Δυο λόγια για μια σημαδιακή μέρα του ΠΑΣΟΚ και όχι μόνο
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Θα ερχόταν η τρίτη Σεπτεμβρίου, δεν θα ερχόταν; Και τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται όλο και περισσότερο ΠΑΣΟΚ (το παλιό ΠΑΣΟΚ, το ορθόδοξο!), δεν θα αναπτυσσόταν πλέριος ο προβληματισμός για το νόημα
της ημέρας; Και το μήνυμά της φυσικά, μιας και δεν υπάρχει επέτειος δίχως μηνύματα. Οπότε ξεκινήσαν τα αφιερώματα και οι αναλύσεις και οι ανασκοπήσεις, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Σαραντατέσσερα χρόνια ύστερα απ’ την ιστορική μέρα…
Το πιο μεγάλο αφιέρωμα το φιλοξένησε η εφημερίδα «Νέα Σελίδα» με ένα σωρό μπαρουτοκαπνισμένα ονόματα. Και Κρεμαστινό είχε και Βαλυράκη, και Σπίρτζη και Κουρουμπλή και Ξενογιαννακοπούλου και Μπόλαρη και Τζάκρη και Ρέππα έως και Τσοβόλα ρε φίλε, λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή; Με τις φράσεις-κλειδιά να δίνουν τον τόνο της αρθρογραφίας:
Τη δημοκρατία που είχε θεμελιώσει ο Καραμανλής, ο Ανδρέας της άνοιξε τους ορίζοντες και της έδωσε φτερά για να πετάξει!
Τη δεύτερη ιστοριούλα μου την είχε πει ο φίλος ο μου ο Άγγελος Μαστοράκης κι έχει να κάνει με έναν γνωστό του πλασιέ βιβλίων. Ο οποίος έκανε το γύρο του κέντρου και κάποια μέρα, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, μπήκε και στη Χαριλάου Τρικούπη, στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ , να δείξει την πραμάτεια του. Δεν ήταν η πρώτη φορά, τον ξέρανε, και γύρισε ένας θυρωρός και του είπε:
Αυτά επί Ανδρέα, όταν μια διακήρυξη γεννούσε οράματα και θάματα. Για να έρθουν ύστερα ο Σημιτάκος, ο Μπένυ, ο Άκης κι όλα τα καλά παιδιά και να της δώσουν μία κατακούτελα και να την αφήσουν μισοπεθαμένη. Σώθηκε όμως και το δικό τους το λαδάκι, έγραψε η ιστορία ότι ξοφλήσανε και τους κατάπιε το χρονοντούλαπο. Και φτάσαμε τώρα να κοιτάμε πίσω και να αντιμετωπίζουμε την τρίτη του Σεπτέμβρη με νοσταλγία και τρυφερότητα. Όχι για τα τέρατα που ξέρασε αλλά για την ελπίδα που έφερε. Και για το γαμώτι το ελληνικό, ότι μια μέρα θα μπορούσαμε να κάνουμε το δικό μας δίχως να μας πατάει στο λαιμό κανένας κερατάς. Όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα, το ξέρω, αλλά δίχως όνειρα δεν αξίζει τον κόπο ούτε να αναπνέεις!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost
Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Θα ερχόταν η τρίτη Σεπτεμβρίου, δεν θα ερχόταν; Και τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται όλο και περισσότερο ΠΑΣΟΚ (το παλιό ΠΑΣΟΚ, το ορθόδοξο!), δεν θα αναπτυσσόταν πλέριος ο προβληματισμός για το νόημα
της ημέρας; Και το μήνυμά της φυσικά, μιας και δεν υπάρχει επέτειος δίχως μηνύματα. Οπότε ξεκινήσαν τα αφιερώματα και οι αναλύσεις και οι ανασκοπήσεις, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Σαραντατέσσερα χρόνια ύστερα απ’ την ιστορική μέρα…
Το πιο μεγάλο αφιέρωμα το φιλοξένησε η εφημερίδα «Νέα Σελίδα» με ένα σωρό μπαρουτοκαπνισμένα ονόματα. Και Κρεμαστινό είχε και Βαλυράκη, και Σπίρτζη και Κουρουμπλή και Ξενογιαννακοπούλου και Μπόλαρη και Τζάκρη και Ρέππα έως και Τσοβόλα ρε φίλε, λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή; Με τις φράσεις-κλειδιά να δίνουν τον τόνο της αρθρογραφίας:
- «Η φωνή της Ελλάδας ακούστηκε εντονότερα στον κόσμο, ενώ στο εσωτερικό συγκροτήθηκε μια ισχυρή μεσαία τάξη που λειτούργησε ως άξονας κοινωνικής εξισορρόπησης και ως παράγοντας πολιτικής σταθερότητας».
«Οι πολίτες διαπίστωσαν στην πράξη και όχι στα λόγια ότι δεν είναι μονόδρομος η μονεταριστική οικονομική πολιτική και ότι είναι εφαρμόσιμη η εναλλακτική πρόταση. Αυτό, βεβαίως, ανησύχησε πολύ το ντόπιο και το ευρωπαϊκό κατεστημένο».
- «Η μεγάλη δύναμη του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η αυτοοργάνωσή του και η ζωντανή επικοινωνία της βάσης με την κορυφή του κόμματος».
«Ο Ανδρέας Παπανδρέου απελευθέρωσε και έφερε στο προσκήνιο κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο περιθώριο. Συγκρότησε συσχετισμό πολιτικής δύναμης, διαμορφώνοντας δημοκρατικό και προοδευτικό πλειοψηφικό ρεύμα».Και πάει λέγοντας. Αυτά από τους άλλοτε πρωτοκλασάτους της ΠΑΣΟΚάρας και όσον αφορά σ’ εμάς τους κοινούς θνητούς δυο λόγια από το σεντούκι των προσωπικών αναμνήσεων. Δυο ιστοριούλες, με την πρώτη εξ αυτών να αφορά στον πατέρα μου. Τον φυλακισμένο στο Γεντί Κουλέ ΕΠΟΝίτη, που σώθηκε από το απόσπασμα έπειτα από παρέμβαση του αξιωματικού αδερφού του. Εικοσιπέντε χρόνια έζησε στον απόλυτο τρόμο του χωροφύλακα και τριψιλίτη, για να γελάσει πρώτη φορά το χειλάκι του με τη μεταπολίτευση. Και να σηκώσει κεφάλι περήφανος το ’81, όταν πήρε στα χέρια του την κυβέρνηση ο Παπανδρέου. Δεν τον είχε ψηφίσει, αλλά τον χειροκρότησε. Και τον παραδέχθηκε, γιατί ένα πράγμα που είχε υποσχεθεί το έκανε:
Τη δημοκρατία που είχε θεμελιώσει ο Καραμανλής, ο Ανδρέας της άνοιξε τους ορίζοντες και της έδωσε φτερά για να πετάξει!
Τη δεύτερη ιστοριούλα μου την είχε πει ο φίλος ο μου ο Άγγελος Μαστοράκης κι έχει να κάνει με έναν γνωστό του πλασιέ βιβλίων. Ο οποίος έκανε το γύρο του κέντρου και κάποια μέρα, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, μπήκε και στη Χαριλάου Τρικούπη, στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ , να δείξει την πραμάτεια του. Δεν ήταν η πρώτη φορά, τον ξέρανε, και γύρισε ένας θυρωρός και του είπε:
«Στον τέταρτο να πας, διορίζουνε!»Παραξενεύτηκε αυτός, απόρησε, αλλά πήρε το ασανσέρ κι ανέβηκε στον τέταρτο όροφο. Και βρέθηκε σε μια ουρά, που περίμενε λαός. «Δε γαμιέται, ας κάτσω να δω τι γίνεται», σκέφτηκε και ύστερα από μισή ώρα βρέθηκε μπροστά σ’ ένα γραφείο. Τον ρώτησαν το όνομά του και τη διεύθυνσή του, του έδωσαν ένα χαρτάκι και του είπαν «εκεί θα πας». Και το χαρτάκι έγραφε το όνομα ενός υπουργείου, από το οποίο και συνταξιοδοτήθηκε…
Αυτά επί Ανδρέα, όταν μια διακήρυξη γεννούσε οράματα και θάματα. Για να έρθουν ύστερα ο Σημιτάκος, ο Μπένυ, ο Άκης κι όλα τα καλά παιδιά και να της δώσουν μία κατακούτελα και να την αφήσουν μισοπεθαμένη. Σώθηκε όμως και το δικό τους το λαδάκι, έγραψε η ιστορία ότι ξοφλήσανε και τους κατάπιε το χρονοντούλαπο. Και φτάσαμε τώρα να κοιτάμε πίσω και να αντιμετωπίζουμε την τρίτη του Σεπτέμβρη με νοσταλγία και τρυφερότητα. Όχι για τα τέρατα που ξέρασε αλλά για την ελπίδα που έφερε. Και για το γαμώτι το ελληνικό, ότι μια μέρα θα μπορούσαμε να κάνουμε το δικό μας δίχως να μας πατάει στο λαιμό κανένας κερατάς. Όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα, το ξέρω, αλλά δίχως όνειρα δεν αξίζει τον κόπο ούτε να αναπνέεις!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost