Του Μάκη Μαλαφέκα*
Ανέβηκα στο τρόλεϊ. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου με θόρυβο. Μπορεί να ήταν στην Πατησίων. Δεν ήταν τίγκα, μπορούσες κάπως να περπατήσεις, να πας έτσι λίγο πιο μέσα, αλλά όλες οι καθιστές θέσεις ήταν πιασμένες. Στάθηκα όρθιος. Στηρίχτηκα σε έναν κάθετο στύλο, πρώτα με το δεξί χέρι κι ύστερα και με το αριστερό. Και κοίταξα τον
κόσμο. Κι ήταν, λέει, εκεί όλοι όσοι εξακολουθούσαν να διαβάζουν εφημερίδες.
Είχαν όλες τις εφημερίδες. Όποια εφημερίδα κυκλοφορούσε ακόμη στην Ελλάδα υπήρχε εκεί μέσα, ανοιχτή και ξεδιπλωμένη ή διπλωμένη στα δύο ή στα τέσσερα, στα χέρια ενός επιβάτη που τη διάβαζε από μέσα του ή μεγαλόφωνα, κρατώντας την άλλοτε ίσια, άλλοτε ανάποδα, πάντοτε όμως με μεγάλη συγκέντρωση στο βλέμμα του, ή στο βλέμμα της καθώς υπήρχαν και γυναίκες μέσα σε αυτό το τρόλεϊ. Σαφώς, σαφέστατα υπήρχαν και γυναίκες. Ή, ακόμη, τέλος, στο βλέμμα του, γιατί υπήρχε κι ένα μικρό παιδί. Που διάβαζε, νομίζω, ένα ένθετο του "Βήματος", ένα “Λεξικό της Κρίσης”, Λεξικό χωρίς γραβάτα, κάτι τέτοιο, επίσης πολύ συγκεντρωμένο, και που υπογράμμιζε πού και πού αποσπάσματα με φωσφοριζέ μαρκαδόρο.
Εγώ είχα μπει από τη μεσαία πόρτα. Κοντά στην μπροστινή είσοδο, έπαιζε πολύ «Καθημερινή», έπαιζε «Εστία», «Πρωταθλητής», «Athens Voice», «Ελεύθερη Ώρα», τέτοια πράγματα. Αλλά το βάθος δεν φαινόταν καλά, κι όσο το μάτι μου πήγαινε προς τον οδηγό, τόσο ο διάδρομος μάκραινε και στένευε, κι έβλεπα κι άλλες εφημερίδες, παντού, αλλά ποτέ τελικά το μπροστινό κουβούκλιο και το παρμπρίζ. Υπήρχαν κεντροαριστερές εφημερίδες που τις κρατούσαν επιβάτες με κεκαλυμμένο νευρικό βλέμμα γιατί ποτέ δεν ήξεραν ποιο άρθρο ήταν κεντρώο και ποιο αριστερό, υπήρχαν αριστερές εφημερίδες που υποστήριζαν την κυβέρνηση και άλλες που της την έπεφταν πολύ χοντρά, και υπήρχε, δεν σας το κρύβω, κι αυτή που κρατάτε στα χέρια σας, που διατηρούσε ίσες αποστάσεις ανάμεσα στην κριτική και την υποστήριξη, την υποστήριξη και την κριτική.
Το ήξερα ότι έβλεπα όνειρο, γιατί μερικές φορές ο γρύπας της «Καθημερινής» ζωντάνευε και σάλευε, έπαιρνε μορφή και τσιμπούσε με το ράμφος του τα ακροδάχτυλα του αναγνώστη που την κρατούσε, κι αυτός μάτωνε χωρίς να πονάει, χωρίς να διαμαρτύρεται, ώσπου το αίμα του κάλυπτε όλη τη μεγάλη επιφάνεια του εξωφύλλου και την πότιζε κανονικά, αλλά ο παλιός εξαερισμός του τρόλεϊ τη στέγνωνε αμέσως κι έτσι αυτή παρέμενε διαρκώς ατσαλάκωτη και ίσια σαν σιδερωμένο πουκάμισο.
Κανείς δεν σήκωνε το κεφάλι του. Κι όσο το τρόλεϊ προχωρούσε προς τα Πατήσια, τόσο γέμιζε με λαό, πολύ λαό, που έφερνε κι άλλες εφημερίδες, free press, αθλητικές, οικονομικές, σκανδαλοθηρικές, «Star», «Espresso», «Kontra»...
Όποιος κατέβαινε άφηνε την εφημερίδα στο κάθισμά του για τον επόμενο, κι έτσι τα φύλλα μαζεύονταν σε τεράστιες στοίβες, πράγμα που όμως καθόλου δεν με ενοχλούσε, κι ούτε κανέναν άλλον εκεί μέσα, γιατί κατά βάθος όλο αυτό ήταν ένα καθησυχαστικό τοπίο, μια φύση ιδιαίτερη στο εσωτερικό του τρόλεϊ, μια φύση ελεγχόμενη και κατανοητή - νά, ακόμη κι εκείνος ο κύριος στο βάθος, πίσω, που διάβαζε τα «Νέα», που εκεί, ακόμα, σταθερά, για πάντα, διάβαζε τα «Νέα», ακόμη κι αυτός φαινόταν να συμφωνεί ότι τη στιγμή που θα σήκωνε το κεφάλι και θα κατέβαινε, όταν θα κατεβαίναμε απ' το παλιό πορτοκαλί λεωφορείο, απ' τον οδοντωτό, και θα βγαίναμε από το όνειρο με τις παλιές εφημερίδες, ίσως και να μην άλλαζε, εκεί έξω, τελικά, απολύτως τίποτα σχετικά με τους αυχένες μας, σχετικά με τους εαυτούς μας.
* Ο Μάκης Μαλαφέκας είναι συγγραφέας και το κείμενό του είναι από την «Αυγή»
Ανέβηκα στο τρόλεϊ. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου με θόρυβο. Μπορεί να ήταν στην Πατησίων. Δεν ήταν τίγκα, μπορούσες κάπως να περπατήσεις, να πας έτσι λίγο πιο μέσα, αλλά όλες οι καθιστές θέσεις ήταν πιασμένες. Στάθηκα όρθιος. Στηρίχτηκα σε έναν κάθετο στύλο, πρώτα με το δεξί χέρι κι ύστερα και με το αριστερό. Και κοίταξα τον
κόσμο. Κι ήταν, λέει, εκεί όλοι όσοι εξακολουθούσαν να διαβάζουν εφημερίδες.
Είχαν όλες τις εφημερίδες. Όποια εφημερίδα κυκλοφορούσε ακόμη στην Ελλάδα υπήρχε εκεί μέσα, ανοιχτή και ξεδιπλωμένη ή διπλωμένη στα δύο ή στα τέσσερα, στα χέρια ενός επιβάτη που τη διάβαζε από μέσα του ή μεγαλόφωνα, κρατώντας την άλλοτε ίσια, άλλοτε ανάποδα, πάντοτε όμως με μεγάλη συγκέντρωση στο βλέμμα του, ή στο βλέμμα της καθώς υπήρχαν και γυναίκες μέσα σε αυτό το τρόλεϊ. Σαφώς, σαφέστατα υπήρχαν και γυναίκες. Ή, ακόμη, τέλος, στο βλέμμα του, γιατί υπήρχε κι ένα μικρό παιδί. Που διάβαζε, νομίζω, ένα ένθετο του "Βήματος", ένα “Λεξικό της Κρίσης”, Λεξικό χωρίς γραβάτα, κάτι τέτοιο, επίσης πολύ συγκεντρωμένο, και που υπογράμμιζε πού και πού αποσπάσματα με φωσφοριζέ μαρκαδόρο.
Εγώ είχα μπει από τη μεσαία πόρτα. Κοντά στην μπροστινή είσοδο, έπαιζε πολύ «Καθημερινή», έπαιζε «Εστία», «Πρωταθλητής», «Athens Voice», «Ελεύθερη Ώρα», τέτοια πράγματα. Αλλά το βάθος δεν φαινόταν καλά, κι όσο το μάτι μου πήγαινε προς τον οδηγό, τόσο ο διάδρομος μάκραινε και στένευε, κι έβλεπα κι άλλες εφημερίδες, παντού, αλλά ποτέ τελικά το μπροστινό κουβούκλιο και το παρμπρίζ. Υπήρχαν κεντροαριστερές εφημερίδες που τις κρατούσαν επιβάτες με κεκαλυμμένο νευρικό βλέμμα γιατί ποτέ δεν ήξεραν ποιο άρθρο ήταν κεντρώο και ποιο αριστερό, υπήρχαν αριστερές εφημερίδες που υποστήριζαν την κυβέρνηση και άλλες που της την έπεφταν πολύ χοντρά, και υπήρχε, δεν σας το κρύβω, κι αυτή που κρατάτε στα χέρια σας, που διατηρούσε ίσες αποστάσεις ανάμεσα στην κριτική και την υποστήριξη, την υποστήριξη και την κριτική.
Το ήξερα ότι έβλεπα όνειρο, γιατί μερικές φορές ο γρύπας της «Καθημερινής» ζωντάνευε και σάλευε, έπαιρνε μορφή και τσιμπούσε με το ράμφος του τα ακροδάχτυλα του αναγνώστη που την κρατούσε, κι αυτός μάτωνε χωρίς να πονάει, χωρίς να διαμαρτύρεται, ώσπου το αίμα του κάλυπτε όλη τη μεγάλη επιφάνεια του εξωφύλλου και την πότιζε κανονικά, αλλά ο παλιός εξαερισμός του τρόλεϊ τη στέγνωνε αμέσως κι έτσι αυτή παρέμενε διαρκώς ατσαλάκωτη και ίσια σαν σιδερωμένο πουκάμισο.
Κανείς δεν σήκωνε το κεφάλι του. Κι όσο το τρόλεϊ προχωρούσε προς τα Πατήσια, τόσο γέμιζε με λαό, πολύ λαό, που έφερνε κι άλλες εφημερίδες, free press, αθλητικές, οικονομικές, σκανδαλοθηρικές, «Star», «Espresso», «Kontra»...
Όποιος κατέβαινε άφηνε την εφημερίδα στο κάθισμά του για τον επόμενο, κι έτσι τα φύλλα μαζεύονταν σε τεράστιες στοίβες, πράγμα που όμως καθόλου δεν με ενοχλούσε, κι ούτε κανέναν άλλον εκεί μέσα, γιατί κατά βάθος όλο αυτό ήταν ένα καθησυχαστικό τοπίο, μια φύση ιδιαίτερη στο εσωτερικό του τρόλεϊ, μια φύση ελεγχόμενη και κατανοητή - νά, ακόμη κι εκείνος ο κύριος στο βάθος, πίσω, που διάβαζε τα «Νέα», που εκεί, ακόμα, σταθερά, για πάντα, διάβαζε τα «Νέα», ακόμη κι αυτός φαινόταν να συμφωνεί ότι τη στιγμή που θα σήκωνε το κεφάλι και θα κατέβαινε, όταν θα κατεβαίναμε απ' το παλιό πορτοκαλί λεωφορείο, απ' τον οδοντωτό, και θα βγαίναμε από το όνειρο με τις παλιές εφημερίδες, ίσως και να μην άλλαζε, εκεί έξω, τελικά, απολύτως τίποτα σχετικά με τους αυχένες μας, σχετικά με τους εαυτούς μας.
* Ο Μάκης Μαλαφέκας είναι συγγραφέας και το κείμενό του είναι από την «Αυγή»