(...) Είχαν ραντεβού στο Zonars με τη μικρή του Λήδα, που δεν ήταν πια μικρή αλλά παρέμενε το κοριτσάκι του, το μικρό του κοριτσάκι, που συζούσε με το τριχωτό ρεμάλι. Έφτασε λίγο πιο νωρίς για να πιάσει καλή θέση. Το ίδιο έκανε όταν είχε προσωπικό ραντεβού.
Έβρισκε τραπέζι στο βάθος του ζαχαροπλαστείου, της καφετέριας, του εστιατορίου, ώστε να τη δει να μπαίνει στον χώρο και να προχωρά προς το μέρος του. Στον σερβιτόρο καθυστερούσε την παραγγελία λέγοντας «περιμένω μια κυρία», με ύφος αμφίσημο και ονειροπόλο, σαν να ομολογούσε..
«περιμένω μια κυρία που θα έλθει εδώ για να βγάλουμε τα ρούχα και να αγκαλιαστούμε».
Επέλεξε το σωστό τραπέζι, από το οποίο μπορούσε να ελέγχει την είσοδο, και ξεδίπλωσε την Καθημερινή.
Κανείς από τους θαμώνες δεν πρόσεξε ότι ήταν παλαιό φύλλο. Τα πρωτοσέλιδα όλα μοιάζουν μεταξύ τους, ολίγη από Αλέξη Τσίπρα, ολίγη από Κυριάκο Μητσοτάκη. Όταν ήταν τυχερός υπήρχε φωτογραφία της Κριστίν. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να την προσεγγίσει.
Του άρεσε πολύ η Κριστίν Λαγκάρντ, κι αν ήταν δέκα χρόνια νεότερος, θα είχε κάνει τα πάντα για μια εκ του σύνεγγυς συνάντηση. Αναρωτιόταν τι μυρωδιά είχαν τα μαλλιά της. Του θύμιζε τη Μάρω στην κοψιά και στη φινέτσα. Δεν είχε παράπονο, η σύζυγός του ήταν η απόλυτη σύζυγος, για συνοδός, για μητέρα, για οικοδέσποινα. Τα υπόλοιπα τα έβρισκε αλλού. Άνοιξε την εφημερίδα στη σελίδα τέσσερα όπου δημοσιευόταν ένα ιατρικό ρεπορτάζ, δηλαδή το ρεπορτάζ που τον είχε εμπνεύσει για την ηρωική έξοδο από τη ζωή. Τίτλος: «Ανακοπή συνταξιούχου από υπερβολική δόση βιάγκρα».
Ο Ρεμούνδος είχε σκεφτεί να σκίσει τη σελίδα και να την κρατήσει, όμως υπήρχε κίνδυνος να βρεθεί το χαρτί διπλωμένο σε κάποια τσέπη ή στο πορτοφόλι του. Κράτησε ολόκληρη την εφημερίδα διπλωμένη. Είχε διαβάσει ότι ο θανών κατάπιε είκοσι πέντε δισκία και, σε συνδυασμό με την κατανάλωση αλκοόλ, έμεινε στον τόπο.
Ξαναδιάβασε προσεκτικά το κείμενο. Υπήρχε μια ασάφεια. Δεν διευκρινιζόταν αν πήρε τα χαπάκια μονοκοπανιά ή λίγα λίγα, πάντως έζησε τις τελευταίες σαράντα οκτώ ώρες του με σκληρή, πελώρια στύση. Υπήρχε κι άλλη ασάφεια. Δεν ανέφεραν στο δημοσίευμα εάν η στύση αξιοποιήθηκε επαρκώς κατά την αγρυπνία του διημέρου. Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει περιγραφή, πόσες φορές, κάθε πόση ώρα. Η δημοσιογραφία έχει ξεπέσει, σκέφτηκε, ούτε ένα ιατρικό θέμα δεν μπορούν να χειριστούν, πόσω μάλλον τα θέματα Μνημονίων. (...)
Έβρισκε τραπέζι στο βάθος του ζαχαροπλαστείου, της καφετέριας, του εστιατορίου, ώστε να τη δει να μπαίνει στον χώρο και να προχωρά προς το μέρος του. Στον σερβιτόρο καθυστερούσε την παραγγελία λέγοντας «περιμένω μια κυρία», με ύφος αμφίσημο και ονειροπόλο, σαν να ομολογούσε..
«περιμένω μια κυρία που θα έλθει εδώ για να βγάλουμε τα ρούχα και να αγκαλιαστούμε».
Επέλεξε το σωστό τραπέζι, από το οποίο μπορούσε να ελέγχει την είσοδο, και ξεδίπλωσε την Καθημερινή.
Κανείς από τους θαμώνες δεν πρόσεξε ότι ήταν παλαιό φύλλο. Τα πρωτοσέλιδα όλα μοιάζουν μεταξύ τους, ολίγη από Αλέξη Τσίπρα, ολίγη από Κυριάκο Μητσοτάκη. Όταν ήταν τυχερός υπήρχε φωτογραφία της Κριστίν. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να την προσεγγίσει.
Του άρεσε πολύ η Κριστίν Λαγκάρντ, κι αν ήταν δέκα χρόνια νεότερος, θα είχε κάνει τα πάντα για μια εκ του σύνεγγυς συνάντηση. Αναρωτιόταν τι μυρωδιά είχαν τα μαλλιά της. Του θύμιζε τη Μάρω στην κοψιά και στη φινέτσα. Δεν είχε παράπονο, η σύζυγός του ήταν η απόλυτη σύζυγος, για συνοδός, για μητέρα, για οικοδέσποινα. Τα υπόλοιπα τα έβρισκε αλλού. Άνοιξε την εφημερίδα στη σελίδα τέσσερα όπου δημοσιευόταν ένα ιατρικό ρεπορτάζ, δηλαδή το ρεπορτάζ που τον είχε εμπνεύσει για την ηρωική έξοδο από τη ζωή. Τίτλος: «Ανακοπή συνταξιούχου από υπερβολική δόση βιάγκρα».
Ο Ρεμούνδος είχε σκεφτεί να σκίσει τη σελίδα και να την κρατήσει, όμως υπήρχε κίνδυνος να βρεθεί το χαρτί διπλωμένο σε κάποια τσέπη ή στο πορτοφόλι του. Κράτησε ολόκληρη την εφημερίδα διπλωμένη. Είχε διαβάσει ότι ο θανών κατάπιε είκοσι πέντε δισκία και, σε συνδυασμό με την κατανάλωση αλκοόλ, έμεινε στον τόπο.
Ξαναδιάβασε προσεκτικά το κείμενο. Υπήρχε μια ασάφεια. Δεν διευκρινιζόταν αν πήρε τα χαπάκια μονοκοπανιά ή λίγα λίγα, πάντως έζησε τις τελευταίες σαράντα οκτώ ώρες του με σκληρή, πελώρια στύση. Υπήρχε κι άλλη ασάφεια. Δεν ανέφεραν στο δημοσίευμα εάν η στύση αξιοποιήθηκε επαρκώς κατά την αγρυπνία του διημέρου. Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει περιγραφή, πόσες φορές, κάθε πόση ώρα. Η δημοσιογραφία έχει ξεπέσει, σκέφτηκε, ούτε ένα ιατρικό θέμα δεν μπορούν να χειριστούν, πόσω μάλλον τα θέματα Μνημονίων. (...)
- το παραπάνω αποτελεί απόσπασμα από το καινούργιο βιβλίο της Λώρης Κέζα, το μυθιστόρημα «Ζουρ φιξ», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Ποταμός.
Η μυθιστορηματική αφήγηση περιλαμβάνει πληροφορίες για τα έργα εκτροπής του Αχελώου, για την αποφυλάκιση συνεργάτη του Άκη Τσοχατζόπουλου ο οποίος έγινε οινοποιός, για τη δυσκολία του καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου να χτίσει το CostaNavarino, για το διαζύγιο του Ανδρέα Βγενόπουλου, για την άνοδο, την πτώση του Μπάμπη Βωβού.
Από τις σελίδες του βιβλίου περνά η Ντόρα Μπακογιάννη ως υπουργός Πολιτισμού, ο Άδωνις Γεωργιάδης ως φοιτητής Φιλοσοφικής, ο Άγγελος Δεληβορριάς, ο Μπίλι Μπο, η δυναστεία των Παπανδρέου. Γίνεται αναφορά σε γεγονότα όπως η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα ή το μοναχικό τέλος του τραγουδιστή των Forminx.
Όλα παρουσιάζονται μέσα από την οπτική του Ιωσήφ Ρεμούνδου, ενός ανθρώπου που ήταν απολύτως αφοσιωμένος στη δουλειά, στην οικογένεια και στις ερωμένες του.
Ο κεντρικός ήρωας, συνταξιούχος κατασκευαστής κουμπιών, αποφασίζει να αυτοκτονήσει παίρνοντας πολλά βιάγκρα, επειδή δεν θέλει να μαθευτεί ότι χρωστά το φόρο ακινήτων.