O Αρης Σκιαδόπουλος περιγράφει την περιπέτειά του στα Πομακοχώρια, στο πλαίσιο έρευνας της εφημερίδας «Τα Νέα» - Τι του είπε ο Γιάννης Καψής μετά την επιστροφή στην Αθήνα
Η πρώτη έρευνα που μου ανετέθη από τα ΝΕΑ είχε τίτλο «Από το Ταίναρο στον Έβρο». Ήταν μια χαρτογράφηση της Ελλάδας το 1975 μετά τη χούντα. Η εταιρία Κένταυρος μας είχε παραχωρήσει ένα Λαντ Ρόβερ. Ξεκινήσαμε από την Κομοτηνή με φωτογράφο τον Σάββα Σταθάκη και πήραμε τον δρόμο για την ορεινή Ροδόπη με προορισμό τον Εχίνο, πολίχνη και πρωτεύουσα της περιφέρειας..
των Πομάκων. Αφήσαμε την άσφαλτο και πιάσαμε τον αγροτικό δρόμο. Ο δρόμος ήταν σε μαύρο χάλι. Όλος λάσπη. Στην μέση η λάσπη υπερυψωμένη, σημάδι ότι είχε αφήσει τα ίχνη του κάποιο βαρύ όχημα. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε την αίτια όταν λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω συναντηθήκαμε με το αυτοκίνητο που έκανε το δρομολόγιο. Ο δρόμος ίσα που χωρούσε τ’ αμάξι μας και χρειάστηκε να κάμουμε στην άκρη, σχεδόν στο χείλος του γκρεμού, για να περάσει ο ματρακάς. Διότι περί ματρακά επρόκειτο. Μέσα ήταν στοιβαγμένοι άνθρωποι και ζώα. Μια εικόνα τριτοκοσμική.
Ύστερα από ώρες φάνηκε μπροστά μας ο Εχίνος. Σταματήσαμε σ’ ένα ύψωμα πάνω από το χωριό για να πάρει φωτογραφίες ο Σάββας. Με μιας οι γυναίκες με που είδαν την φωτογραφική μηχανή άρχισαν να τρέχουν έντρομες εδώ και κει για ν' αποφύγουν την φωτογράφιση. Στην πλατεία ήρθε να μας καλωσορίσει ο κοινοτάρχης. Ένας ροδαλός λεβεντάνθρωπος μ’ ένα μπόι ώς εκεί. Μας πήρε στο σπιτικό του για κέρασμα. Με τον καφέ πιάσαμε την κουβέντα. Έλεγε ό,τι είναι ξεχασμένοι από το Κράτος κι ότι η μοναδική επαφή που έχουν με τον έξω κόσμο είναι εκείνο το σαράβαλο λεωφορείο. Ότι τους έχουν του πεταμού, ενώ αυτοί παινεύονται ότι είναι Έλληνες, απόγονοι του Μεγαλέξαντρου, ότι οι πρόγονοι τους ήταν οι Ακρίτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κι ότι κάθε τόσο έρχονται εδώ πάνω Τούρκοι που θέλουν να τους κάμουνε δικούς τους..
Ήρθε κάποια στιγμή κι ο δάσκαλος... Ήταν ανήσυχος για την κατάσταση. «Λες δεν ζουν άνθρωποι εδώ πάνω. Τόσο που σκέφτομαι μπας και το κάνουν εξεπίτηδες να αυξήσουν εδώ την επιρροή τους οι Τούρκοι. Φανταστείτε ότι ένα γιοφύρι, χρόνια τώρα, χάσκει μισογκρεμισμένο και δεν έρχονται να τους το φτιάξουν να μεταφέρουν οι άνθρωποι το εμπόρευμά τους. Αγώνα κάνουμε να κρατήσουμε ζωντανή τη γλώσσα μας, με τον κίνδυνο εκτουρκισμού των κατοίκων. Εγώ θα φύγω κάποια στιγμή αλλά φοβάμαι ότι σε λίγα χρόνια θα είναι αργά».
Έπεσε το σούρουπο. Ο πρόεδρος επέμενε να μας φιλοξενήσει στο σπιτικό του. «Μην φύγετε νύχτα γιατί ο δρόμος είναι επικίνδυνος». Δεν είχα κουράγιο να μείνω. Είχα την εντύπωση ότι είχα μείνει ένα αιώνα μακριά από τον πολιτισμό. Ευχαρίστησα εκείνο τον ευγενικό άνθρωπο κι ανέβηκα στ' αμάξι παρά τις προτροπές του Σάββα να μείνουμε να περάσει η νύχτα.
Είχαμε πολύ δρόμο, τουλάχιστον δυο ώρες, σ’ ένα σκοτάδι πίσσα.. Δεν βλέπαμε μπροστά μας. Σε λίγο τα πράγματα δυσκόλεψαν. Πλάκωσε μια απερίγραπτη ομίχλη που δεν έβλεπες πέρα από το καπό του τζιπ. Η λάσπη είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη. Κολλήσαμε. Κόψαμε κλαδιά και τα βάλαμε στους τροχούς. Γύρω μας ν’ αλυχτάνε λύκοι. Τα χρειάστηκα. Ξεκολλήσαμε ύστερα από πολλές προσπάθειες. Ούτε λόγος για όπισθεν γιατί δεν μας χωρούσε ο δρόμος. Τώρα έπρεπε να οδηγώ με τους δεξιούς τροχούς πάνω στο χείλος του γκρεμού, το μόνο απάτητο. Ο Σάββας με ένα μεγάλο φακό έφεγγε το χείλος και με καθοδηγούσε ώστε να μην ξεφύγω με καμιά στραβοτιμονιά. Για να του δώσω κουράγιο του υποσχέθηκα ότι μόνος αυτός θα πιει την τελευταία τζούρα ουίσκι που είχε απομείνει, μόλις θα πιάναμε άσφαλτο. Κι ότι σ’ ένα σκυλάδικο, στην Κομοτηνή, θα μας περίμενε ένας ξάδελφος που υπηρετούσε δόκιμος με τρεις φοιτήτριες της Νομικής.Βάλαμε στο διαπασών μια κασέτα με τον Μητροπάνο. Πρώτη φορά στην ζωή μου τραγούδησα τόσον... Μητροπάνο!
Κοντά μεσάνυχτα ήταν όταν βρήκαμε μπροστά άσφαλτο! Μου φάνηκε σάμπως να ήρθα από την κόλαση. Μοιραστήκαμε με τον Σάββα την τελευταία γουλιά ουίσκι και βουρ για Κομοτηνή. Στο σκυλάδικο μας περίμενε ο ξάδερφος με τρεις κούκλες ή έτσι μου φάνηκαν ύστερα από την περιπέτεια στην Ροδόπη. Ο Σάββας ξεσάλωσε και ξημερώματα τον άφησα στο ξενοδοχείο να συνοδεύσω τη μια φοιτήτρια στο σπίτι της. Νόμιζα ότι αυτή η νύχτα θα είχε αίσιο τέλος. Αμ δε!
Ενώ πηγαίναμε για το σπίτι της μου ζήτησε να σταματήσουμε σ’ ένα σημείο. Δεν πολυέβλεπα που σταματήσαμε καθώς είχε πέσει ομίχλη. Κατέβηκε και μου πρότεινε να ακολουθήσω. Κατέβηκα κι εγώ και τότε συνειδητοποίησα ότι βρίσκομαι μπροστά από το… νεκροταφείο! Η απόκοσμη ομίχλη προσέδιδε ατμόσφαιρα θρίλερ...
Έβαλε τα χέρια σε θέση να προεκτείνονται τα μάτια, κάτι σαν κινεζικά, και μου ‘γνεψε να πλησιάσω…
Λέω με τρελή έμπλεξα, τις τραβάει το αίμα μου.
-Σου θυμίζω κάποια από την Ιστορία;
-Σαν ποια δηλαδή;
-Την Κλεοπάτρα ας πούμε.. Νοιώθω ότι είμαι η μετεμψύχωση της Κλεοπάτρας!
Ε, σε αυτό το σημείο σκέφτηκα ότι εδώ τελειώνει άδοξα η αποστολή μου στην Ροδόπη!,
Γύρισα στα ΝΕΑ κι ενημέρωσα τον Γιάννη Καψή για την κατάσταση στα Πομακοχώρια. Αφού με άκουσε είπε: «Δεν αγγίζουμε καν το θέμα για λόγους εθνικής ασφαλείας».
Σε λίγο καιρό η Κυβέρνηση αποφάσισε να αποδυναμώσει τα Πομακοχώρια δίνοντας κίνητρα διασποράς των Πομάκων σε διάφορα σημεία της χώρας. Έτσι, αρκετοί απ αυτούς εγκαταστάθηκαν σε Κρήτη και Αττική, γύρω κυρίως από τον Κολωνό και στις γειτονιές του Κεραμεικού. Και κάθε που νοίκιαζαν μια χαμοκέλα, έσπευδε η ΜΙΤ και τους έκανε δώρο ένα «πιάτο» να πιάνουν δορυφορικά την Τουρκία. Και με ανάλογη πολιτική κατευθυνόμενη από το προξενείο της Κομοτηνής οι Τούρκοι κατάφεραν να διεισδύσουν στο Πομάκικο στοιχείο της Ροδόπης. Χάρη στην επιπόλαιη πολιτική του Κράτους τής Αθήνας.
** Το κείμενο είναι από ανάρτηση του Άρη Σκιαδόπουλου στο fb, στη σειρά των αναδρομών του που την έχει ονομάσει «Μνήμη». Αυτή είναι η 52η και της έχει δώσει τίτλο «Στους Πομάκους»
- πηγή: το μπλογκ του harddog
Η πρώτη έρευνα που μου ανετέθη από τα ΝΕΑ είχε τίτλο «Από το Ταίναρο στον Έβρο». Ήταν μια χαρτογράφηση της Ελλάδας το 1975 μετά τη χούντα. Η εταιρία Κένταυρος μας είχε παραχωρήσει ένα Λαντ Ρόβερ. Ξεκινήσαμε από την Κομοτηνή με φωτογράφο τον Σάββα Σταθάκη και πήραμε τον δρόμο για την ορεινή Ροδόπη με προορισμό τον Εχίνο, πολίχνη και πρωτεύουσα της περιφέρειας..
των Πομάκων. Αφήσαμε την άσφαλτο και πιάσαμε τον αγροτικό δρόμο. Ο δρόμος ήταν σε μαύρο χάλι. Όλος λάσπη. Στην μέση η λάσπη υπερυψωμένη, σημάδι ότι είχε αφήσει τα ίχνη του κάποιο βαρύ όχημα. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε την αίτια όταν λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω συναντηθήκαμε με το αυτοκίνητο που έκανε το δρομολόγιο. Ο δρόμος ίσα που χωρούσε τ’ αμάξι μας και χρειάστηκε να κάμουμε στην άκρη, σχεδόν στο χείλος του γκρεμού, για να περάσει ο ματρακάς. Διότι περί ματρακά επρόκειτο. Μέσα ήταν στοιβαγμένοι άνθρωποι και ζώα. Μια εικόνα τριτοκοσμική.
Ύστερα από ώρες φάνηκε μπροστά μας ο Εχίνος. Σταματήσαμε σ’ ένα ύψωμα πάνω από το χωριό για να πάρει φωτογραφίες ο Σάββας. Με μιας οι γυναίκες με που είδαν την φωτογραφική μηχανή άρχισαν να τρέχουν έντρομες εδώ και κει για ν' αποφύγουν την φωτογράφιση. Στην πλατεία ήρθε να μας καλωσορίσει ο κοινοτάρχης. Ένας ροδαλός λεβεντάνθρωπος μ’ ένα μπόι ώς εκεί. Μας πήρε στο σπιτικό του για κέρασμα. Με τον καφέ πιάσαμε την κουβέντα. Έλεγε ό,τι είναι ξεχασμένοι από το Κράτος κι ότι η μοναδική επαφή που έχουν με τον έξω κόσμο είναι εκείνο το σαράβαλο λεωφορείο. Ότι τους έχουν του πεταμού, ενώ αυτοί παινεύονται ότι είναι Έλληνες, απόγονοι του Μεγαλέξαντρου, ότι οι πρόγονοι τους ήταν οι Ακρίτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κι ότι κάθε τόσο έρχονται εδώ πάνω Τούρκοι που θέλουν να τους κάμουνε δικούς τους..
Ήρθε κάποια στιγμή κι ο δάσκαλος... Ήταν ανήσυχος για την κατάσταση. «Λες δεν ζουν άνθρωποι εδώ πάνω. Τόσο που σκέφτομαι μπας και το κάνουν εξεπίτηδες να αυξήσουν εδώ την επιρροή τους οι Τούρκοι. Φανταστείτε ότι ένα γιοφύρι, χρόνια τώρα, χάσκει μισογκρεμισμένο και δεν έρχονται να τους το φτιάξουν να μεταφέρουν οι άνθρωποι το εμπόρευμά τους. Αγώνα κάνουμε να κρατήσουμε ζωντανή τη γλώσσα μας, με τον κίνδυνο εκτουρκισμού των κατοίκων. Εγώ θα φύγω κάποια στιγμή αλλά φοβάμαι ότι σε λίγα χρόνια θα είναι αργά».
Έπεσε το σούρουπο. Ο πρόεδρος επέμενε να μας φιλοξενήσει στο σπιτικό του. «Μην φύγετε νύχτα γιατί ο δρόμος είναι επικίνδυνος». Δεν είχα κουράγιο να μείνω. Είχα την εντύπωση ότι είχα μείνει ένα αιώνα μακριά από τον πολιτισμό. Ευχαρίστησα εκείνο τον ευγενικό άνθρωπο κι ανέβηκα στ' αμάξι παρά τις προτροπές του Σάββα να μείνουμε να περάσει η νύχτα.
Είχαμε πολύ δρόμο, τουλάχιστον δυο ώρες, σ’ ένα σκοτάδι πίσσα.. Δεν βλέπαμε μπροστά μας. Σε λίγο τα πράγματα δυσκόλεψαν. Πλάκωσε μια απερίγραπτη ομίχλη που δεν έβλεπες πέρα από το καπό του τζιπ. Η λάσπη είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη. Κολλήσαμε. Κόψαμε κλαδιά και τα βάλαμε στους τροχούς. Γύρω μας ν’ αλυχτάνε λύκοι. Τα χρειάστηκα. Ξεκολλήσαμε ύστερα από πολλές προσπάθειες. Ούτε λόγος για όπισθεν γιατί δεν μας χωρούσε ο δρόμος. Τώρα έπρεπε να οδηγώ με τους δεξιούς τροχούς πάνω στο χείλος του γκρεμού, το μόνο απάτητο. Ο Σάββας με ένα μεγάλο φακό έφεγγε το χείλος και με καθοδηγούσε ώστε να μην ξεφύγω με καμιά στραβοτιμονιά. Για να του δώσω κουράγιο του υποσχέθηκα ότι μόνος αυτός θα πιει την τελευταία τζούρα ουίσκι που είχε απομείνει, μόλις θα πιάναμε άσφαλτο. Κι ότι σ’ ένα σκυλάδικο, στην Κομοτηνή, θα μας περίμενε ένας ξάδελφος που υπηρετούσε δόκιμος με τρεις φοιτήτριες της Νομικής.Βάλαμε στο διαπασών μια κασέτα με τον Μητροπάνο. Πρώτη φορά στην ζωή μου τραγούδησα τόσον... Μητροπάνο!
Κοντά μεσάνυχτα ήταν όταν βρήκαμε μπροστά άσφαλτο! Μου φάνηκε σάμπως να ήρθα από την κόλαση. Μοιραστήκαμε με τον Σάββα την τελευταία γουλιά ουίσκι και βουρ για Κομοτηνή. Στο σκυλάδικο μας περίμενε ο ξάδερφος με τρεις κούκλες ή έτσι μου φάνηκαν ύστερα από την περιπέτεια στην Ροδόπη. Ο Σάββας ξεσάλωσε και ξημερώματα τον άφησα στο ξενοδοχείο να συνοδεύσω τη μια φοιτήτρια στο σπίτι της. Νόμιζα ότι αυτή η νύχτα θα είχε αίσιο τέλος. Αμ δε!
Ενώ πηγαίναμε για το σπίτι της μου ζήτησε να σταματήσουμε σ’ ένα σημείο. Δεν πολυέβλεπα που σταματήσαμε καθώς είχε πέσει ομίχλη. Κατέβηκε και μου πρότεινε να ακολουθήσω. Κατέβηκα κι εγώ και τότε συνειδητοποίησα ότι βρίσκομαι μπροστά από το… νεκροταφείο! Η απόκοσμη ομίχλη προσέδιδε ατμόσφαιρα θρίλερ...
Έβαλε τα χέρια σε θέση να προεκτείνονται τα μάτια, κάτι σαν κινεζικά, και μου ‘γνεψε να πλησιάσω…
Λέω με τρελή έμπλεξα, τις τραβάει το αίμα μου.
-Σου θυμίζω κάποια από την Ιστορία;
-Σαν ποια δηλαδή;
-Την Κλεοπάτρα ας πούμε.. Νοιώθω ότι είμαι η μετεμψύχωση της Κλεοπάτρας!
Ε, σε αυτό το σημείο σκέφτηκα ότι εδώ τελειώνει άδοξα η αποστολή μου στην Ροδόπη!,
Γύρισα στα ΝΕΑ κι ενημέρωσα τον Γιάννη Καψή για την κατάσταση στα Πομακοχώρια. Αφού με άκουσε είπε: «Δεν αγγίζουμε καν το θέμα για λόγους εθνικής ασφαλείας».
Σε λίγο καιρό η Κυβέρνηση αποφάσισε να αποδυναμώσει τα Πομακοχώρια δίνοντας κίνητρα διασποράς των Πομάκων σε διάφορα σημεία της χώρας. Έτσι, αρκετοί απ αυτούς εγκαταστάθηκαν σε Κρήτη και Αττική, γύρω κυρίως από τον Κολωνό και στις γειτονιές του Κεραμεικού. Και κάθε που νοίκιαζαν μια χαμοκέλα, έσπευδε η ΜΙΤ και τους έκανε δώρο ένα «πιάτο» να πιάνουν δορυφορικά την Τουρκία. Και με ανάλογη πολιτική κατευθυνόμενη από το προξενείο της Κομοτηνής οι Τούρκοι κατάφεραν να διεισδύσουν στο Πομάκικο στοιχείο της Ροδόπης. Χάρη στην επιπόλαιη πολιτική του Κράτους τής Αθήνας.
** Το κείμενο είναι από ανάρτηση του Άρη Σκιαδόπουλου στο fb, στη σειρά των αναδρομών του που την έχει ονομάσει «Μνήμη». Αυτή είναι η 52η και της έχει δώσει τίτλο «Στους Πομάκους»
- πηγή: το μπλογκ του harddog