατηγόρησαν τον Σκούρτη για την άσωτη ζωή που έκανε. Αλλά ποτέ δεν διερωτήθηκαν αν η ζωή του ήταν μέσα στο έργο του. Ηταν διαφορετικός. Και αυτό ήταν η αιτία του αποκλεισμού του. Η κοινωνία νιώθει ασφάλεια όταν καλλιεργεί την ασημαντότητά της. Και ο Σκούρτης ήταν σημαντικός. Γι’ αυτό εξοβελιστέος.
- το κείμενο του Π. Κοροβέση είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών
Αν και αυτή η στήλη ασχολείται κατά κανόνα με θέματα που θεωρητικά ενδιαφέρουν όλη την κοινωνία (αυταπάτη βέβαια), σήμερα θα κάνουμε μια εξαίρεση για να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία για έναν σημαντικό συγγραφέα, που κάποτε μεσουρανούσε και που πέθανε σε απόλυτη φτώχεια, σε ένα άθλιο συνοικιακό νοσοκομείο, όπου.. κανείς δεν του έδινε σημασία.
Οπου φτωχός κι η μοίρα του. Γεννήθηκε στη φτώχεια. Μια εποχή έβγαλε πολλά λεφτά -για τα μέτρα του εννοείται- και ξαναγύρισε στα γεράματα στην παιδική του ηλικία.
Τότε που κοιμόταν πάνω σε ένα τραπέζι μαζί με τον συνομήλικο φίλο του, Ευθύμη Παπαδημητρίου, τον γνωστό καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και από τους θεμελιωτές της οικολογίας στην Ελλάδα. Μακαρίτης κι αυτός τώρα.
Μεγάλωσαν στην ίδια αυλή και το τραπέζι ήταν καλό κρεβάτι για τα δύο αγόρια, που προστατεύονταν από τέσσερις καρέκλες για να μην πέσουν και σκάσουν τα παιδιά στο πάτωμα. Μιλάω για τον Γιώργο Σκούρτη, που θάφτηκε την Τετάρτη που μας πέρασε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη.
Και εδώ βλέπουμε την κυνικότητα της εξουσίας. Το κράτος τού έδωσε μια γλίσχρα σύνταξη, την ονόμασε τιμητική και τον καταδίκασε σχεδόν στην ασιτία, μαζί βέβαια με δεκάδες άλλους δημιουργούς που είχαν προσφέρει πολλά στον νεοελληνικό πολιτισμό. Και μετά ζητάει εύσημα για τη δωρεάν κηδεία.
Το όνομα Σκούρτης το άκουσα για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1969 από τον κοινό μας φίλο Ευθύμη Παπαδημητρίου. Ηταν ένα όνομα και μια διεύθυνση στο Παρίσι. Ηταν τη μέρα που έφευγα παράνομα από την Ελλάδα για να καταθέσω στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Στην ουσία ένα ταξίδι στο άγνωστο και πέρα από το σημείο επιστροφής. Και μια διεύθυνση στο εξωτερικό ήταν πολύτιμο στήριγμα. Να έχεις κάπου να πας και να μην κοιμάσαι στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου καταλήγει το τρένο σου.
Οταν πήγα στο σπίτι του, μαζί με τους παλιούς συγκρατούμενούς μου, Αριστείδη Μπαλτά και Πλάτωνα Ανδρεάδη, ήταν ένα δωμάτιο όπου δέσποζε ένα διπλό κρεβάτι και δεν είχες πού να καθίσεις. Ο μικρός τότε γιος του, προϊόν ενός συγκλονιστικού έρωτα με την Αγγελική Ελευθερίου, αδελφή του Μάνου Ελευθερίου -ο οποίος πίστευε πως εκείνη ήταν καλύτερη ποιήτρια από τον ίδιο-, ο μικρός Σπύρος, λοιπόν, κοιμόταν στο κάτω συρτάρι μιας παλιάς και ετοιμόρροπης σιφονιέρας.
Η υποδοχή ήταν ένθερμη, ήπιαμε τα κρασιά μας, από φαγητό δεν υπήρχαν και πολλά, και όταν εξοικειωθήκαμε, ρώτησα πού θα με έβαζε να κοιμηθώ, αφού ήταν το αποκούμπι μου στην Ευρώπη. «Θα κοιμηθείς όπου έχουν κοιμηθεί και οι άλλοι» είπε και μου έδειξε μια στενή λωρίδα πατώματος μεταξύ τοίχου και κρεβατιού.
Η γενναιοδωρία του δεν έγινε ποτέ γνωστή και κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Πολλοί είχαν ευεργετηθεί. Αλλά τον ξέχασαν όταν πέρασε η δόξα του. Επικράτησαν η ξεροκεφαλιά του, ο εγωκεντρισμός του και ο εριστικός χαρακτήρας του.
Ξέρω κάποιους σκηνοθέτες που ανέβασαν έργα του και που δεν ήθελαν να τον ξαναδούν. Καυγάδιζε ακόμα και με τους πιο κολλητούς του (Ευθυμιάδη και Τσικληρόπουλο π.χ.). Και εκεί που χώριζαν σαν εχθροί, την άλλη μέρα βρίσκονταν δίπλα δίπλα στην ίδια μπάρα.
(Και εδώ μια παρένθεση: Το θεατρικό μου έργο «Tango Bar» οφείλεται σε έναν έντονο καυγά του Σκούρτη με τον Ευθυμιάδη στο Dada Bar όπου σχεδόν ήρθαν στα χέρια. Πήγα να τους χωρίσω και οι δυο τους τα έβαλαν μαζί μου. Ο μπάρμαν, νηφάλιος, χαμογελούσε σαν να μην έτρεχε τίποτα. «Μην ταράζεσαι» μου είπε. «Είναι θέατρο που συχνά το παίζουν εδώ»).Ο Σκούρτης, όσο αντιπαθητικός κι αν γινόταν με το αγύριστο κεφάλι που είχε, τόσο αξιαγάπητος ήταν στις γυναίκες, που κυριολεκτικά έκαναν ουρά. Του είχα προτείνει, κάνοντας πλάκα, να πάρει ένα μηχάνημα, σαν κι αυτό που έχουν οι τράπεζες και δίνουν αριθμό προτεραιότητας. «Θα τις χάσω όλες έτσι. Αυτές είναι αναρχικές.
Αμα τους βάλεις τάξη, θα εξαφανιστούν». Και σε μια νηφάλια κουβέντα που είχαμε για τις γυναίκες (ο Παπαδημητρίου, ο Σκούρτης κι εγώ) καταλήξαμε ομόφωνα στο συμπέρασμα πως αν δεν είχαν απελευθερωθεί, εμείς ακόμα θα γυρίζαμε στα μπουρδέλα, συνηθισμένη διαδρομή για τη γενιά μας.
Σε τελική ανάλυση είναι οι γυναίκες που διαλέγουν και οι άντρες κατά κανόνα υποκύπτουν. Εντούτοις, μια γυναίκα στάθηκε δίπλα του πιστή. Η Ελένη Τσέλη, που του έκλεισε τα μάτια στο νεκροκρέβατο.
Οταν τη γνώρισα ήταν σχεδόν παιδούλα και ο Σκούρτης αρκετά μεγαλύτερός της. Ενα μάθημα: Να αγαπάμε τον άλλον γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που φανταζόμαστε. Στην ουσία κανείς δεν έχει το δικαίωμα να διορθώνει κανέναν. Και εδώ ελλοχεύει η καταπίεση του ζευγαριού.
Λίγο πριν πεθάνει, ο Σκούρτης φώναξε τους φίλους και τις φίλες που του είχαν απομείνει για να μας διαβάσει ένα από τα τελευταία θεατρικά του (την περίοδο που ήταν ξεχασμένος έγραψε καμιά εικοσαριά θεατρικά έργα). Μας είπε πως είχε γράψει μια τριλογία («Από εδώ... εκεί», «Η συνουσία στην εξουσία» και «Σκοτώνοντας τον θάνατο») και τηλεφώνησε στις εκδόσεις «Ψυχογιός». Του είπαν να στείλει πρώτα ένα βιογραφικό σημείωμα.
Ούτε το χειρόγραφο δεν ήθελαν να διαβάσουν. Ευτυχώς αυτό το έργο βρίσκεται στο τυπογραφείο και θα βγει από τις εκδόσεις Opportuna της Πάτρας. Κατηγόρησαν τον Σκούρτη για την άσωτη ζωή που έκανε. Αλλά ποτέ δεν διερωτήθηκαν αν η ζωή του ήταν μέσα στο έργο του. Ηταν διαφορετικός. Και αυτό ήταν η αιτία του αποκλεισμού του. Η κοινωνία νιώθει ασφάλεια όταν καλλιεργεί την ασημαντότητά της. Και ο Σκούρτης ήταν σημαντικός. Γι’ αυτό εξοβελιστέος.
- το κείμενο του Π. Κοροβέση είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών