Για να τελειώνουμε με την πολεμική φιλολογία των ημερών
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Θυμάμαι εκεί στην αρχή της δεκαετίας του ενενήντα, τότε που είχε ανοίξει ο Σαμαράς τα σύνορα με την Αλβανία (καλώντας τους ομογενείς να κάνουν «Χριστούγεννα στην πατρίδα»), όταν είχαν καταφθάσει ξαφνικά στην..
Ψωροκώσταινα εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Ένα κύμα μεταναστευτικό, για το οποίο δεν ήταν κανένας προετοιμασμένος, ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά. Και δυο κουλτούρες, κάποτε ίδιες και απαράλλαχτες, που είχαν ωστόσο απομακρυνθεί τα μάλα μετά από διακοπή επικοινωνίας που πλησίαζε τον μισό αιώνα…
Διάλειμμα εδώ μισό λεπτό, για να αραδιάσω μερικές προσωπικές εμπειρίες. Την Αλβανία είχα την εμπειρία να την επισκεφθώ το 1987, πολύ πριν ανοίξουν επισήμως τα σύνορα. Τότε είχε αρθεί η «εμπόλεμος κατάστασις» με πρωτοβουλία Παπούλια (εξ ου και το μαχητικό σύνθημα «Παπούλια, προδότη, Αλβανέ»…) και κάποια γατόνια τουριστικοί πράκτορες έστησαν τις πρώτες εκδρομές. Και θ’ αφήνανε οι Έλληνες περιηγητές την ευκαιρία να πάει χαμένη; Ακόμη θυμάμαι που με είχε πάρει ο πατέρας μου τηλέφωνο και μου είχε πει να ακολουθήσω έναν τοπικό σύλλογο Τρικαλινών στην Αλβανία. «Έλα, πλάκα θα έχει, θα πάμε σε άλλον πλανήτη», μου έλεγε προσπαθώντας να με ψήσει. Και ψήθηκα!
Και είχε και δίκιο. Άλλος πλανήτης ήταν η Αλβανία του 1987. Με φιλοκινεζικό κομμουνισμό ακόμη, με Ραμίζ Αλία στην εξουσία, με πολυβολεία κάθε εκατό μέτρα από τα σύνορα ως την Κορυτσά, όλα να κοιτάνε Ελλάδα. Και λάσπη πολλή και φτώχεια και κακομοιριά και μαγαζιά μηδέν και χλίδα ζερό και κυρίους μιας κάποιας ηλικίας να γυρνάνε στην κεντρική πλατεία πιασμένοι χέρι χέρι. Λόγω ανδρικής φιλίας, λόγω παλαιού εθίμου, μην πάει ο νους σας στο πονηρό. Οι γείτονες είχαν μείνει στη δεκαετία του τριάντα και δεν είχαν ακολουθήσει ούτε στιγμή την πορεία της υπόλοιπης Ευρώπης –ούτε της Δυτικής, ούτε της Ανατολικής.
Φαντασθείτε λοιπόν αυτόν τον κόσμο να έρχεται σε επαφή εντελώς ξαφνικά και εντελώς απρόσμενα με την πετροκωστοπουλική Ελλάδα του ενενήντα κάτι. Μίγμα εκρηκτικό προέκυψε και αναστάτωση μέγιστη. Με τους Ελληνάρες να πάνε να τους βγάλουν όλους εγκληματίες τους Αλβανούς. Τους το έλεγα τότε κι ακόμη το πιστεύω:
Γι’ αυτό ακούγονται εξόχως παράλογες οι κραυγές όσων ζητούν πόλεμο εδώ και τώρα για το φονικό στις Βουλιαράτες. Ιδίως κάποια ουρλιαχτά που απαιτούν να αναλάβει δράση η ελληνική αεροπορία. Σαν εκείνο τον ήρωα τον Θωμά Βρακά, που πήρε μια μέρα το αεροσκάφος της ΠΑ κι έριχνε προκηρύξεις «Μπερίσα και Μέξι, θα φύγετε πριν φέξει». Έκτοτε η γελοιότητα έβαλε κοστούμι, αλλά τρίχωμα και νύχια και δόντια δεν άλλαξε ούτε μια στιγμή…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Θυμάμαι εκεί στην αρχή της δεκαετίας του ενενήντα, τότε που είχε ανοίξει ο Σαμαράς τα σύνορα με την Αλβανία (καλώντας τους ομογενείς να κάνουν «Χριστούγεννα στην πατρίδα»), όταν είχαν καταφθάσει ξαφνικά στην..
Ψωροκώσταινα εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Ένα κύμα μεταναστευτικό, για το οποίο δεν ήταν κανένας προετοιμασμένος, ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά. Και δυο κουλτούρες, κάποτε ίδιες και απαράλλαχτες, που είχαν ωστόσο απομακρυνθεί τα μάλα μετά από διακοπή επικοινωνίας που πλησίαζε τον μισό αιώνα…
Διάλειμμα εδώ μισό λεπτό, για να αραδιάσω μερικές προσωπικές εμπειρίες. Την Αλβανία είχα την εμπειρία να την επισκεφθώ το 1987, πολύ πριν ανοίξουν επισήμως τα σύνορα. Τότε είχε αρθεί η «εμπόλεμος κατάστασις» με πρωτοβουλία Παπούλια (εξ ου και το μαχητικό σύνθημα «Παπούλια, προδότη, Αλβανέ»…) και κάποια γατόνια τουριστικοί πράκτορες έστησαν τις πρώτες εκδρομές. Και θ’ αφήνανε οι Έλληνες περιηγητές την ευκαιρία να πάει χαμένη; Ακόμη θυμάμαι που με είχε πάρει ο πατέρας μου τηλέφωνο και μου είχε πει να ακολουθήσω έναν τοπικό σύλλογο Τρικαλινών στην Αλβανία. «Έλα, πλάκα θα έχει, θα πάμε σε άλλον πλανήτη», μου έλεγε προσπαθώντας να με ψήσει. Και ψήθηκα!
Και είχε και δίκιο. Άλλος πλανήτης ήταν η Αλβανία του 1987. Με φιλοκινεζικό κομμουνισμό ακόμη, με Ραμίζ Αλία στην εξουσία, με πολυβολεία κάθε εκατό μέτρα από τα σύνορα ως την Κορυτσά, όλα να κοιτάνε Ελλάδα. Και λάσπη πολλή και φτώχεια και κακομοιριά και μαγαζιά μηδέν και χλίδα ζερό και κυρίους μιας κάποιας ηλικίας να γυρνάνε στην κεντρική πλατεία πιασμένοι χέρι χέρι. Λόγω ανδρικής φιλίας, λόγω παλαιού εθίμου, μην πάει ο νους σας στο πονηρό. Οι γείτονες είχαν μείνει στη δεκαετία του τριάντα και δεν είχαν ακολουθήσει ούτε στιγμή την πορεία της υπόλοιπης Ευρώπης –ούτε της Δυτικής, ούτε της Ανατολικής.
Φαντασθείτε λοιπόν αυτόν τον κόσμο να έρχεται σε επαφή εντελώς ξαφνικά και εντελώς απρόσμενα με την πετροκωστοπουλική Ελλάδα του ενενήντα κάτι. Μίγμα εκρηκτικό προέκυψε και αναστάτωση μέγιστη. Με τους Ελληνάρες να πάνε να τους βγάλουν όλους εγκληματίες τους Αλβανούς. Τους το έλεγα τότε κι ακόμη το πιστεύω:
«Αν ήταν όλοι εγκληματίες, δεν θα είχε μείνει ούτε ρουθούνι ελληνικό. Το ίδιο ποσοστό κακοποιών έχουμε κι από τις δύο μεριές και πιο πολύ απ’ όσο νομίζουμε τους μοιάζουμε…»Το έλεγα τότε και θα επιμείνω και τώρα. Δεν είμαστε ούνα φάτσα ούνα ράτσα με τους Ιταλούς, με τους Αλβανούς είμαστε. Και οι δυο φυλές μια χαρά αποτελούσαν συγκοινωνούντα δοχεία επί χιλιάδες χρόνια και καυγάδιζαν και συμμαχούσαν (ξεχάσαμε τώρα τη συμβολή της Αρβανιτιάς στον αγώνα του 1821;) και τα χαλάγανε και τα φτιάχνανε. Διεκόπη η επικοινωνία επί πενήντα χρόνια λόγω τρέλας και τρόμου του Εμβέρ Χότζα (κι επειδή οι Δυτικοί δεν ξέρανε τι στο διάολο να την κάνουνε την Αλβανία) και χάσαμε για καιρό τα γράδα μας. Εδώ και αρκετά έτη όμως τα έχουμε βρει και συμβαδίζουμε. Με τόσους και τόσους μεικτούς γάμους, με τόσα και τόσα παιδάκια αλβανικής καταγωγής που έχουν γεννηθεί εδώ και αναγνωρίζουν την Ελλάδα ως πατρίδα τους, με τόσες και τόσες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται ένθεν κακείθεν της συνοριακής γραμμής, δεν μας παίρνει άλλωστε και να μην τα βρούμε.
Γι’ αυτό ακούγονται εξόχως παράλογες οι κραυγές όσων ζητούν πόλεμο εδώ και τώρα για το φονικό στις Βουλιαράτες. Ιδίως κάποια ουρλιαχτά που απαιτούν να αναλάβει δράση η ελληνική αεροπορία. Σαν εκείνο τον ήρωα τον Θωμά Βρακά, που πήρε μια μέρα το αεροσκάφος της ΠΑ κι έριχνε προκηρύξεις «Μπερίσα και Μέξι, θα φύγετε πριν φέξει». Έκτοτε η γελοιότητα έβαλε κοστούμι, αλλά τρίχωμα και νύχια και δόντια δεν άλλαξε ούτε μια στιγμή…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr