Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Νομίζω εκεί στους υπονόμους του Συντάγματος, κάτω ακριβώς απ’ το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, πρέπει να τιμήσουμε τον Άγνωστο Σκατόψυχο. Με ένα άγαλμα, μια πλακέτα, μια αναθηματική στήλη, κάτι ρε παιδάκι μου. Να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι στους συμπολίτες και στις συμπολίτισσές μας που δέκα μέρες τώρα εγκατέλειψαν τη θαλπωρή..
των καναπέδων τους και ξερνούν χολή και πύον προς κάθε κατεύθυνση. Εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ στο μετερίζι της σκατίλας. Λίγο το ‘χετε;
Την αφορμή τους έδωσε, ως γνωστόν, ο δολοφονικός ξυλοδαρμός στον Zακ Κωστόπουλο, εκείνο το μοιραίο απόγευμα μιας ράθυμης Παρασκευής. Όπου μπήκε ο Ζακ στο κοσμηματοπωλείο το άδειο για αδιευκρίνιστους λόγους και κλείστηκε μέσα και προσπάθησε να βγει και δεν τα κατάφερε και σύρθηκε στο πάτωμα και πέρασε από το τζάμι της προθήκης κι εκεί άρχισαν να πέφτουν βροχή οι κλωτσιές στο κεφάλι του. Με το συγκεντρωμένο πλήθος να παρακολουθεί αδιάφορο. Πλην ενός, του Φ.Κ., που βγήκε μπροστά να σταματήσει το λιντσάρισμα. Τη συνέντευξή του για το συμβάν τη δημοσιεύσαμε στο Newpost τις προάλλες, αν θέλετε πηγαίντε εδώ να τη διαβάσετε. Ένας ανάμεσα σε όλους…
Τουλάχιστον δεν είναι μοναχικές οι φωνές που πενθούν, οι φωνές που οργίζονται, οι φωνές που εξεγείρονται για τη μοίρα του Ζακ Κωστόπουλου. Τσουνάμι είναι και όπως περνούν οι μέρες αυγαταίνουν αντί να λιγοστεύουν. Κόντρα στους κάθε λογής σκατόψυχους, αυτούς που λέγαμε στην αρχή, τους σκατόψυχους του μίσους, του δηλητήριου, της ηθικής λέπρας. Τους σκατόψυχους που βλέπουν πολύ καλά την παραβίαση της ιδιοκτησίας, την σπασμένη προθήκη, την υποψία κλοπής, αλλά δεν μπορούν να δουν καθόλου ότι ένας νέος άνθρωπος συναντήθηκε με το θάνατο. Ένας νέος άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι παιδί σου.
Ναι, οι σκατόψυχοι δεν βλέπουν! Είναι λες και τα μάτια τους στρέφονται προς τα μέσα, προς την απέραντη εσωτερική σαπίλα τους, και εμπνέονται για να εκτοξεύουν βοθρολύματα σε κάθε κατεύθυνση. Γιατί ήταν αδερφή ο Ζακ, γιατί ήταν οροθετικός, γιατί ήταν πρεζάκι, γιατί ήταν κλέφτης, γιατί ήταν εγκληματίας, γιατί δεν σεβάστηκε την περιουσία του μαγαζάτορα, γιατί βρέθηκε στο λάθος χώρο, τη λάθος ώρα. Πεσμένος στο έδαφος, μέσα στα αίματα, να τον κλωτσάνε στο κεφάλι δίχως λύπηση. Και οι σκατόψυχοι να ευφραίνονται και να ρεύονται.
Είδα πολλούς απ’ αυτούς το τελευταίο δεκαήμερο. Εκδηλώθηκαν πολλοί απ’ αυτούς το τελευταίο δεκαήμερο. Από τους γκαλοπιτζήδες της τηλεόρασης ως τους ανησυχούντες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και από τους τσαμπουκαλήδες των δελτίων ειδήσεων ως τους παρτάκηδες του ραδιοφώνου, γέμισε ο τόπος σκατόψυχους. Σε πλήρη οργασμό, να μην μπορούν να κρατηθούν, να μην μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους που ένας φτωχοδιάβολος, ένας κακομοίρης, ένας ταλαίπωρος εξεμέτρησε το ζην χειρότερα κι απ’ τις κατσαρίδες. Η χαρτά τους δεν κρυβότανε…
Χειρότερος όλων πάντως, μου φάνηκε κάποιος που πόσταρε τη φωτό ενός κουκουλοφόρου να γράφει σύνθημα για το δολοφονικό ξυλοδαρμό πάνω σε μάρμαρα. Και δώστου «αίσχος» και δώστου «απαράδεκτο» και δώστου «σιγά τον επαναστάτη». Τέτοια ευαισθησία, τέτοια κουλτούρα. Όταν το σώμα του αλλουνού είναι δυο μέτρα κάτω απ’ το χώμα, εσύ να ενοχλείσαι από ένα γκραφίτι και να αισθάνεσαι την ανάγκη να εκφράσεις τον αποτροπιασμό σου. Μάλιστα, υπάρχουν πολλών ειδών σκατόψυχοι, αλλά πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος το δικαιούται το Όσκαρ. Με χαραγμένη στο αγαλματίδιο τη φάτσα του, για να μην τον ξεχάσουμε ποτέ!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost
Νομίζω εκεί στους υπονόμους του Συντάγματος, κάτω ακριβώς απ’ το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, πρέπει να τιμήσουμε τον Άγνωστο Σκατόψυχο. Με ένα άγαλμα, μια πλακέτα, μια αναθηματική στήλη, κάτι ρε παιδάκι μου. Να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι στους συμπολίτες και στις συμπολίτισσές μας που δέκα μέρες τώρα εγκατέλειψαν τη θαλπωρή..
των καναπέδων τους και ξερνούν χολή και πύον προς κάθε κατεύθυνση. Εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ στο μετερίζι της σκατίλας. Λίγο το ‘χετε;
Την αφορμή τους έδωσε, ως γνωστόν, ο δολοφονικός ξυλοδαρμός στον Zακ Κωστόπουλο, εκείνο το μοιραίο απόγευμα μιας ράθυμης Παρασκευής. Όπου μπήκε ο Ζακ στο κοσμηματοπωλείο το άδειο για αδιευκρίνιστους λόγους και κλείστηκε μέσα και προσπάθησε να βγει και δεν τα κατάφερε και σύρθηκε στο πάτωμα και πέρασε από το τζάμι της προθήκης κι εκεί άρχισαν να πέφτουν βροχή οι κλωτσιές στο κεφάλι του. Με το συγκεντρωμένο πλήθος να παρακολουθεί αδιάφορο. Πλην ενός, του Φ.Κ., που βγήκε μπροστά να σταματήσει το λιντσάρισμα. Τη συνέντευξή του για το συμβάν τη δημοσιεύσαμε στο Newpost τις προάλλες, αν θέλετε πηγαίντε εδώ να τη διαβάσετε. Ένας ανάμεσα σε όλους…
Τουλάχιστον δεν είναι μοναχικές οι φωνές που πενθούν, οι φωνές που οργίζονται, οι φωνές που εξεγείρονται για τη μοίρα του Ζακ Κωστόπουλου. Τσουνάμι είναι και όπως περνούν οι μέρες αυγαταίνουν αντί να λιγοστεύουν. Κόντρα στους κάθε λογής σκατόψυχους, αυτούς που λέγαμε στην αρχή, τους σκατόψυχους του μίσους, του δηλητήριου, της ηθικής λέπρας. Τους σκατόψυχους που βλέπουν πολύ καλά την παραβίαση της ιδιοκτησίας, την σπασμένη προθήκη, την υποψία κλοπής, αλλά δεν μπορούν να δουν καθόλου ότι ένας νέος άνθρωπος συναντήθηκε με το θάνατο. Ένας νέος άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι παιδί σου.
Ναι, οι σκατόψυχοι δεν βλέπουν! Είναι λες και τα μάτια τους στρέφονται προς τα μέσα, προς την απέραντη εσωτερική σαπίλα τους, και εμπνέονται για να εκτοξεύουν βοθρολύματα σε κάθε κατεύθυνση. Γιατί ήταν αδερφή ο Ζακ, γιατί ήταν οροθετικός, γιατί ήταν πρεζάκι, γιατί ήταν κλέφτης, γιατί ήταν εγκληματίας, γιατί δεν σεβάστηκε την περιουσία του μαγαζάτορα, γιατί βρέθηκε στο λάθος χώρο, τη λάθος ώρα. Πεσμένος στο έδαφος, μέσα στα αίματα, να τον κλωτσάνε στο κεφάλι δίχως λύπηση. Και οι σκατόψυχοι να ευφραίνονται και να ρεύονται.
Είδα πολλούς απ’ αυτούς το τελευταίο δεκαήμερο. Εκδηλώθηκαν πολλοί απ’ αυτούς το τελευταίο δεκαήμερο. Από τους γκαλοπιτζήδες της τηλεόρασης ως τους ανησυχούντες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και από τους τσαμπουκαλήδες των δελτίων ειδήσεων ως τους παρτάκηδες του ραδιοφώνου, γέμισε ο τόπος σκατόψυχους. Σε πλήρη οργασμό, να μην μπορούν να κρατηθούν, να μην μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους που ένας φτωχοδιάβολος, ένας κακομοίρης, ένας ταλαίπωρος εξεμέτρησε το ζην χειρότερα κι απ’ τις κατσαρίδες. Η χαρτά τους δεν κρυβότανε…
Χειρότερος όλων πάντως, μου φάνηκε κάποιος που πόσταρε τη φωτό ενός κουκουλοφόρου να γράφει σύνθημα για το δολοφονικό ξυλοδαρμό πάνω σε μάρμαρα. Και δώστου «αίσχος» και δώστου «απαράδεκτο» και δώστου «σιγά τον επαναστάτη». Τέτοια ευαισθησία, τέτοια κουλτούρα. Όταν το σώμα του αλλουνού είναι δυο μέτρα κάτω απ’ το χώμα, εσύ να ενοχλείσαι από ένα γκραφίτι και να αισθάνεσαι την ανάγκη να εκφράσεις τον αποτροπιασμό σου. Μάλιστα, υπάρχουν πολλών ειδών σκατόψυχοι, αλλά πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος το δικαιούται το Όσκαρ. Με χαραγμένη στο αγαλματίδιο τη φάτσα του, για να μην τον ξεχάσουμε ποτέ!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost