Του Μιχάλη Κονιόρδου
Bροχερός και φονικός τούτες τις μέρες ο καιρός, καθώς και σήμερα 17 του μήνα – ελπίζω μονάχα βροχερός - ανήμερα της επετείου του Πολυτεχνείου, τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης μου υπενθύμισαν παλαιότερες δηλώσεις του κ. Άδωνη Γεωργιάδη με αφορμή το Πολυτεχνείο των οποίων δηλώσεων, η εμβληματική επωδός ήταν: «Δεν αντέχω τα παραμύθια..
Δεν υπήρξε ούτε ένας νεκρός στο Πολυτεχνείο. Ούτε ένας.»
Θα προσπεράσω τις παραπάνω δηλώσεις με μία μονάχα παρατήρηση: η προ πολλού ιστορική τεκμηρίωση (2004) που σήμερα ανήμερα της επετείου υπενθυμίζει το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης είναι υπεραρκετή προκειμένου να κατατάξει τις – παλαιότερες μεν, ισχύουσες δε - δηλώσεις του κ. Γεωργιάδη – κατά την ηπιότερη των εκφράσεων που μπορώ να επιλέξω και να διαχειριστώ λεκτικά - στην σφαίρα των ιστορικών παραμυθιών...
Όμως τα παραμύθια συνοδεύονται από κάποια αποστάγματα ψυχής που μας συνοδεύουν αδιάκοπα έστω και με φθίνουσες ή θολές εικόνες από τα παιδικά ή εφηβικά μας χρόνια. Σωστά; Αποστάγματα ψυχής λοιπόν.
Και να μια ακόμη επετειακή αφορμή για να συζητήσει κανείς με τους φοιτητές του. Αλλά με ποιους άραγε; Με τους της συμβατικής εκπαίδευσης που επιμένουν όλο και περισσότερο - καθώς τα χρόνια κυλούν - να χαίρονται την παρατεταμένη εκπαιδευτική τους “αργία” ( σχολικά πάρτι για παράδειγμα ) αγνοώντας ό,τι πέρα από την μαζική και επιδερμική (συχνά) πληροφόρηση τους έχει παρασχεθεί ;
Με τους της ανοικτής εκπαίδευσης που ναι μεν φοιτητές, όντας όμως ενήλικες, είναι εύλογο, το περιεχόμενο της επετειακής αυτής αναφοράς να μοιάζει (από την εκπαιδευτική σκοπιά ιδωμένο) grosso modo αδιάφορο, παράταιρο ως θέμα διαλογικής συζήτησης ή ως πεδίο ανταλλαγής σκέψεων και απόψεων; Την έζησα εκείνη την εποχή.
Και πέρα από κάποιες προσωπικές διηγήσεις, μαρτυρίες κλπ που έτσι κι αλλιώς δεν είναι της παρούσης, υπάρχουν -εκτιμώ- τρία μικρά αποστάγματα ψυχής που θα άξιζε τον κόπο να συντροφέψουν (αναγνωστικά) κάποιες διαθέσιμες στιγμές σας: «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση , «Μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν: 114 παράγραφοι» του Βασίλη Βασιλικού, «Μια ιστορία της νύχτας» του Τάσου Δαρβέρη.
Για το τρίτο προτεινόμενο βιβλίο, παραθέτω ένα ασυνήθιστα ενδιαφέρον «βιβλιοκριτικό» κείμενο, που ίσως από μόνο του είναι πιθανό να σας «παρασύρει» ν’ ανατρέξετε στο ιδιαίτερο αφήγημα του Τάσου Δαρβέρη.
Γνωρίζοντας την πιθανή επιφυλακτικότητα των εκάστοτε συνομιλητών μου για την υπάρχουσα διηγηματογραφία γύρω από εκείνη την εποχή, είμαι σε θέση να υπερασπισθώ την άποψη ότι τα τρία αυτά αποστάγματα ψυχής δεν έχουν καμία σχέση μ’ οποιαδήποτε τυχόν επιδερμική η τετριμμένη γραφή τους έχει πιθανόν στο παρελθόν καλλιεργήσει αρνητικές παραστάσεις:
Αν κάποιος/α με ρωτούσε «καλά όλα αυτά, αλλά από ποιο θα μου προτείνατε να ξεκινήσω;», η απάντηση μου θα ήταν «προμηθευτείτε και τα τρία, άλλωστε τα δύο πρώτα είναι ιδιαίτερα μικρής έκτασης, και διαβάστε τα, το καθένα από αυτά, ως φυσική κι αλληλένδετη συνέχεια του ενός με το άλλο: η ροή των κειμένων είναι εξασφαλισμένη».
Αν θέλετε πάλι να περιοριστείτε στην επταετία 1967 -74, τότε το «Μια ιστορία της νύχτας» του Τάσου Δαρβέρη αποτελεί μια εξαιρετική επιλογή.
Σαν επιδόρπιο δε, θα πρότεινα το (για μένα «βιβλίο - εικόνισμα») «ΥΓ.» του Μανόλη Αναγνωστάκη, εκδόσεις Νεφέλη. Κι όλα αυτά για ένα αληθινό παραμύθι και κάποια αποστάγματα ψυχής, «γαμώ το φελέκι μου», (και) κ. Γεωργιάδη.
* Ο Μιχάλης Κονιόρδος , Καθηγητής ΤΕΙ Πειραιά , ΣΕΠ ΕΑΠ και το κείμενό του είναι από το tvxs.gr
Bροχερός και φονικός τούτες τις μέρες ο καιρός, καθώς και σήμερα 17 του μήνα – ελπίζω μονάχα βροχερός - ανήμερα της επετείου του Πολυτεχνείου, τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης μου υπενθύμισαν παλαιότερες δηλώσεις του κ. Άδωνη Γεωργιάδη με αφορμή το Πολυτεχνείο των οποίων δηλώσεων, η εμβληματική επωδός ήταν: «Δεν αντέχω τα παραμύθια..
Δεν υπήρξε ούτε ένας νεκρός στο Πολυτεχνείο. Ούτε ένας.»
Θα προσπεράσω τις παραπάνω δηλώσεις με μία μονάχα παρατήρηση: η προ πολλού ιστορική τεκμηρίωση (2004) που σήμερα ανήμερα της επετείου υπενθυμίζει το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης είναι υπεραρκετή προκειμένου να κατατάξει τις – παλαιότερες μεν, ισχύουσες δε - δηλώσεις του κ. Γεωργιάδη – κατά την ηπιότερη των εκφράσεων που μπορώ να επιλέξω και να διαχειριστώ λεκτικά - στην σφαίρα των ιστορικών παραμυθιών...
Όμως τα παραμύθια συνοδεύονται από κάποια αποστάγματα ψυχής που μας συνοδεύουν αδιάκοπα έστω και με φθίνουσες ή θολές εικόνες από τα παιδικά ή εφηβικά μας χρόνια. Σωστά; Αποστάγματα ψυχής λοιπόν.
Και να μια ακόμη επετειακή αφορμή για να συζητήσει κανείς με τους φοιτητές του. Αλλά με ποιους άραγε; Με τους της συμβατικής εκπαίδευσης που επιμένουν όλο και περισσότερο - καθώς τα χρόνια κυλούν - να χαίρονται την παρατεταμένη εκπαιδευτική τους “αργία” ( σχολικά πάρτι για παράδειγμα ) αγνοώντας ό,τι πέρα από την μαζική και επιδερμική (συχνά) πληροφόρηση τους έχει παρασχεθεί ;
Με τους της ανοικτής εκπαίδευσης που ναι μεν φοιτητές, όντας όμως ενήλικες, είναι εύλογο, το περιεχόμενο της επετειακής αυτής αναφοράς να μοιάζει (από την εκπαιδευτική σκοπιά ιδωμένο) grosso modo αδιάφορο, παράταιρο ως θέμα διαλογικής συζήτησης ή ως πεδίο ανταλλαγής σκέψεων και απόψεων; Την έζησα εκείνη την εποχή.
Και πέρα από κάποιες προσωπικές διηγήσεις, μαρτυρίες κλπ που έτσι κι αλλιώς δεν είναι της παρούσης, υπάρχουν -εκτιμώ- τρία μικρά αποστάγματα ψυχής που θα άξιζε τον κόπο να συντροφέψουν (αναγνωστικά) κάποιες διαθέσιμες στιγμές σας: «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση , «Μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν: 114 παράγραφοι» του Βασίλη Βασιλικού, «Μια ιστορία της νύχτας» του Τάσου Δαρβέρη.
Γνωρίζοντας την πιθανή επιφυλακτικότητα των εκάστοτε συνομιλητών μου για την υπάρχουσα διηγηματογραφία γύρω από εκείνη την εποχή, είμαι σε θέση να υπερασπισθώ την άποψη ότι τα τρία αυτά αποστάγματα ψυχής δεν έχουν καμία σχέση μ’ οποιαδήποτε τυχόν επιδερμική η τετριμμένη γραφή τους έχει πιθανόν στο παρελθόν καλλιεργήσει αρνητικές παραστάσεις:
Αν κάποιος/α με ρωτούσε «καλά όλα αυτά, αλλά από ποιο θα μου προτείνατε να ξεκινήσω;», η απάντηση μου θα ήταν «προμηθευτείτε και τα τρία, άλλωστε τα δύο πρώτα είναι ιδιαίτερα μικρής έκτασης, και διαβάστε τα, το καθένα από αυτά, ως φυσική κι αλληλένδετη συνέχεια του ενός με το άλλο: η ροή των κειμένων είναι εξασφαλισμένη».
Αν θέλετε πάλι να περιοριστείτε στην επταετία 1967 -74, τότε το «Μια ιστορία της νύχτας» του Τάσου Δαρβέρη αποτελεί μια εξαιρετική επιλογή.
Σαν επιδόρπιο δε, θα πρότεινα το (για μένα «βιβλίο - εικόνισμα») «ΥΓ.» του Μανόλη Αναγνωστάκη, εκδόσεις Νεφέλη. Κι όλα αυτά για ένα αληθινό παραμύθι και κάποια αποστάγματα ψυχής, «γαμώ το φελέκι μου», (και) κ. Γεωργιάδη.
* Ο Μιχάλης Κονιόρδος , Καθηγητής ΤΕΙ Πειραιά , ΣΕΠ ΕΑΠ και το κείμενό του είναι από το tvxs.gr