«Δεν είναι, ρε Τόνια, που είχα καλομάθει σ΄ ένα μαγαζί που ήταν υπόδειγμα στην πιάτσα, δεν είναι που μου κόψαν τον μισθό στη μέση, δεν είναι που
τα παιδιά μου βλέπουν τον μπαμπά τους να κάθεται τα Σαββατοκύριακα
θαρρείς και είναι δημόσιος υπάλληλος, δεν είναι που κάνω βάρδιες από το
σπίτι μου σαν συνταξιούχος. Είναι που αυτούς εκεί στη διεύθυνση τής
πάλαι ποτέ πανίσχυρης εφημερίδας, δεν τους νοιάζει το ρεπορτάζ. Δεν τους..
νοιάζει η αδιασταύρωτη είδηση, δεν τους νοιάζει το κείμενο, δεν τους νοιάζει καν η είδηση, ρε Τόνια. Σελίδες να γεμίζουν να κοροϊδεύουν τον κόσμο…».
Η δημοσιογράφος Τόνια Μανιατέα συνάντησε έναν παλιό καλό συνάδελφό της από εφημερίδα που άλλοτε η πιάτσα την αποκαλούσε «εθνική τράπεζα», και θυμήθηκαν τις χρυσές εποχές της δουλειάς τους συγκρίνοντάς τες με τη σημερινή κατάντια της ενημέρωσηςα.
Η Τόνια Μανιατέα έγραψε στο fb:
Αγαπώ το ρεπορτάζ. Πάντα το αγαπούσα. Τη λεγόμενη «δημοσιογραφία του πεζοδρομίου». Τη σωστή δημοσιογραφία. Τους τελευταίους μήνες κλήθηκα να βγω στο πεζοδρόμιο. Να κάνω ρεπορτάζ. Και συνάντησα συναδέλφους, που κάποτε μας έφερναν κοντά ο κοινός στόχος, η ανάγκη, ο κίνδυνος… Ρεπόρτερ ικανούς που βρεθήκαμε πολλές φορές πλάι πλάι στο πεδίο της δουλειάς. Να καλύπτουμε σεισμούς, πλημμύρες, φωτιές, ναυάγια, τρομοκρατικά χτυπήματα… Τότε που ήμασταν παιδιά κι είχαμε άγνοια κινδύνου.
Τα χρόνια πέρασαν. Αλλάξαμε ρόλους. Όχι επειδή γεράσαμε, αλλά επειδή ωριμάσαμε. Κι έπρεπε να είμαστε εμείς εκείνοι που θα εκπαίδευαν τους επόμενους. Άλλοι αναλάβαμε θέσεις ευθύνης που άφησε η προηγούμενη γενιά, άλλοι γίναμε εφεδρεία, άλλοι χαθήκαμε στις καβάντζες. Και σήμερα, μια γενιά μεσόκοπων πια δημοσιογράφων βρεθήκαμε ξανά από τα μετόπισθεν στις επάλξεις. Για να είμαι ειλικρινής, όχι, δεν το επιλέξαμε. Αναγκαστήκαμε. Κάποιοι κιόλας εκβιάστηκαν. Ωμά. «Βγαίνεις έξω για τα μισά απ΄ όσα έπαιρνες (να διευκρινίσω για να μην παρεξηγηθώ: τα μισά από την αμοιβή που ορίζεται βάση προϋπηρεσίας) κι αν δεν γουστάρεις παίρνω τρεις και συμπληρώνω τον δικό σου μισθό». Αλλά εγώ παραμένω περήφανη. Γιατί η δική μου γενιά, ακόμα και τώρα, δεκαετίες μετά, στο πεζοδρόμιο δίνει μαθήματα ρεπορτάζ. Κι ας είναι κουρασμένη.
Γιατί τα λέω, άραγε, αυτά; Είναι επειδή συνάντησα στο ρεπορτάζ έναν παλιό καλό συνάδερφο από εφημερίδα, που άλλοτε η πιάτσα μας αποκαλούσε «εθνική τράπεζα», γιατί όταν έμπαινες εκεί, στο χέρι σου ήταν να βγεις συνταξιοδοτούμενος. Και θυμηθήκαμε τις χρυσές εποχές της δουλειάς μας. Τότε που, τα πρωινά, από κάθε τσέπη προεξείχε μια διπλωμένη εφημερίδα, τότε που ξενυχτούσαμε τα Σαββατόβραδα στην Ομόνοια, περιμένοντας τα κυριακάτικα φύλλα, τότε που η ενημέρωση είχε τον σεβασμό που της άξιζε. Μου έλεγε, λοιπόν, αυτός ο αγαπημένος συνάδελφος ότι είναι σε κατάθλιψη…
«Και δεν είναι, ρε Τόνια, που είχα καλομάθει σ΄ ένα μαγαζί που ήταν υπόδειγμα στην πιάτσα, δεν είναι που μου κόψαν τον μισθό στη μέση, δεν είναι που τα παιδιά μου βλέπουν τον μπαμπά τους να κάθεται τα Σαββατοκύριακα θαρρείς και είναι δημόσιος υπάλληλος, δεν είναι που κάνω βάρδιες από το σπίτι μου σαν συνταξιούχος. Είναι που αυτούς εκεί στη διεύθυνση τής πάλαι ποτέ πανίσχυρης εφημερίδας, δεν τους νοιάζει το ρεπορτάζ. Δεν τους νοιάζει η αδιασταύρωτη είδηση, δεν τους νοιάζει το κείμενο, δεν τους νοιάζει καν η είδηση, ρε Τόνια. Σελίδες να γεμίζουν να κοροϊδεύουν τον κόσμο…».
νοιάζει η αδιασταύρωτη είδηση, δεν τους νοιάζει το κείμενο, δεν τους νοιάζει καν η είδηση, ρε Τόνια. Σελίδες να γεμίζουν να κοροϊδεύουν τον κόσμο…».
Η δημοσιογράφος Τόνια Μανιατέα συνάντησε έναν παλιό καλό συνάδελφό της από εφημερίδα που άλλοτε η πιάτσα την αποκαλούσε «εθνική τράπεζα», και θυμήθηκαν τις χρυσές εποχές της δουλειάς τους συγκρίνοντάς τες με τη σημερινή κατάντια της ενημέρωσηςα.
Η Τόνια Μανιατέα έγραψε στο fb:
Αγαπώ το ρεπορτάζ. Πάντα το αγαπούσα. Τη λεγόμενη «δημοσιογραφία του πεζοδρομίου». Τη σωστή δημοσιογραφία. Τους τελευταίους μήνες κλήθηκα να βγω στο πεζοδρόμιο. Να κάνω ρεπορτάζ. Και συνάντησα συναδέλφους, που κάποτε μας έφερναν κοντά ο κοινός στόχος, η ανάγκη, ο κίνδυνος… Ρεπόρτερ ικανούς που βρεθήκαμε πολλές φορές πλάι πλάι στο πεδίο της δουλειάς. Να καλύπτουμε σεισμούς, πλημμύρες, φωτιές, ναυάγια, τρομοκρατικά χτυπήματα… Τότε που ήμασταν παιδιά κι είχαμε άγνοια κινδύνου.
Τα χρόνια πέρασαν. Αλλάξαμε ρόλους. Όχι επειδή γεράσαμε, αλλά επειδή ωριμάσαμε. Κι έπρεπε να είμαστε εμείς εκείνοι που θα εκπαίδευαν τους επόμενους. Άλλοι αναλάβαμε θέσεις ευθύνης που άφησε η προηγούμενη γενιά, άλλοι γίναμε εφεδρεία, άλλοι χαθήκαμε στις καβάντζες. Και σήμερα, μια γενιά μεσόκοπων πια δημοσιογράφων βρεθήκαμε ξανά από τα μετόπισθεν στις επάλξεις. Για να είμαι ειλικρινής, όχι, δεν το επιλέξαμε. Αναγκαστήκαμε. Κάποιοι κιόλας εκβιάστηκαν. Ωμά. «Βγαίνεις έξω για τα μισά απ΄ όσα έπαιρνες (να διευκρινίσω για να μην παρεξηγηθώ: τα μισά από την αμοιβή που ορίζεται βάση προϋπηρεσίας) κι αν δεν γουστάρεις παίρνω τρεις και συμπληρώνω τον δικό σου μισθό». Αλλά εγώ παραμένω περήφανη. Γιατί η δική μου γενιά, ακόμα και τώρα, δεκαετίες μετά, στο πεζοδρόμιο δίνει μαθήματα ρεπορτάζ. Κι ας είναι κουρασμένη.
Γιατί τα λέω, άραγε, αυτά; Είναι επειδή συνάντησα στο ρεπορτάζ έναν παλιό καλό συνάδερφο από εφημερίδα, που άλλοτε η πιάτσα μας αποκαλούσε «εθνική τράπεζα», γιατί όταν έμπαινες εκεί, στο χέρι σου ήταν να βγεις συνταξιοδοτούμενος. Και θυμηθήκαμε τις χρυσές εποχές της δουλειάς μας. Τότε που, τα πρωινά, από κάθε τσέπη προεξείχε μια διπλωμένη εφημερίδα, τότε που ξενυχτούσαμε τα Σαββατόβραδα στην Ομόνοια, περιμένοντας τα κυριακάτικα φύλλα, τότε που η ενημέρωση είχε τον σεβασμό που της άξιζε. Μου έλεγε, λοιπόν, αυτός ο αγαπημένος συνάδελφος ότι είναι σε κατάθλιψη…
«Και δεν είναι, ρε Τόνια, που είχα καλομάθει σ΄ ένα μαγαζί που ήταν υπόδειγμα στην πιάτσα, δεν είναι που μου κόψαν τον μισθό στη μέση, δεν είναι που τα παιδιά μου βλέπουν τον μπαμπά τους να κάθεται τα Σαββατοκύριακα θαρρείς και είναι δημόσιος υπάλληλος, δεν είναι που κάνω βάρδιες από το σπίτι μου σαν συνταξιούχος. Είναι που αυτούς εκεί στη διεύθυνση τής πάλαι ποτέ πανίσχυρης εφημερίδας, δεν τους νοιάζει το ρεπορτάζ. Δεν τους νοιάζει η αδιασταύρωτη είδηση, δεν τους νοιάζει το κείμενο, δεν τους νοιάζει καν η είδηση, ρε Τόνια. Σελίδες να γεμίζουν να κοροϊδεύουν τον κόσμο…».