Νύχτα άφεγγη, χειμωνιάτικη, και χιονόνερο. Διαβάτης στην έρημη Αθηνάς ανάμεσα από ελάχιστους που ξέμειναν και σπεύδουν για το σπιτικό τους. Σε λίγο θα ’χουν απομείνει μόνο τα λίγα κορίτσια τυλιγμένα στις ιμιτασιόν
γούνες και τα μίνι, ακουμπισμένα στ’ απάγκιο των κλειστών καταστημάτων. Καβαντζάρησα το Μοναστηράκι και πήρα την ανηφόρα για Πλάκα. Τότε τον αντάμωσα...
Φορούσε ένα γκρι παλιοκαιρισμένο παλτό κι από μέσα σαν κάτι να ξεχώριζε. Το μπαγλαμαδάκι ήταν που ξεχώριζε. Μ’ αναγνώρισε:
- Είσαι για ένα καρτούτσο; Έχει ένα ταβερνάκι εδώ πιο κάτω.
- Είμαι…
Κατεβήκαμε τα σκαλιά μιας υπόγας και βρεθήκαμε σ’ ένα ταβερνείο που πουλούσε κάρβουνα και είχε τρία βαρέλια κρασί όλα κι όλα και τέσσερα τραπεζάκια σιδερένια, από κείνα τα παλιά… Κάποιοι ξέμπαρκοι κουτσόπιναν… Αράξαμε σ' ένα τραπέζι. Παράγγειλε φέτα με λάδι και ρίγανη κι ένα καρτούτσο ρετσίνα. Ήρθανε μαζί με μια λαδόκολλα για τραπεζομάντιλοκαι με μια ξερή «καλησπέρα» του καρβουνιάρη.
Άρχισε να μου μιλά. Γι εκείνη την λεγάμενη, την παστρικιά, από τη Λέσβο. Πώς την έβγαλε από τα μπουρδέλα και την έκαμε κυρά κι αρχόντισσα. Ποιος αυτός, που είχε λέει, γνωρίσει, κάμποσες ως τότε. Της έβαλε στεφάνι κι αυτή τον παράτησε αμανάτι στην ψυχρά και το παιδί τους και την κοπάνησε μ’ έναν άλλο η προκομμένη. Μολαταύτα, αυτός ακόμα την αγαπάει κι άμα γυρίσει είναι έτοιμος να τη συγχωρήσει. Δεν ματαπήγε, λέει, με γυναίκα γιατί δεν του ‘ρχονταν. Του ‘φτανε το παιδί που το μεγάλωσε και που ’γινε μια χαρά παιδί και χαίρεται που το βλέπει.
Σ’ όλη του τη ζωή υπήρξε απόλυτα άφραγκος κι ανελέητος στην.. παραφωνία. Έπιανε το φάλτσο στο δεκαμίλι. Απ όλο το σινάφι πάγαινε φουλ τον Πατσιφά, της «Λύρας» γιατί μ’ αυτόνανε είδε μια άσπρη μέρα. Είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Μάρκο μιας κι η ζωή του είχε παρόμοιες κακοτοπιές μ’ εκείνου.
Από εβίβα σε εβίβα ψιλομεθύσαμε. Έβγαλε το μπαγλαμαδάκι από το παλτό και το ρίξαμε στο τραγούδι από το «Μωρή ξεμυαλισμένη» και το «Άσπρα μούρα μαύρα μούρα» ώς τα δικά του «Πού ’σουν μάγκα τον χειμώνα». Περασμένα μεσάνυχτα, τα μαζέψαμε. Για «καληνύχτα» μου πέταξε ένα «ίσα ρε μάγκα και σ’ άλλα με υγεία».
Την άλλη μέρα, όταν πρότεινα στην εφημερίδα μια συνέντευξη με τον Μουφλουζέλη, ο μαλάκας ο διευθυντής με αντιμετώπισε απαξιωτικά με ένα «ποιος είναι αυτός, δεν μας ενδιαφέρει».
Λέω τώρα εγώ: Τον διευθυντή δεν τον θυμάται σήμερα ούτε ο εγγονός του.
** Το κείμενο έχει αναρτηθεί, λίγο παλιότερα, στο σελίδα του Άρη Σκιαδόπουλου στο fb. Είναι το 51ο θέμα της σειράς «Μνήμη», ορισμένα από τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε τούτο το μπλογκ. Βρείτε τα εδώ.
- πηγή: harddog-sport
γούνες και τα μίνι, ακουμπισμένα στ’ απάγκιο των κλειστών καταστημάτων. Καβαντζάρησα το Μοναστηράκι και πήρα την ανηφόρα για Πλάκα. Τότε τον αντάμωσα...
Φορούσε ένα γκρι παλιοκαιρισμένο παλτό κι από μέσα σαν κάτι να ξεχώριζε. Το μπαγλαμαδάκι ήταν που ξεχώριζε. Μ’ αναγνώρισε:
- Είσαι για ένα καρτούτσο; Έχει ένα ταβερνάκι εδώ πιο κάτω.
- Είμαι…
Κατεβήκαμε τα σκαλιά μιας υπόγας και βρεθήκαμε σ’ ένα ταβερνείο που πουλούσε κάρβουνα και είχε τρία βαρέλια κρασί όλα κι όλα και τέσσερα τραπεζάκια σιδερένια, από κείνα τα παλιά… Κάποιοι ξέμπαρκοι κουτσόπιναν… Αράξαμε σ' ένα τραπέζι. Παράγγειλε φέτα με λάδι και ρίγανη κι ένα καρτούτσο ρετσίνα. Ήρθανε μαζί με μια λαδόκολλα για τραπεζομάντιλοκαι με μια ξερή «καλησπέρα» του καρβουνιάρη.
Άρχισε να μου μιλά. Γι εκείνη την λεγάμενη, την παστρικιά, από τη Λέσβο. Πώς την έβγαλε από τα μπουρδέλα και την έκαμε κυρά κι αρχόντισσα. Ποιος αυτός, που είχε λέει, γνωρίσει, κάμποσες ως τότε. Της έβαλε στεφάνι κι αυτή τον παράτησε αμανάτι στην ψυχρά και το παιδί τους και την κοπάνησε μ’ έναν άλλο η προκομμένη. Μολαταύτα, αυτός ακόμα την αγαπάει κι άμα γυρίσει είναι έτοιμος να τη συγχωρήσει. Δεν ματαπήγε, λέει, με γυναίκα γιατί δεν του ‘ρχονταν. Του ‘φτανε το παιδί που το μεγάλωσε και που ’γινε μια χαρά παιδί και χαίρεται που το βλέπει.
Σ’ όλη του τη ζωή υπήρξε απόλυτα άφραγκος κι ανελέητος στην.. παραφωνία. Έπιανε το φάλτσο στο δεκαμίλι. Απ όλο το σινάφι πάγαινε φουλ τον Πατσιφά, της «Λύρας» γιατί μ’ αυτόνανε είδε μια άσπρη μέρα. Είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Μάρκο μιας κι η ζωή του είχε παρόμοιες κακοτοπιές μ’ εκείνου.
Από εβίβα σε εβίβα ψιλομεθύσαμε. Έβγαλε το μπαγλαμαδάκι από το παλτό και το ρίξαμε στο τραγούδι από το «Μωρή ξεμυαλισμένη» και το «Άσπρα μούρα μαύρα μούρα» ώς τα δικά του «Πού ’σουν μάγκα τον χειμώνα». Περασμένα μεσάνυχτα, τα μαζέψαμε. Για «καληνύχτα» μου πέταξε ένα «ίσα ρε μάγκα και σ’ άλλα με υγεία».
Την άλλη μέρα, όταν πρότεινα στην εφημερίδα μια συνέντευξη με τον Μουφλουζέλη, ο μαλάκας ο διευθυντής με αντιμετώπισε απαξιωτικά με ένα «ποιος είναι αυτός, δεν μας ενδιαφέρει».
Λέω τώρα εγώ: Τον διευθυντή δεν τον θυμάται σήμερα ούτε ο εγγονός του.
** Το κείμενο έχει αναρτηθεί, λίγο παλιότερα, στο σελίδα του Άρη Σκιαδόπουλου στο fb. Είναι το 51ο θέμα της σειράς «Μνήμη», ορισμένα από τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε τούτο το μπλογκ. Βρείτε τα εδώ.
- πηγή: harddog-sport