της Αργυρώς Λύτρα*
Την αδυναμία της να προστατεύσει τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια εν γένει απέδειξε προχτές για μια ακόμη φορά η Δικαιοσύνη με την αθωωτική απόφαση από το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών του κατηγορουμένου ιδιοκτήτη
ταξί για ρατσιστική επίθεση εναντίον του ανάπηρου κοινωνιολόγου και συγγραφέα..
Ανδρέα Κουζέλη. Έκπληξη προκάλεσε μάλιστα στο ακροατήριο η αθωωτική απόφαση ύστερα από μια εισαγγελική πρόταση – καταπέλτη για τον κατηγορούμενο.
Η εισαγγελέας πρότεινε την καταδίκη του ιδιοκτήτη ταξί επικαλούμενη αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες στοιχειοθετούν το γιατί το συγκεκριμένο περιστατικό αποτελεί πράξη ρατσιστικής
επίθεσης. Η ίδια μάλιστα υπογράμμισε ότι ρατσιστική προσβολή απέναντι στον ανάπηρο ενάγοντα δεν θα αποτελούσε νομικά μόνο η απειλή ποινικά κολάσιμης πράξης αλλά ακόμη και πράξης κοινωνικά απαράδεκτης.
Ο Ανδρέας Κουζέλης, που έχει σπαστική τετραπληγία, απευθύνθηκε στη Δικαιοσύνη όταν ο ιδιοκτήτης ταξί αρνήθηκε να τον μεταφέρει στον προορισμό του εξαιτίας της αναπηρίας του. Το περιστατικό, που αποδείχτηκε κατά την ακροαματική διαδικασία από τις καταθέσεις τριών αυτοπτών μαρτύρων και την κατάθεση του ενάγοντα, φαίνεται ότι δεν υπήρξε αρκετό να πείσει το δικαστήριο για τη θέση στην οποία βρέθηκε ο ανάπηρος συμπολίτης μας όταν ο ιδιοκτήτης ταξί φώναζε χτυπώντας τα χέρια του στο καπό του αυτοκινήτου «δεν ήξερα ότι πρόκειται για ανάπηρο, δεν το πάω αυτό το δρομολόγιο».
Ο Ανδρέας Κουζέλης, όπως κατέθεσε ο ίδιος και οι αυτόπτες μάρτυρες στο δικαστήριο, στις 25 Μαΐου του 2015 κάλεσε ραδιοταξί, τις πρώτες πρωινές ώρες, προκειμένου να μεταβεί στο σπίτι του από συνεργατικό καφενείο, όπου είχε πάει ύστερα από πολιτιστική εκδήλωση με φίλους του και άλλους πολίτες από κοινωνικές συλλογικότητες. Όταν μπήκε στο ταξί, ο οδηγός αντί να απευθύνει τον λόγο στον ίδιο, ρώτησε τον επίσης ανάπηρο φίλο του που ήταν μαζί του «που να το πάω;» (σ.σ. σε ουδέτερο γένος) και πήρε την απάντηση από τον Ανδρέα Κουζέλη ότι «είμαι σε θέση να σας πω που πηγαίνω, δεν χρειάζεται να ρωτάτε κάποιον άλλον» ενώ ο φίλος του που τον συνόδευε του είπε: «Πως μιλάς έτσι; Δεν είναι κανένα σακί, είναι άνθρωπος».
Στη συνέχεια ο οδηγός βγήκε από το αυτοκίνητο και αρνιόταν επίμονα να πραγματοποιήσει το δρομολόγιο, χτυπώντας το καπό του αυτοκινήτου και κάνοντας νευρικές κινήσεις πάνω κάτω, γεγονός το οποίο προκάλεσε έντονο αίσθημα φόβου για τη σωματική του ακεραιότητα στον Ανδρέα Κουζέλη, όπως δήλωσε ο ίδιος.
Οι μάρτυρες υπεράσπισης εκ των οποίων κανείς δεν υπήρξε αυτόπτης του περιστατικού, εξάντλησαν την επιχειρηματολογία τους σε γενικές εκτιμήσεις για την προσωπικότητα του κατηγορουμένου ενώ η εισαγγελέας αμφισβήτησε ευθέως την αξιοπιστία του ενός εξ αυτών, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι παρακολούθησε το συμβάν μέσω τηλεφωνικής συνομιλίας σε ανοιχτή ακρόαση.
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η αρχική του αντίδραση οφειλόταν στο γεγονός ότι θεώρησε πως ο Ανδρέας Κουζέλης, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο βαδίζει και μιλάει, εξαιτίας της σπαστικής τετραπληγίας, ήταν μεθυσμένος. Ο δε συνήγορος υπεράσπισής του δεν χρησιμοποίησε άλλη επιχειρηματολογία για την αθωότητα του πελάτη του, παρά μόνο τον ισχυρισμό ότι, επειδή ο Ανδρέας Κουζέλης είναι ακτιβιστής, έχει «δικά του» τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα μέσα ενημέρωσης ορισμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης και ήταν σε θέση να ενορχηστρώσει την καταδίκη του κατηγορουμένου, τον οποίο μάλιστα χαρακτήρισε «μειονότητα» ενώ στοχοποίησε τις συλλογικότητες και τη δράση των ατόμων που υπερασπίζονται τα κοινωνικά δικαιώματα.
Είπε μάλιστα προκαλώντας έντονη δυσφορία στο ακροατήριο, στο οποίο βρίσκονταν αρκετά ανάπηρα άτομα: «Γιατί θα έπρεπε να καταλάβει ο πελάτης μου ότι είναι ανάπηρος και όχι μεθυσμένος; Δεν τον πήρε από κέντρο αποκατάστασης αλλά από μπαρ».
Ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, Παναγιώτης Ρέλλας, δήλωσε: «Η πολιτική αγωγή θεωρεί ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά και το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας αποδείχτηκε ότι το ρατσιστικό κίνητρο ήταν αυτό που πυροδότησε τις πράξεις του κατηγορουμένου. Η εισαγγελική πρόταση με άκρως εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση θεμελίωσε την τέλεση του ρατσιστικού αδικήματος. Επί αυτής της βάσεως θα εργαστούμε στον δεύτερο βαθμό».
* το ρεπορτάζ της Αργυρώς Λύτρα, που παρακολούθησε την ακροαματική διαδικασία, φιλοξενήθηκε από την εφημερίδα "Αυγή"
Την αδυναμία της να προστατεύσει τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια εν γένει απέδειξε προχτές για μια ακόμη φορά η Δικαιοσύνη με την αθωωτική απόφαση από το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών του κατηγορουμένου ιδιοκτήτη
ταξί για ρατσιστική επίθεση εναντίον του ανάπηρου κοινωνιολόγου και συγγραφέα..
Ανδρέα Κουζέλη. Έκπληξη προκάλεσε μάλιστα στο ακροατήριο η αθωωτική απόφαση ύστερα από μια εισαγγελική πρόταση – καταπέλτη για τον κατηγορούμενο.
Η εισαγγελέας πρότεινε την καταδίκη του ιδιοκτήτη ταξί επικαλούμενη αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες στοιχειοθετούν το γιατί το συγκεκριμένο περιστατικό αποτελεί πράξη ρατσιστικής
επίθεσης. Η ίδια μάλιστα υπογράμμισε ότι ρατσιστική προσβολή απέναντι στον ανάπηρο ενάγοντα δεν θα αποτελούσε νομικά μόνο η απειλή ποινικά κολάσιμης πράξης αλλά ακόμη και πράξης κοινωνικά απαράδεκτης.
Ο Ανδρέας Κουζέλης, που έχει σπαστική τετραπληγία, απευθύνθηκε στη Δικαιοσύνη όταν ο ιδιοκτήτης ταξί αρνήθηκε να τον μεταφέρει στον προορισμό του εξαιτίας της αναπηρίας του. Το περιστατικό, που αποδείχτηκε κατά την ακροαματική διαδικασία από τις καταθέσεις τριών αυτοπτών μαρτύρων και την κατάθεση του ενάγοντα, φαίνεται ότι δεν υπήρξε αρκετό να πείσει το δικαστήριο για τη θέση στην οποία βρέθηκε ο ανάπηρος συμπολίτης μας όταν ο ιδιοκτήτης ταξί φώναζε χτυπώντας τα χέρια του στο καπό του αυτοκινήτου «δεν ήξερα ότι πρόκειται για ανάπηρο, δεν το πάω αυτό το δρομολόγιο».
Ο Ανδρέας Κουζέλης, όπως κατέθεσε ο ίδιος και οι αυτόπτες μάρτυρες στο δικαστήριο, στις 25 Μαΐου του 2015 κάλεσε ραδιοταξί, τις πρώτες πρωινές ώρες, προκειμένου να μεταβεί στο σπίτι του από συνεργατικό καφενείο, όπου είχε πάει ύστερα από πολιτιστική εκδήλωση με φίλους του και άλλους πολίτες από κοινωνικές συλλογικότητες. Όταν μπήκε στο ταξί, ο οδηγός αντί να απευθύνει τον λόγο στον ίδιο, ρώτησε τον επίσης ανάπηρο φίλο του που ήταν μαζί του «που να το πάω;» (σ.σ. σε ουδέτερο γένος) και πήρε την απάντηση από τον Ανδρέα Κουζέλη ότι «είμαι σε θέση να σας πω που πηγαίνω, δεν χρειάζεται να ρωτάτε κάποιον άλλον» ενώ ο φίλος του που τον συνόδευε του είπε: «Πως μιλάς έτσι; Δεν είναι κανένα σακί, είναι άνθρωπος».
Στη συνέχεια ο οδηγός βγήκε από το αυτοκίνητο και αρνιόταν επίμονα να πραγματοποιήσει το δρομολόγιο, χτυπώντας το καπό του αυτοκινήτου και κάνοντας νευρικές κινήσεις πάνω κάτω, γεγονός το οποίο προκάλεσε έντονο αίσθημα φόβου για τη σωματική του ακεραιότητα στον Ανδρέα Κουζέλη, όπως δήλωσε ο ίδιος.
Οι μάρτυρες υπεράσπισης εκ των οποίων κανείς δεν υπήρξε αυτόπτης του περιστατικού, εξάντλησαν την επιχειρηματολογία τους σε γενικές εκτιμήσεις για την προσωπικότητα του κατηγορουμένου ενώ η εισαγγελέας αμφισβήτησε ευθέως την αξιοπιστία του ενός εξ αυτών, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι παρακολούθησε το συμβάν μέσω τηλεφωνικής συνομιλίας σε ανοιχτή ακρόαση.
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η αρχική του αντίδραση οφειλόταν στο γεγονός ότι θεώρησε πως ο Ανδρέας Κουζέλης, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο βαδίζει και μιλάει, εξαιτίας της σπαστικής τετραπληγίας, ήταν μεθυσμένος. Ο δε συνήγορος υπεράσπισής του δεν χρησιμοποίησε άλλη επιχειρηματολογία για την αθωότητα του πελάτη του, παρά μόνο τον ισχυρισμό ότι, επειδή ο Ανδρέας Κουζέλης είναι ακτιβιστής, έχει «δικά του» τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα μέσα ενημέρωσης ορισμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης και ήταν σε θέση να ενορχηστρώσει την καταδίκη του κατηγορουμένου, τον οποίο μάλιστα χαρακτήρισε «μειονότητα» ενώ στοχοποίησε τις συλλογικότητες και τη δράση των ατόμων που υπερασπίζονται τα κοινωνικά δικαιώματα.
Είπε μάλιστα προκαλώντας έντονη δυσφορία στο ακροατήριο, στο οποίο βρίσκονταν αρκετά ανάπηρα άτομα: «Γιατί θα έπρεπε να καταλάβει ο πελάτης μου ότι είναι ανάπηρος και όχι μεθυσμένος; Δεν τον πήρε από κέντρο αποκατάστασης αλλά από μπαρ».
Ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, Παναγιώτης Ρέλλας, δήλωσε: «Η πολιτική αγωγή θεωρεί ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά και το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας αποδείχτηκε ότι το ρατσιστικό κίνητρο ήταν αυτό που πυροδότησε τις πράξεις του κατηγορουμένου. Η εισαγγελική πρόταση με άκρως εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση θεμελίωσε την τέλεση του ρατσιστικού αδικήματος. Επί αυτής της βάσεως θα εργαστούμε στον δεύτερο βαθμό».
* το ρεπορτάζ της Αργυρώς Λύτρα, που παρακολούθησε την ακροαματική διαδικασία, φιλοξενήθηκε από την εφημερίδα "Αυγή"